Further tags

Δάνεισμα της αγγλικής λέξης pure (αγνό). Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται σε καταστάσεις, σε πρόσωπα, σε τόπους και αντικείμενα που είναι καθολικά αγνά.

-Πςς... Πήτερ Τος! Καλά, το κομμάτι αυτό είναι τρελή πιουρίλα.

-Η παραλία που πηγαίνω κάθε χρόνο έχει απίστευτη ομορφιά. Σκέτη πιουρίλα.

Βλ. και επικίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πόρνη, ιερόδουλη (προέλευση: αραβικά).

- Άντε... σήκω να φύγεις. Περιμένω σαρμούτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη loser = χαμένος, ηττημένος.

Αυτός που έχει κάνει την ήττα τρόπο ζωής. Ο καθ' έξιν χαμένος. Αυτός που είναι βέβαιο προκαταβολικά ότι θα τα παίξει την κρίσιμη στιγμή. Αυτός που όπως και να πέσει το φύλλο θα βρει τρόπο να χάσει.

Κοινή έκφραση στην Αμερική, στην Ελλάδα ήρθε στην δεκαετία του '90 επάνω στην έξαρση της αλαζονείας των γιάπις οι οποίοι προσέδιδαν τον χαρακτηρισμό συλλήβδην - βασικά, σε όλους όσους δεν ήταν γιάπις. Έκτοτε διεδόθη.

Η αγγλική λέξη γράφεται με ένα -ο-, όχι με δύο.

  1. - Έτσι που λες με τον Ηλία ... του τό 'φαγε το γκομενάκι ένας φλωρούμπας με μια μπέμπα ...
    - Ναι, κι αυτός τι έκανε, δηλαδή; Τίποτα, ως συνήθως ... καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του ... αφού ρε στάχω πει ... καλό παιδί ο Ηλίας αλλά λούζερ γεννημένος.

  2. Είμαι τόσο loser που δεν κατάφερα ούτε αυτό να δηλώσω επισήμως, πάει να πει. Γάμησέ τα. Αλλά ευτυχώς υπάρχει το ίντερνετ. Κάτι σαν τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας. Οπότε, οφείλω σε όλους εσάς τους επιτυχημένους εκεί έξω, all you winners out there, ένα μεγάλο «ευχαριστώ», διότι μου δίδετε την ευκαιρία να το πράξω σήμερα, από τούτο δω το βήμα. Κυρίες και κύριοι, αυτό το ευλογ έπρεπε να λέγεται λουζερ δοτ ευλογoσποτ. Αλλά, εισέτι μίαν, απέτυχα οικτρά. Κάποιος, λιγότερο λουζερ, με πρόλαβε… (από blog)

  3. Δυστυχώς ο Γιωργάκης Παπανδρέου παρέμεινε «Γιωργάκης» και μετά το τέλος των εκλογών, ενώ θα μπορούσε με την παραίτησή του από την αρχηγία και την ανάληψη της ευθύνης για την αποτυχία του ΠΑΣΟΚ, να φανεί επιτέλους άντρας. Αυτός ο άνθρωπος ποτέ δεν έπεισε ότι ήταν άξιος για πρωθυπουργός και τώρα δείχνει σα να μη συνειδητοποιεί τι συμβαίνει γύρω του. Αδυνατεί να καταλάβει ότι μετά από τρεις συνεχείς εκλογικές αποτυχίες (το 2004, στις Ευρωεκλογές και το 2007), δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να είναι αρχηγός, γιατί έχει καταντήσει αυτό που λένε πολύ πετυχημένα οι Αμερικανοί, "loser". (από blog)

Μότορχεντ - Λούζερ (απο μπούτλεγκ) (από vikar, 18/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμέσως, γρήγορα, αστραπιαία.

- Ρε 'συ Αργύρη, είχε ουρά στην τράπεζα;
- Όχι ρε! Πήραμε χαρτάκι και σε δέκα λεπτά κάναμε τσιγαράκι! Πατ-κιουτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενείο / καφετέρια, συνήθως συνοικιακό, όπου επικρατεί πλήρης ανία και αποχαύνωση (δες και εδώ). Από τα χάπια και κατ' αναλογία προς το καφέ σαντάν.

- Έλα, οι άλλοι είναι Ετουάλ - πάμε ν' αράξουμε ... - Όχι, ρε μαλάκα, πάλι καφέ αρντάν ... τι να κάνουμε ... να κόβουμε φλέβεςόλοι μια παρέα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς και un-παίκτ-able: ο άπαιχτος.

Καλά μεγάλε είσαι unπαικτable! Τι τρελό τρίποντο ήταν αυτό;

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φίλος (λέξη τούρκικη).

Πέρασαν πριν από λίγο η Καίτη και ο τζες της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκηνικό, το νταβαντούρι, το μπάχαλο.
Πιθανόν να προέρχεται από τα ποδανά του «λέμε».

Σκάσανε κάτι περιέργοι και έγινε ένα ψιλομελέ στον πεζόδρομο πριν λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντεμέκ Τούρκικο. Στην Ελλάδα λέγεται σε σπίτια με Κωνσταντινουπολίτικες και Μικρασιάτικες ρίζες.

yok = όχι, δεν
var = υπάρχει, έχει

Δεν υπάρχει. Τελεσίδικα. Δεν μας βρίσκεται τέτοιο πράμα. Μας τελείωσε προ πολλού. Τον κώλο σου από κάταής να χτυπάς δεν έχουμε, τέρμα.

Σχετικά λήμματα: πάπαλα, δεν έχει ψάρια στον πάγο

Το *γιοκ *σκέτο το χρησιμοποιούμε πιο συχνά αλλά δεν είναι τόσο ισχυρό.

Μια και τόφερε η κουβέντα, το Μάλτα γιοκ κακώς αποδίδεται στο ναύαρχο Πίρι Ρέις - το άτομο ήταν θαλασσοπόρος και χαρτογράφος σοβαρός. Και οι Τούρκοι ασφαλώς και ήξεραν πού πέφτει η Μάλτα - απλώς δεν μπόρεσαν ποτέ να την πάρουν και εκεί μάλλον πάει η φράση.

  1. - Ρε, δε πάει να λέει ο ξερόλας ο αδερφός σου ... εγώ λεφτά για καινούργια περίφραξη στη Βουρβουρού δεν δίνω ... και δεν δίνω διότι δεν έχω ... παράδες δεν υπάρχουνε ... γιοκ βαρ ... και άμα γουστάρει ...

  2. Αααχ, αγόρι μου ... τελειώσανε τα σκουμπριά τα παστά τα περσινά ... γιοκ βαρ ... δυστυχώς ... και τον είπα τον ανεπρόκοπο τον θειο σου να σου κρατήσει κάνα δυο που σ' αρέζουνε που θά 'ρθεις απ' το εξωτερικό αλλά τά 'φαγε με τα ρεμάλια τους φίλους του ... εμ, ογδόντα οκάδες τσίπουρο ήπιανε φέτος το χειμώνα, θέλανε και μεζέ ... να σε φτιάξω τσάκα τσάκα δυο αυγουλάκια με παστουρμά ... έτσι να ψυχοπιαστείς ...

(από poniroskylo, 07/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γκόμενα, κατά προτίμηση ανοικτόχρωμη, ωσάν ανατολικοευρωπαϊκής προελεύσεως, η οποία γαμιέται ασύστολα.

- Την είδες την Ελένη;
- Ποια Ελένη ρε μαλάκα; Αυτή είναι η Ελενούσκα η Γαμησομούνοβα. Έχεις χάσει επεισόδια. Από τότε που την πήδηξα και της άνοιξα τα μάτια, έχει πάρει φαλάγγι όλα τα Νότια Προάστια.

Δες και -ίδης, -όγλου/-ογλου, -όπουλος, χατζη-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified