Άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος.

Εκ του αρχαίου κνώδαλον (άγριο πλάσμα, κτήνος].

  1. - Άντε να μου χαθείς ρε κνώδαλο. Ούτε μια σωστή δουλειά δεν μπορείς να κάνεις ντιπ άχρηστος είσαι!

  2. Ο Π. Ζερβός αποκαλεί κνώδαλο τον Ν. Ηλιόπουλο στην ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Στο έργο επίσης εξαπολύονται τα εξής κοσμητικά επίθετα:

  • Όρνιο
  • Ρεντίκολο της κοινωνίας
  • Κνώδαλο
  • Μούλωξες ρε κοπρόσκυλο
  • Αίσχος του Κουτσόπυργου
  • Ρεζίλ μπασή
  • Ανάπηρο κορμί
  • Άχρηστο τομάρι
  • Τρεμουλιασμένο ψωρόγιδο
  • Ψοφίμι
  • Ψοφάλογο
  • Ζοντόβολο
  • Καρνάβαλε
  • Αρχιρεζίλι του Κουτσόπυργου και αίσχος των Κοντογιώργηδων
  • Τρεμολέων
  • Αίσχος της φαμίλιας μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιαρά στην Κρήτη είναι τα ανωφελή ζωύφια, το ζούδια, κατεξοχήν τα έντομα, αλλά και γενικά τα μικρά ζώα μέχρι το μέγεθος και της νυφίτσας (κρητικές ονομασίες για τα συναφή ζώα: ζουρίδα, καλογιαννού) στις πιο διασταλτικές χρήσεις του όρου (ο άρκαλος λ.χ. είναι υπερβολικά μεγάλος για μιαρό, ο σκαντζόχοιρος -ή κατσόχοιρος- όμως όχι). Εξαιρούνται σαλιγκάρια, πουλιά, οι μέλισσες, οι πεταλούδες, περιλαμβάνονται τα μικρά φίδια, οι σαύρες και τα αμφίβια (αν συνεχίσω την κατηγοριοποίηση θα θυμίσει μάλλον το Celestial Emporium of Benevolent Knowledge).

Ειδική περίπτωση το σαμιαμίδι ή σαμάμιθας, το οποίο αν και μιαρό (όπως αναφέρει και ο Χότζας) είναι επωφελές σε παραλίμνιες, παραποτάμιες και ελώδεις περιοχές (ως πιτσιρικάς σε επίσκεψη σε χωριό κοντά στη λίμνη του Κουρνά είχα εντυπωσιαστεί από την άνεση με την οποία οι ντόπιοι αντιμετώπιζαν τη σαμαμιθοπαρέλαση στο ταβάνι του σπιτιού).

Μεταφορικώς μιαρό είναι το προπετές νιάνιαρο, το μαλακιστήρι, το σκατό, το βλαμμένο παιδάκι...

Σπανίως ο μπασμένος ενήλικας, η μισοριξιά, η γρουσουζά ή μαγαρισά όπως λένε στην Κρήτη - όπου και πάλι το μικρό μέγεθος αποδίδεται μέσα από την έννοια της βρωμιάς, της μιαρότητας, της ύπαρξης που δεν υφίσταται παρά μόνο ως σπίλος προς κάτι άλλο πολύ μεγαλύτερο, που μπορεί να είναι και η οικουμένη όλη, για την οποία ο μπασμένος πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι ανώφελος, σε αντίθεση με το υψηλο- και μεγαλόσωμο άνθρωπο, για τον οποίο ο όγκος του και μόνο τον καθιστά χρηστό, μέχρι αποδείξεως τουναντίου («κρίμα στο μπόι σου» και λοιπά).

Από το αρχαίο «μιαρός»: ο σωματικά, θρησκευτικά, ηθικά μολυσμένος, βδελυρός, ακάθαρτος, απόβλητος, άσχημος.

  1. - Να' θώ κι εγώ, να' θώ κι εγώ;...
    - Ίντα φωνιάζεις μωρέ τροζό, γαμώ τον Τίμιό σου γαμώ... ανε μας ακούσεις ο θείος θα μας-ε κλείσει μέσα... - Εγώ θα το πω....
    - Μιαρό, αν-ε μ-πεις πράμα στο λόγο μου θα σε μισερώσω....

  2. - Ίντα μιαρό 'ναι μωρέ κείνος ο Χριστόφορος.... είμαι άτιμος α-δεν είναι η θυγατερα μου βαρύτερη...
    - Καλό κοπέλι και μερακλής μα δεν του βοηθά καθόλου το μπόι ντου του κακομοίρη...
    - Αυτός πρέπει να χει μεγάλο κόμπλεξι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα περιφρονητικός χαρακτηρισμός ανθρώπων χαμηλού αναστήματος, συνέπεια ημιτελούς εκσπερμάτισης. Υπάρχει και η πιο χυδαία παραλλαγή, μισοχυσιά.

- Ο Τάπερμαν εθεάθη να πίνει εσπρεσούμπα στο Da Capo!
- Ρε την μισοριξιά, τον τάπερμαν!

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά μειωτικός και περιφρονητικός χαρακτηρισμός μικροκαμωμένων ατόμων.

- Είδες υφάκι ο τυπάς; Ούτε η Γιάννα Αγγελοπούλου νά 'τανε...
- Παράτας μας και συ ρε μαλάκα! Με τη μισοχυσιά θα ασχολούμαστε τώρα...

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα, μισοριξιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

και μουνόψειρας.

Κατ' επέκταση των δύο άλλων ορισμών, είναι ο μιζερομίζερος, ο πρωκτικάντζας, ο διυλίζων τον κώνωπα, ο δούλος της ασημαντότητας και της τιποτένιας ανάγκης.

Είναι δηλαδή ο ασήμαντος (ορισμός β' oneiros) που, όσο μέγεθος -κυριολεκτικά και μεταφορικά- του λείπει (ορισμός α' oneiros), τόσο φορτικός γίνεται (ορισμός hank), επιμένοντας με μικροπρέπεια και μιζέρια για τις μικρότητες και τις μιζέριες του.

Να πούμε ότι δε ρήαλ θινγκ, η αληθινή δηλαδή μουνόψειρα, είναι κάτι λίαν υπαρκτό και υποτίθεται σχετικά εύκολο να το κολλήσεις, μπελαλίδικο να το διώξεις.

Διαβάζουμε στο νέτι: «Η μουνόψειρα μεταδίδεται κύρια με την σεξουαλική επαφή. Θεραπεύεται με ειδικά φάρμακα με κύριο χαρακτηριστικό την επανάληψη της θεραπείας μετά μια βδομάδα για την πιθανότητα υποτροπής. Τα αυγά αποκολλούνται με ξύδι, πετρέλαιο και ειδική κτένα. Εχει χρώμα σκούρο καφέ, σχήμα στρογγυλό και κολλάει με μεγάλη δύναμη πάνω στο δέρμα και στις τρίχες του εφηβαίου με ειδικά άγκιστρα που εχει στα πόδια της. Τα αυγά της είναι σκούρου χρώματος, γερά κολλημένα πάνω στις τρίχες. Η τρίχα του εφηβαίου μπορεί να προχωρήσει και σε άλλα σημεία του σώματος. Δημιουργεί σκούρες μπλε κυλίδες στην κοιλιά του παθόντος με το σάλιο που εκκρίνει και παρουσιάζει έντονο κνησμό.»

  1. ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ-ΜΟΥΝΟΨΕΙΡΑ ΚΑΤΣΙΚΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΑΙΔΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

  2. Ο μουνόψειρας
    Στίχοι: Σπύρος Γραμμένος
    Μουσική: Σπύρος Γραμμένος
    Πρώτη εκτέλεση: Μάγια Μελάγια
    δες εδώ

αμφοτέρατα από το δίχτυ

(από joe909, 08/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για ανθρώπους είτε πολύ αντιπαθείς άρα όμοιους με τις κενώσεις μιας μύγας, είτε για πολύ μικροκαμωμένους που θυμίζουν πάλι τις κενώσεις μιας μύγας, ως προς το μέγεθος αυτή τη φορά.

(Για γνωστή καθηγήτρια αγγλικών στα Νότια Προάστια - 1,20 με χέρια σε ανάταση & αντιπαθέστατη-)
«Δεν μπορώ να σου πω τώρα, mygokourado is watching us...!»

(από Vrastaman, 09/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και ευρύτερα από τον έτερο ορισμό που θίγει την εμφάνιση μύγα.

Το λέμε ως βρισιά για άνθρωπο που είναι τιποτένιος, ανάξιος λόγου, ουτιδανός, όπως και τα μυγοκούραδο, μυγόχεσμα και το μυγόφτυσμα, από το οποίο είναι μάλλον «σωστότερος» και συνηθέστερος τύπος.

Επίσης, θίγει και εμφανισιακά χαρακτηριστικά. Λ.χ. μικρόσωμο ή νεαρό άτομο. Η κοπέλα που είναι μικροκαμωμένη και ωσεκτουτού δεν προκαλεί εμπιστοσύνη ότι θα είναι σεξουάλα στο κρεβάτι (ενίοτε όμως εκπλήσσει). Ή γυναίκα μοντελέ ανορεξικιά.

  1. Κανει και γουαιλντ σεξ το κινεζικο μυγοφτυμα. Σε λιγο θα μας πεσει ο τοιχος-γυψοσανιδα στο κεφαλι. (εδώ).

  2. Ενιωσα αηδια και αποστροφη οταν ειδα την Γκαγκα να χρησημοποιει το πιανο του τεραστιου John Lennon ή οταν αυτο το μυγοφτυμα ο Bieber ειπε οτι δε θα δεχοταν να συνεργαστει με καλλιτεχνες οπως π.χ. η Mariah Carey (σαφως πιο καταξιωμενη και επι πολλα χρονια επιτυχημενη τραγουδιστρια). (εδώ).

  3. για αυτο ειχα κανει το ερωτημα. πως μια πραγματικα ωραια γυναικα οπως η καρυδη λογω μη στυλ δεν βγαζει την σεξουαλικοτητα που θα επρεπε σε σχεση με την ομορφια της και την βγαζει το μυγοφτυμα η ηλιακη. (εδώ).

Μυδασίστ: Βράσταμαν. (από Khan, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παντελώς ασήμαντος και τιποτένιος άνθρωπος, αυτός που είναι ακόμη πιο ουτιδανός κι από ένα μυγοκούραδο ή ένα μυγόχεσμα.

  1. Τα μυγοφτύσματα ΔΕΝ είναι σημεία στίξης. (από Facebook).

  2. Μαλακιασμενη, παλιοχαμουρα, μυγοφτυσμα, μπαζοθυελλα, κολομπαμπουρα! Που θα με πεις εμένα παιδαρέλι μωρή! (εδώ)

  3. εχουμε τοσες γυναικαρες στην ελλαδα και μοντελα και παρουσιαστριες είναι δυνατον να ασχολουμαστε με το μυγοφτυσμα (εδώ).

(από Vrastaman, 09/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς το μυγοκούραδο. Δηλαδή ο τιποτένιος, ο ουτιδανός άνθρωπος αξιολογικά, ή ο πολύ μικρόσωμος, ή ο αντιπαθητικός.

(Από το τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά: «Η υβρεοπομπή»):

Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΑΣΜΑ

Φοίβος Δεληβοριάς. «Η Υβρεοπομπή».

Ανήκω κι εγώ στη σωρεία των ανθρώπων
Που βλέπουν το στρατό σαν κάτι άχρηστο εντελώς
Μα ωστόσο διδάχτηκα και επηρεάστηκα
Απ΄ το τάγμα το ανέστιο των υβριστών. Λέω

Υπάρχει μία σκοτεινή κοιτίδα στο Έθνος
Που δύναται λεοντόκαρδα ν΄ αντιπαρατεθεί
Στους έξωθεν κίνδυνους
Σε Φράγκους κι Αγαρηνούς
Και αυτή είναι η Ελληνική υβρεοποιία.

Φαντάσου μια στιγμή μιαν ολονύχτια παρέλαση
Να σχίζει όλη την Εγνατία οδό
Και αντί για ονόματα
Διαιρέσεις σε σώματα
Να ΄ναι συντεταγμένη με αυτό τον τρόπο:

Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ' αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα

Ακόμα πιο μπροστά να είναι οι μαλακοκάβληδες
Οι φτωχομπινέδες κι οι πουτάνας γιοι
Με τύμπανα πιο κει οι ηρωικοί κλαπαρχίδηδες
Τα μαλακιστήρια κι οι κλασομπανιέρες.

Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα

Να υπάρχει ένα μεσαίο μέρος με ύβρεις κοινότοπες
Οι άντε και γαμήσου οι παλιοπούστη και λοιπά
Και αντί για ιερατείο να προπορεύονται οι βλάσφημοι
Που αυτά που λεν΄ δεν είναι για να τ΄ αναφέρω.
Τέλος μπροστά μπροστά κι εν είδει παραστάτη
Αγκαλιά η πουτάνα και το γαμώ τα παιδιά
Και μελαγχολικός κρατώντας τίμιο λάβαρο
Ν΄ ανοίγει την πομπή ο εθνικός μαλάκας.

Απόψε που σου γράφω μπαίνω στον μήνα τον ένατο
Στο θάλαμο το ημίφως μου σκεπάζει την ψυχή
Σε θέλω, σε σκέφτομαι κι απλώς ονειρεύομαι
Σε σένα να τελειώνει αυτός ο κάτω κόσμος.

Εγώ που δε βρίζω, που αυτοπεριορίζομαι
Που ψάχνω μες τη γλώσσα μιαν αρχαία πηγή
Δυο χρόνια απ' το χρόνο μου αφήνω τον κόσμο μου
Και ζω στο πίσω μέρος της δημιουργίας

Πληγές, βωμολοχίες κι αλλήλοταπεινώσεις
Κάτω απ΄ τη μπότα ενός επινοημένου διοικητή
Κι εγώ ο αόρατος στη βάση του δόρατος
να κλαίω και να γελάω με την πομπή της ύβρης.

Υβρεοπομπή Φοίβου Δεληβοριά (από Hank, 13/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντος, ευτελής, ανάξιος λόγου ή προσοχής.

Το μικρό μέγεθος και η σχετικά χαμηλή τιμή των οσπρίων, παρά την σημαντική διατροφική τους αξία, τους προσέδωσαν αυτή την δευτερεύουσα απαξιωτική εννοιολογική σημασία.

- Ασταδιάλα ρε. Όσπριο !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified