Further tags

  1. Το κάρφωμα ή ξεκώλιασμα ωραίου και νεαρού μουνέτου, συνήθως ενός φιλέ μινιόν, καθ' όλα λεπτεπίλεπτου πιπινιού.

  2. Επίσης η ακατανόμαστη πράξη αυτή καθεαυτή. Ακόμα και το αντικείμενο του πόθου.

  1. Πω-πω για σουβλάκι που είναι αυτό το πιπίνι...

  2. Πέρασε ένα σουβλάκι πριν από λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το άτομο εκείνο, (αρσενικού γένους συνήθως) το οποίο αρέσκεται στο να παρακολουθεί από πολύ κοντινή απόσταση αγώνες τάβλι. Η παρουσία του είναι κυρίως πίσω από έναν από τους δύο παίκτες με αποτέλεσμα να πέφτει σκιά στο παιχνίδι, όπως ρίχνει σκιά και το ομώνυμο δέντρο. Η παρουσία τέτοιων ατόμων δεν περιορίζεται μόνο σε παραδοσιακά καφενεία αλλά πλατάνια συναντούμε και σε μοντέρνες καφετέριες, όπου τα πλατάνια γίνονται και προπονητές.

Ρε πλατάνι φύγε από πάνω μου δεν μπορώ να σταυρώσω παιχνίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/η που έχει πρήξει τους μύες του/της από την υπερβολική άσκηση στο γυμναστήριο. Συνήθως χρησιμοποιείται για άτομα που κυρίως βρίσκονται στους πάγκους με βάρη. Σύνθετη λέξη από τα πρήξιμο + -iser(en/fr) στην ελληνοποιημένη μορφή του, το οποίο αποτελεί αντιδάνειο του αρχαιοελληνικού -ίζειν επίθημα το οποίο χαρακτηρίζει δράση. Εναλλακτικά εμφανίζεται ως πρησκαλάιζερ για λόγους ευηχίας.

-Ακόμα διάδρομο κάνεις ρε;
-Γάμησε με τι να κάνω; Δε βλέπεις τον πρησκαλάιζερ εκεί πέρα, έχει παντρευτεί τον πάγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός(μερικές φορές και ρήμα: σμιγγολιάζω, ή και μόνο του σαν πράξη) που αποδίδεται σε κάποιον/α όταν κλείνεται σπίτι του, αποφεύγει κοινωνική αλληλεπίδραση και τον κάνει να νιώθει άβολα, δεν πλένεται , δεν φροντίζει τον εαυτό του και χαλάει το χρόνο του στο βρώμικο του σπίτι χώρις να κάνει τίποτα παραγωγικό.

Ρε μαλάκα ο Γιάννης έχει γίνει σμίγγολας πάλι κάθεται σπίτι παίζει παιχνίδια και τρώει πίτες δύο βδομάδες συνεχόμενα.

Καλά η Ελένη έκανε τρελό σμίγγολ πέρασε απο δίπλα μου τις προάλλες και δε με χαιρέτησε.

Ρε μαλάκα σμίγγολ κάνε ένα μπάνιο να πάμε για μια μπύρα με γαμιέσε.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάποιος κάποιος τρελένεται, ταράζεται, εκλπήσσεται , η πιο ακριβής περιγραφή για τη λέξη Μάντι είναι "σκάει επιληψία".

Μαλάκα δε φαντάζεσαι τι έγινε χθές τρελό μάντι μαλώσανε οι γείτονες και βριζόντουσαν στο δρόμο.

Δεν αντέχω να διαβάσω άλλο έχω σκάσει μάντι θα τα παρατήσω.

Καλά ο Νίκος είναι full μάντις άμα του πεις τίποτα σηκώνεται και φεύγει.

Got a better definition? Add it!

Published

Περιγράφει κάτι το ανίκητο/πολύ ποιοτικό. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρήσει ένα πρόσωπο,ενα μουσικό κομμάτι,έναν τρόπο εκτέλεσης κάποιας ενέργειας,η ένα champion στο League Οf Legends.

Lady Gaga ακούς ρε τελειωμένε; Ναι ρε,που να χάσει η gaga.

Ο Γιάννης που γνωρίσαμε χθες τρομερός λεβέντης ε; Πού να χάσει ο Γιάννης φιλε,έχεις πολλά να δεις ακόμα.

Τrynda mid που να χάσει.

Χθές πήγαμε τζαμπέ στο πάρτι με το ταξί, δεν δώσαμε φράγκο στον ταξιτζή. Ωραίοι ρε,που να χάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις -ιά μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει τον κατώτερο, από διάφορες απόψεις, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική κ.ά., τη μπασκλασαρία, τον/την τελευταία. Στον προφορικό λόγο, δέον να προφερθεί με αριστοκρατίζοντα επιτονισμό καταφρόνησης επιβοηθούμενο από τις κατάλληλες γκριμάτσες αηδίας του προσώπου για την ξευτίλα της κατωτεριάς.

  1. ΚΑΤΩΤΕΡΙΑ Πασοκε Εσυ αμφισβήτησες, ΕΣΥ θα μας πεις πρώτος. (Από βρις-οφ εδώ).
  2. Πω πω! Σαν δε ντρέπομαι, η κατωτεριά, να έχω διαβάσει τα έργα των Διαφωτιστών από μεταφράσεις! Να τσακιζόμουν να μάθαινα Γαλλικά, αντί να αλητεύω στα Λονδίνα! (Με ειρωνική αυτοκριτική διάθεση εδώ).
  3. Ολα αυτά η αγράμματη Ελληνική κατωτεριά τα ερμήνευσε με το κουτσοβλάχικο μυαλό της! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που με την δράση του νομιμοποιεί, βγάζει καθαρούς, ξεπλένει λαμογιές και λαμόγια που επιθυμούν μια έξωθεν καλή μαρτυρία, ένα ξεκάρφωμα βρε αδερφέ.
Με απλά λόγια, αυτός που κάνει ξέπλυμα βρώμικου λήμματος.

  1. Γιατι αν κατι ειναι χειροτερο στον κοσμο τουτο απο τον ολοκληρωτισμο, ειναι το να σαι ξεπλενης αυτου ... ΕΔΩ

  2. -μαλάκα θυμάμαι σε μια εκπομπή είχε εκπροσώπους από όλη την ακροδεξιά. ΝΔ, ΑΝΕΛ, ΛΑΟΣ και ΧΑ.
    -ξεπλένης των φασιστών είναι ρε, όπως όλοι αυτοί ... ΕΔΩ

  3. Βίζες θα μπορούν να αγοράζουν αλλοδαποί εκατομμυριούχοι στη Βρετανία αν δεσμευτούν να επενδύσουν. Λέγεται και κάλεσμα στην ξεπλένης United. ΕΔΩ

  4. Αυτη η χωρα δεν θα σωθεί ποτέ όσο υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν σοβαρά πως ενας ξεπλένης σκοπευει να τους χαρισει 600 δις ΕΔΩ

  5. ΑΓΓΕΛΙΑ ΓΑΜΟΥ ...
    Δημόσιος Υπάλληλος σε ξωτικιά χώρα, με ειδικότητα «φακελλάκιας-γρηγορόσημος» και με εταιρία «μαϊμού-μπαμπουϊνο» στο όνομα της τρίτης αξαδέρφης του, που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες στην ίδια του την περεσία (φυσικά με την έγκριση και την υπογραφή του ιδίου), κονομημένος, με πολλά ακίνητα στην οφσόρ «Ο Ξεπλένης» και πάμπολλα γκαφρά στην «Μασουρι-Μπανκ» στα νησα «Καϋμενα Αϊλαντς», ζητάει σοβαρή σκέση, με ζουζουνοκατάσταση και γουτσου-γουτσου, με σκοπό το γάμο. Η υποψήφια πρέπει να ναι νοικοκυρά και πομονετικιά, να περιμένει μαζί με τον καλό της, το «μπαμ», που θα σοπεδώσει τη ξωτικιά χώρα και μετά ο νοών-νοείτω με τοση περγιουσία στα ξωτερικά και στις οφσόρες, τα φέραμε μέσα και μαζέψαμε όλο το κεχρί.
    Πληροφορίαι: Κον Παμεινώντα, κατά τας εργασίμους ημέρας του δημοσιοπαλληλικού ωραρίου. ΕΔΩ

  6. Ὑπάρχει πιό …«ξεπλένης» ἀπό τόν «ποτάμη»; Πιὸ ξεπλένης-τσιράκι τῶν τραπεζῶν, γίνεσαι ἀρχηγὸς κόμματος, ποὺ τὰ χώνει μεγαλοεργολάβος. ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified