Further tags

Το αποτριχωμένο - ξυρισμένο αιδοίο, το αιδοίο δηλαδή που δεν έχει τρίχες. Έτσι λέγεται επίσης και η αποτρίχωση του αιδοίου δηλαδή το "full brazilian".

Της κατεβάζω το στριγκάκι και βλέπω το υπέροχο μαδομούνι της.

. -Που είναι η Ελένη;

-Πήγε στην αισθητικό για μαδομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Το κάπνισμα χασίς ή μαριχουάνας. Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το ίδιο το αντικείμενο, δηλαδή το τσιγάρο ή την ενεργό ουσία.

-Έλα τι λέει, να ρθω για πιώμα;

-Άμα θες πιώμα, φέρε το πιώμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δυνατός, ο ισχυρός στην αρχαία ελληνική. Στον μοδέρνο κόσμο, χρησιμοποιείται εις την σλανγκικήν καταχρηστικά, ως επίθετο ή και ως επιφώνημα, σε τετριμμένες περιπτώσεις, όπου αναδίδει μια ντελικάτη εσάνς γαλλο-φερμένης αργκό, μαζί με το αυστηρό του κλασικού χαρακτήρα.


1.
-Ψιτ, τσέκαρε...
-Κραταιό (πατούρι)!
2.
-Ρε δε θα 'ρθει ο Σάββας το βράδυ για ταινία, βγήκε ραντεβού.
-Μαλάκα σπάει ο κραταιός κύκλος των αγάμητων;

Got a better definition? Add it!

Published

Τρώω με λαιμαργία, καταβροχθίζω.

-Τι έφαγες;

-Γουρδούπωσα μια μακαρονάδα με κιμά.

Got a better definition? Add it!

Published

Διάρροια. αλλιώς και με πάει σερπαντίνα

Με πήγε πριονοκορδελα

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός(μερικές φορές και ρήμα: σμιγγολιάζω, ή και μόνο του σαν πράξη) που αποδίδεται σε κάποιον/α όταν κλείνεται σπίτι του, αποφεύγει κοινωνική αλληλεπίδραση και τον κάνει να νιώθει άβολα, δεν πλένεται , δεν φροντίζει τον εαυτό του και χαλάει το χρόνο του στο βρώμικο του σπίτι χώρις να κάνει τίποτα παραγωγικό.

Ρε μαλάκα ο Γιάννης έχει γίνει σμίγγολας πάλι κάθεται σπίτι παίζει παιχνίδια και τρώει πίτες δύο βδομάδες συνεχόμενα.

Καλά η Ελένη έκανε τρελό σμίγγολ πέρασε απο δίπλα μου τις προάλλες και δε με χαιρέτησε.

Ρε μαλάκα σμίγγολ κάνε ένα μπάνιο να πάμε για μια μπύρα με γαμιέσε.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κάποιος κάποιος τρελένεται, ταράζεται, εκλπήσσεται , η πιο ακριβής περιγραφή για τη λέξη Μάντι είναι "σκάει επιληψία".

Μαλάκα δε φαντάζεσαι τι έγινε χθές τρελό μάντι μαλώσανε οι γείτονες και βριζόντουσαν στο δρόμο.

Δεν αντέχω να διαβάσω άλλο έχω σκάσει μάντι θα τα παρατήσω.

Καλά ο Νίκος είναι full μάντις άμα του πεις τίποτα σηκώνεται και φεύγει.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι πράξεις που κάνεις: ήχοι,φωνές,κινήσεις και γενικότερα όταν έχεις γίνει Γαλοπούλα

Καλά χθες που έχασε ο Ολυμπιακός ακουγόταν τα γλουγλού του Νίκου ως εδώ.

Καλά άστον αυτόν τώρα έχει νεύρα και κάνει τρελό γλουγλού.

Ναι ρε είμαι σίγουρος ότι δεν σε πειράζει(ειρωνία) ΓΛΟΥΓΛΟΥΓΛΟΥΓΛΟΥΓΛΟΥ (σαν να του λές έτσι κάνεις επειδή σε πειράζει)

Ρε ακούω γλουγλού τα ακούς και εσύ; Μήπως είναι καμία Γαλοπούλα κοντά;(για δείξεις σε κάποιον ότι κάνει σαν γαλοπούλα)

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν θέλουμε να πούμε : άρπα κόλλα , ότι νάναι , γενικότερα να δηλώσουμε ότι πλέον δεν μας νοιάζει κάτι και τα γράφουμε σταματάμε να νοιαζόμαστε για κάτι ή όταν θα κάνουμε κάτι χωρίς σοβαρό σκοπό.

Έχεις διαβάσει για αύριο; Ή θα πάμε Αρίμπας;

Καλά οι 300 στη Σπάρτη τι αρίμπας έκαναν που πήγαν να πολεμήσουν μόνοι τους ολόκληρο στρατό.

Ο Νίκος full αρίμπας έτρεχε γυμνός στην παραλία χθες το βράδυ κρατούσε δύο αγγούρια και τραγουδούσε τον ύμνο του ΠΑΣΟΚ.

Got a better definition? Add it!

Published