Η εντελώς άστηθη γυναίκα, επηρεασμένο από τις εντελώς επίπεδες τηλεοράσεις φλάτρον.
- Γλυκιά είναι ρε συ αλλά εντελώς φλάτρον, εγώ θέλω να πιάνω πράμα!
Η εντελώς άστηθη γυναίκα, επηρεασμένο από τις εντελώς επίπεδες τηλεοράσεις φλάτρον.
- Γλυκιά είναι ρε συ αλλά εντελώς φλάτρον, εγώ θέλω να πιάνω πράμα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κλαψουρίζω (συνήθως παρόντος κάποιου άλλου), γκρινιάζω συνέχεια, παρατεταμένα, ενοχλητικά δοθείσης πρώτης ευκαιρίας.
Εναλλακτικά: παραπονιέμαι για τα πάντα, νιώθω ο αδικημένος της ζωής.
Προέλευση/ετυμολογία: από την αγγλική λέξη «whine». Η ελληνική έκδοση προσθέτει το στοιχείο του ενοχλητικού, του συνεχόμενου και παρατεταμένου με αποτέλεσμα το σπάσιμο νεύρων του συνομιλητή/παρηγορητή.
-Τι θα κάνεις τώρα, θα συνεχίσεις να γουαϊνάρεις για τις γκόμενες ή θα κοιτάξεις λίγο τον εαυτό σου; Δεν αξίζει να χαλιέσαι γι' αυτή.
- Ορεστάρα, μη γουαϊνάρεις ρε φίλε για το μέιτζ, μια χαρά είναι το κλας μας έχεις πάρει τ' αυτιά τόσην ώρα.
- Μην τον φέρεις ξανά στην παρέα δεν αντέχω αυτό το γουαϊνάρισμα για την πορεία του Παναθηναϊκού όλη την ώρα, φτάνει πια!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:
1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.
2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.
Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.
Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».
- Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.
- Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.
- Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γαλλιστί το οφθαλμόλουτρο. Το μπανιστήρι. Για πολλούς θεωρείται το καλύτερο κολλύριο για άνδρες αφού, στην προσπάθεια για ζουμάρισμα σε επίμαχα σημεία, οι δακρυγόνοι αδένες παράγουν δάκρυ, το οποίο βοηθά στο σφουγγάρισμα του ματιού από την αιθάλη και τους λοιπούς ρύπους της σύγχρονης εποχής. Κανονικά οι οφθαλμίατροι θα πρέπει να το προτείνουν και να το συνιστούν στους πελάτες τους. Με μέτρο όμως. Γιατί η κατάχρηση θα μπορούσε να φέρει εμφράγματα στους πελάτες τους, αλλά και έξτρα πελατεία για τους καρδιολόγους συναδέλφους τους.
Φίλοι πίνουν καφέ στην Πασαρέλα, στο Πασαλιμάνι και βλέπουν έναν παραλυμένο γέρο να παίρνει μάτι με τις ώρες ζαχαρώνοντας τα διερχόμενα πιπίνια που περνούν από εκεί.
- Ρε... για κόψε το ραμολί πώς κοζάρει τα γκομενάκια...
- Οφθαγμό ντε λούτρ φίλε μου. Ό,τι πρέπει για τον καθαρισμό ματιών!
- Ναι αλλά το κάνει ώρες. Τρέμει που τρέμει σα ζελές, στο τέλος θα πάθει κανα έμφραγμα και θα φύγει για θυμαράκια μεριά...
Got a better definition? Add it!
Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.
Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).
Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.
Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.
Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος
πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
«Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
«Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)
Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)
Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)
Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)
Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρίζεται έτσι ο manager που όταν πρόκειται να πάρει απόφαση που αφορά μείωση προσωπικού, ή δυσμενείς μεταθέσεις προσωπικού κλπ, αντί να βασιστεί σε αντικειμενικά κριτήρια, κριτήρια συσχετισμένα με τους στόχους της επιχείρησης, τις ανάγκες της και τις ικανότητες του προσωπικού στο πιάσιμο δοσμένων στόχων, καταρτίζει τη ζητούμενη λίστα με συνηθέστερο κριτήριο την παλαιότητα του υπαλλήλου. Αρχίζει από τον νεότερο και προχωράει.
Έτσι έχοντας σε ένα excel (εξ ου και ο όρος), τα ονόματα των υπαλλήλων και τις ημερομηνίες πρόσληψής τους, ταξινομεί τη λίστα κατά σειρά παλαιότητας και παράγει γρήγορα τη ζητούμενη λίστα.
Αυτή η τακτική συνηθίζεται πολύ στις δημόσιες υπηρεσίες (δυσμενείς μεταθέσεις νεωτέρων) λόγω του ότι η μονιμότητα των υπαλλήλων δίνει μεγάλη δύναμη στους παλιούς υπαλλήλους.
Βέβαια τέτοιες λογικές έχουν πολύ κακές συνέπειες όσον αφορά την παραγωγικότητα της εταιρείας, την ανταπόκριση της στις υποχρεώσεις της, το καλό της όνομα. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν ο ζητούμενος αριθμός είναι μεγάλος. Πολλές φορές τμήματα διαλύονται, πελάτες χάνονται, φήμη καταστρέφεται, κλπ.
Γενικότερα εξελάκια θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε οποιοδήποτε άτομο αποφασίζει χωρίς να σταθμίσει τα απαραίτητα κριτήρια και αποφασίζει με άσχετα κριτήρια για μια δεδομένη περίπτωση, αρκεί αυτά να μπορούν να ποσοτικοποιηθούν ώστε να υποστούν επεξεργασία μέσω ενός λογιστικού φύλλου (π.χ: excel).
Σε δημόσια υπηρεσία:
- Ρε εσύ, ζήτησαν άρον άρον από τον διευθυντή παραγωγής να δώσει 50 άτομα για να πάνε να δουλέψουν στη νέα μονάδα που ανέγειραν τώρα στα πλαίσια της συνεργασίας που έκανε η εταιρεία μας με τη Χ (μεγάλη πολυεθνική). Μιλάμε για θέσεις μαυρίλας, άσχετες με τα πτυχία των ατόμων. Εν τω μεταξύ πνιγόμαστε στις δουλειές που ήδη έχουμε και κανείς δεν συζητάει για νέες προσλήψεις.
- Και με ποιο τρόπο θα κάνει την επιλογή ο manager;
- Ε δεν τον ξέρεις; Κλασσικός εξελάκιας. Για να μη δυσαρεστήσει τους παλιούς θα φτιάξει το excel του θανάτου. Θα βρει τους 50 νεώτερους και αυτό είναι όλο.
Got a better definition? Add it!
Με τη λέξη αυτή (αυτό) προσδιορίζονται στη νεότερη εποχή τα μέλη συμμοριών (κυρίως στις ΗΠΑ). Το δεύτερο συνθετικό (-banger), προέρχεται από τη λέξη bang η οποία, στην ίδια αρκγό, σημαίνει πυροβολώ/πυροβολισμός.
Η παλαιότερες λέξεις Gangsterκαι Mobster (δεκαετίες ’20 και ’30), υποδήλωναν μέλος συμμορίας με «γνώση του δρόμου», γατόνι, άνθρωπο με άκρες. Χωρίς φυσικά οι εκφράσεις αυτές να αποκλείουν τη βίαιη συμπεριφορά, αναφέρονται ως επί το πλείστον στο οργανωμένο έγκλημα, δηλαδή στη λειτουργία της συμμορίας με καθαρά οικονομικούς στόχους.
Στη δεκαετία του ’80, με την επικράτηση των συμμοριών κυρίως σε υποβαθμισμένες περιοχές του Los Angeles (περιοχές inner-city όπως το Compton και το Νοτιοανατολικό LA), στη σχετική αργκό επικράτησε το Gangbanger, για να υποδηλώσει εξαιρετικά βίαιο άτομο ή μέλος μιας βίαιης συμμορίας.
Η βασική αντίθεση με την έννοια του Gangster, έγκειται στο ότι ο βασικός σκοπός των συμμοριών αυτών ήταν η επικράτηση επί των αντιπάλων με συχνή και αλόγιστη χρήση όπλων, πολλές φορές χωρίς οικονομικό κίνητρο.
Τουρίστες στο LA:
- Αυτοί στη γωνία είναι Gangster;
- Gangster; Σιγά μην είναι ο Al Capone και η παρέα του! Αυτοί φίλε είναι Crip Gangbangers και σταμάτα να τους χαζεύεις! (βλ. φωτό)
Στίχοι από το «I check my Bank» του Sir Mix-a-Lot:
But boom, look at all the niggaz runnin’ out the room,
Just another soldier causin’ doom,
No I don’t bang but I like to wound... my enemy
Got a better definition? Add it!
Το όπλο στην Αμερικάνικη slang και δη στη διάλεκτο των Gangsta. Συνήθως, εννοείται το πιστόλι που φέρει ο (πραγματικός ή μαϊμού) Gangsta.
Η λέξη προέρχεται από σύντμηση του πολυβόλου Gatling (βλ. φωτό), το οποίο σχεδιάστηκε από τον εφευρέτη και γιατρό (!), Richard Jordan Gatling το 1861.
Το χαρακτηριστικό του πολυβόλου είναι οι πολλαπλές, περιστρεφόμενες κάννες, οι οποίες επιτρέπουν στο όπλο να έχει μεγάλη καταστρεπτική δύναμη.
Προφανώς αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η λέξη είναι «πιασάρικη» και χρησιμοποιείται από τους (έτσι κι αλλιώς) επιδειξιομανείς και «μάγκες» Gangbangers.
Φυσικά, η λέξη χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους «σκληρούς» rappers αλλά και τα Κινέζικα Ραπόνια.
Στίχοι από το “I check my Bank” του Sir Mix-a-Lot:
I’m peelin’ off domes with a baseball bat,
44 Magnum, choice of Gat,
Mercury tip fillin’ up my clip,
I can shoot him in the dome or I can get him in the hip.
(Σημ: Domes = κεφάλια)
Got a better definition? Add it!
Ελληνιστί, η διαδικασία του καφεδιάσματος, της καφεποσίας με στόχο την αύξηση του επιπέδου της καφεΐνης στο αίμα κατά το ξεκίνημα της ημέρας ή της καθημερινής εργασίας και με απώτερο στόχο το ντιτεκτάρισμα (αναγνώριση) των περιφερειακών μονάδων του οργανισμού μας, το κατάλληλο mind downloading και την ομαλή ένταξη στις απαιτήσεις της μέρας. Θεωρείται δε θεραπεία αφού συμβάλλει στην ενδυνάμωση του οργανισμού. Ο όρος εν συντομία μπορεί να λεχθεί απλά ως coffee therapy.
To Coffee therapy στις δημόσιες υπηρεσίες
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα, ειδικά στις δημόσιες υπηρεσίες η τελετουργία του καφεδιάσματος. Εκεί γίνεται συνάντηση των διαφόρων group υπαλλήλων με στόχο να καφεδιαστούν πριν ξεκινήσουν να δουλεύουν. Η συνάντηση γίνεται λίγο μετά την έναρξη του εργασιακού ωραρίου αλλά βεβαίως βεβαίως πριν την έναρξη του ενεργού εργασιακού χρόνου.
Μετά γίνεται η κάθοδος των καφεπότων προς την περιοχή των αυτομάτων πωλητών καφέ. Η κάθοδος γίνεται με αργό εντόνως παρακμιακό δημοσιοϋπαλληλικό βήμα. Τα μάτια τους είναι ημίκλειστα και μια διάθεση βαρεμάρας πλανάται τριγύρω ώσπου ξεκινά το δελτίο ειδήσεων, όπου γίνεται συζήτηση κάποιων «ενδιαφερόντων θεμάτων» που διεξήχθησαν την προηγούμενη κλπ. Έτσι η παρέα σιγά σιγά χωρίς να το πολυκαταλάβει, φθάνει στην περιοχή των μηχανημάτων όπου εκεί συναντά και άλλους συναθροισμένους συναδέλφους, όπου το δελτίο ειδήσεων φεύγει από τη σφαίρα του μικρόκοσμου του μικρού group και αγκαλιάζει πλατύτερες μάζες.
Και ο μπαγάσας ο χρόνος τσουλάει ανελέητα...
Μετά κρατώντας το τροπαιούχο κύπελλο και πάντα με βαρεμάρα και με το γνωστό αργό βήμα, και παρόλο που έχουν πάρει κάποιες πρώτες τζούρες καφέ, και τα βλέφαρα έχουν αρχίσει να ανοίγουν, τα παιδιά πάνε για να αράξουν προς τις θέσεις εργασίας τους.
Αργότερα επαναλαμβάνουν το cofee therapy procedure με στόχο τώρα, να θεραπευθούν από την ανία και την πλήξη που αισθάνονται για την αναδουλειά που τους δέρνει αναζητώντας νέα κανάλια έκφρασης, προχωρώντας, πίνοντας και συζητώντας.
Στη διάρκεια της μέρας βέβαια ακολουθούν και άλλα καφεδιάσματα.
Το πρώτο πάντως καφέδιασμα χαρακτηρίζεται και ως initial(αρχικό), όπου γίνεται προσπάθεια για ενεργοποίηση των εγερτήριων μηχανισμών.
Σημείωση: Το πρώτο καφέδιασμα στις υπηρεσίες αυτές δεν είναι απαραίτητο να γίνεται πρωί, αφού σε πολλές υπηρεσίες υπάρχουν βάρδιες.
Η στάση απέναντι στο coffee therapy
Το coffee therapy για τους καφεπότες θεωρείται μια αγαπημένη συνήθεια, μια απόλαυση, απολύτως ενταγμένη στον τρόπο ζωής.
Για τους αντικαφεπότες που πολλοί εξ αυτών είναι πρώην καφεπότες και πρώην καπνιστές που κάποτε έφαγαν τη φλασιά λόγω κάποιων προβλημάτων υγείας να τα κόψουν και τα δύο, το coffee “therapy” είναι μια εξάρτηση. Ωστόσο πολλοί εξ αυτών το έχουν αντικαταστήσει με άλλου είδους εξαρτήσεις, που δεν τις βλέπουν.
Γενικότερη χρήση του όρου
Γενικότερα ο όρος απαντάται και σε άλλες περιστάσεις επικοινωνίας, όπου εκεί ο καφές παίζει υποστηρικτικό λόγο ή πρόφαση για την υλοποίηση της συγκεκριμένης περίστασης (π.χ: ψήσιμο σχέσης).
Πολλές φορές, σε τέτοιου είδους περιπτώσεις μπορεί να μην υπάρχει καν καφές στο τραπέζι, π.χ: λέμε να πάμε για coffee therapy με στόχο να μπιριμπιριδιάσουμε με φιλαράκια, και όταν έρθει η ώρα της παραγγελίας να πάρουμε άλλα πράγματα, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να μη χρειαζόμαστε την αύξηση του επιπέδου της καφεΐνης. Αυτό μπορεί να συμβεί πιο συχνά τις βραδινές ώρες. Ωστόσο λέμε πως πάμε για cofee therapy γιατί έχει επικρατήσει από παλαιόθεν, που τα προϊόντα του καφενείου ήταν πιο καφεκεντρικά, να λέμε πως πάμε για καφέ, όταν θέλουμε να βρεθούμε με γνωστούς και φίλους σε καφετέρια. Με το διάβα του χρόνου, το ρεπερτόριο των προϊόντων στις καφετέριες διευρύνθηκε, ωστόσο η λογική για πρόσκληση για καφέ παρέμεινε.
Πρωί πρωί στην εργασία σε συγκεκριμένο εργασιακό χώρο σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Ο τελευταίος από τους εργαζομένους του χώρου έχει έρθει πριν είκοσι λεπτά.
Κάποιοι έχουν αρχίσει να σερφάρουν στο slang, άλλοι κοιτάνε τον καιρό στο meteo και κάποιοι επιλέγουν να διαβάσουν κάποια ξεκαρδιστικά ανέκδοτα που έχουν σκάσει στο mail τους (τα ανέκδοτα σκάσανε στο mail κάποιου απ' την ομάδα και αυτός τα προώθησε στους υπόλοιπους).
Οπότε σκάει σα σίφουνας ο οργανωτής της ομάδας.
- Ρε μαλάκες. Χαλάτε την πιάτσα. Το ξέρετε; Έχουμε τόση ώρα εδώ και αντί να πάμε για cofee therapy, καθόσαστε και δουλεύετε. Ε...σκλαβάκια !
- Μισό λεπτό ρε φίλε να τελειώσουμε με τα ανέκδοτα και φύγαμε.
Got a better definition? Add it!
Αμερικανική έκφραση, ιδιαίτερα δημοφιλής στους κύκλους των φοιτητών, οι οποίοι φημίζονται για τα ιδιαίτερα «άγρια» πάρτυ τους στα διάφορα κολλέγεια και αδελφότητες.
Η φράση περιγράφει εν συντομία την επίδραση της γενναίας κατανάλωσης μπύρας (αν μπορεί να χαρακτηρισθεί μπύρα ο Αμερικάνικος νερουλιασμένος ζύθος), στην υφή του προϊόντος κενώσεων της επόμενης ημέρας.
Κοινώς, η μορφή των σκατών του υπερ-καταναλωτή μπύρας η οποία μοιάζει με λάσπη. Το πρώτο συνθετικό αναφέρεται στην μπύρα Budweiser (ουδεμία σχέση με το ομώνυμο και σαφώς ανώτερο Τσέχικο προϊόν), η οποία είναι γνωστή ως Bud.
Προφανώς, το πρακτικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο με οποιονδήποτε ζύθο, πλην όμως η έκφρασις θα έχανε το ομοικατάληκτον και την κωμική της ιδιότητα εάν φερ' ειπείν κυκλοφορούσε ως «Heineken Mud».
Χωρίς να θέλει να προδικάσει, ο καταχωριστής είναι σχεδόν βέβαιος ότι οι άρρενες που διαβάζουν το παρόν, χαμογελούν ενθυμούμενοι ηρωϊκές ημέρες Bud Mud στη ζωή τους...
- Τι έγινε ρε Μήτσο; Κομμένο σε βλέπω...
- Άσ 'τα, χθες είχε beach party και κατέβασα καμιά 20αρια λίτρα μπύρα.
- Τι λες ρε συ! και δε σε τρέχανε στα επείγοντα;
- Όχι, αλλά σήμερα όλη μέρα είχα ενσωματωθεί στη λεκάνη... Το απόλυτο Bud Mud σου λέω...
Βλ. και μπεκροχέσα.
Got a better definition? Add it!