Επιθετικός προσδιορισμός μουσικής, ρούχων, χώρου και γενικότερα κάθε αντικειμένου που έχει φάνκυ, κίνκυ ή αισθησιακά χαρακτηριστικά, τέτοια ώστε θα μπορούσε να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα ενός κωλόμπαρου. Εναλλακτικά όμως μπορεί να προσδιορίζει όλα τα παραπάνω ως χαρακτηριστικά ενός κωλομπαρά, ενός δηλαδή πληθωρικού ομοφυλόφιλου.

-Τσέκαρες καινούργιο κομμάτι Σνουπ Ντογκ;
-Ναι ρε, τέρμα κωλομπαρίστικο μπιτάκι.

-Να σου πω, να βάλω τις κωλομπαρίστικες τιράντες με τις μπανάνες;
-Σοβαρέψου ρε Στέφανε σε κηδεία πάμε!
-Ναι αλλά θα 'ναι κι ο Νικολάκης εκεί πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά σημαίνει χέζω. Από την πούλη (=πρωκτός < bul =πίσω, πισινός στη ρομανί) και το πύργος. Εννοείται δηλαδή ότι με τον κώλο μου στρώνω έναν πύργο από σκατά. Μάλλον διατηρεί και τις μεταφορικές σημασίες του χέζω.

ΠΡΟΣ κον [...] κοινώς Πισωκέντη ή πισωγλέντη ή θηλυδρία, στα περί Ομοσπ., απ' ό,τι γνωρίζω, ο κουβάτσος άμα ακούει περί ομοσπ. βγάζει σπυράκια και αλλεργικά εξανθήματα. Μίλησε μαζί του και θα το διαπιστώσεις και εσύ ο ίδιος, αν τολμάς φυσικά, ευρίσκεται συνήθως σε γνωστό στέκι. Αλλά σε προειδοποιώ για το καλό σου να είσαι καλά προετοιμασμένος, γιατί έχει αγκάθια. Με λίγα λόγια, πουλοπυργώνει σουάντες, για τους πουλοβιδωμένους στην υπόγα της σέκτας Ομοσπονδίτσας, που άλλη δουλειά δεν έχουν και πλεγιάρουν– νταπ, ξεβράκωτοι (τους πήρε μάτι κάποια πονηροντόγκα απ έξω). Σεμνά και ταπεινά, διεμβολέας. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κωλομπαρέματος:

Πέον να σημειωθεί ότι ο πρώτος ορισμός είναι και ιστορικά ο πιο διαδεδομένος. Ο δεύτερος ορισμός που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής με την Ντόρα Μπακογιάννη (βλ. εδώ) πιθανώς να προέκυψε από σύγχυση των ιδιοτήτων του κολομπαρά και του κωλοτούμπα.

Α' Μεγάλη Κατηγορία

1.
Είναι μεγάλη μαλακία που είμαστε συντηρητικός λαός και δεν μπορείς να θίξεις ιερά και όσια, αλλιώς θα ήταν ωραίο να διασώζονταν ιστορίες με γαμίσια αντιστασιακά, εγώ πάλι φαντάζομαι στις εξορίες μετά τι κωλομπάρεμα θα έπεφτε, σύντροφε, κάνε την αυτοκριτική σου, σκύψε όταν σου μιλά ο γραμματέας, κι έτσι.
Αλλά αυτά δεν μπορείς να τα λες στην Ελλάδα.

2.
Όταν τη κάνω να σκύβει πάνω στη ράχη της καρέκλας της, με κατεβασμένη τη κιλότα, βογκώντας και δαγκώνοντας τα δάχτυλα, δε προσπαθεί να ξεφύγει για να γλιτώσει το κωλομπάρεμα που τόσο φοβάται και τόσο αδιάντροπα λαχταράει.

B' Μεγάλη Κατηγορία

3.
Κάποιοι συριζαίοι που έχουν αρχίσει να ενοχλούνται από την παρουσία τόσων πασόκων παραπονιούνται στους ανώτερους. Βέβαια, οι πασόκοι που είναι μανούλες στο παπατζιλίκι και στο κωλομπάρεμα τους παίρνουν αγκαλιά με τον γνωστό πασοκικό τρόπο και τους μιλάνε φιλικά, σε ρόλο καλού μπάτσου, και τους εξηγούν ότι τώρα είναι μαζί τους και πρέπει να τους εμπιστευτούν γιατί όλοι μαζί θα διώξουν την δεξιά και το μνημόνιο. Το περίεργο είναι ότι τους πείθουν.

4.
Ούτως ή άλλως, η ρητορική της 17Ν υπήρξε ελαφρώς κωλομπάρεμα: κι αριστερά κι αντιτουρκικά! Και εθνικιστικά και διεθνιστικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια ναρκοσλανγκιά: κρύβω στον πρωκτό στο λούκι σταφ (κυρίως ζαπρέ ή χάπια) για μεταφορά στην ψειρού.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι με άδειο στομάχι η καλά εκπαιδευμένη σούφρα έχει χωρητικότητα έως και 250 τζι. Ο εντοπισμός του λουκαρίσματος γίνεται μόνο μέσω ακτινογραφίας η κωλοδάχτυλου. Θέλει ιδιάιρετη προσοχή γιατί το σπάσιμο του υπόθετου μπορεί να επιφέρει και το μοιράιο.

1. Ενας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους μεταφοράς ναρκωτικών από αδειούχο είναι το «λουκάρισμα», δηλαδή τα... υπόθετα με σακουλάκια γεμάτα ναρκωτικά και καλυμμένα με κερί..

2. ΟΛΟΙ οσοι γυρίζουν απο άδειες είτε ειναι «ΤΟΞΙΚΟΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ» είτε ΟΧΙ συνηθίζεται να «ΛΟΥΚΑΡΟΥΝ» ( φυλακίστικη εκφραση και παληά) Λουκάρω σημαίνει βάζω στο ΛΟΥΚΙ ή αλλιώς στον πισινό μου μιά ποσότητα ναρκωτικών η οποία οταν θα περάσει θα πάρει το μερτικό του σε χρήμα αυτός που την εμπασε δλδή αυτουνου που ο πισινός εκανε χρέη περαματάρη,αν δεν ειναι τοξικοεξαρτημένος.Αν ειναι θα πάρει το κατιτις του σε ειδος δλδή σε πρέζα.Αποεκει και μετά γινεται και η υπόλοιπη μοιρασιά.Οσοι βοηθησαν να μπει και οταν τελειώσουμε με αυτά αρχίζει το σπρώξιμο ή νταραβέρι.

3. Άντε λουκάρισε κανά σκουπόξυλο ρε λαχανά! Όσο εσύ είσαι φυλακισμένος άλλο τόσο εγώ είμαι ο Πάπας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούτη λέξη προέρχεται παρά του κλασσικού ανεκδότου (απαράδεκτον δια πράκτορας εάν δεν γιγνώσκεται παρά τα μέλη του σλανγκ.γρ) και υποδηλεί το ξαφνικό και επίπονο πρωκτικό σεξ ή μεταφορικώς την ξαφνική απειλή. Συνδυάζεται δε μετά της σχετικής χειρονομίας η οποία τελείται ως εξής: ο ομιλητής σφίξει γροθιά το αριστερό του χέρι και το κρούει με την δεξιά του παλάμη ίνα ακουσθεί ο γνωστός ήχος «πλατς!».

Α' Ανέκδοτο:

Δεγαμίων: Ω Ρουφοκώλων, πες μου, μετά της γυναικός σου πράττεται όλες τας στάσεις;
Ρουφοκώλων: Βέβαια!
Δεγαμίων: Ακομα και την «κεμπάπ»;
Ρουφοκώλων: Όχι, πως πράτεται ούτη;
Δ.: Λες της γυναικός σου να γδυθεί και στηθεί εις τα τέσσερα, βαίνεις σιγά-σιγά από πίσω της ίνα μη σε αντιληφθεί, και μπάπ!

Β' Πραγματικότις

Καυλαγόρας: Ήλθον το αφεντικό μου ύστερον από τας εκλογάς και φόρτωσέ με πλείστη εργασίας άνευ λόγου και αιτίας! Φαίδων: Αντελήφθην... κεμπάπ!

Λογοπαίγνιο «και μπάαααπ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κάρφωμα ή ξεκώλιασμα ωραίου και νεαρού μουνέτου, συνήθως ενός φιλέ μινιόν, καθ' όλα λεπτεπίλεπτου πιπινιού.

  2. Επίσης η ακατανόμαστη πράξη αυτή καθεαυτή. Ακόμα και το αντικείμενο του πόθου.

  1. Πω-πω για σουβλάκι που είναι αυτό το πιπίνι...

  2. Πέρασε ένα σουβλάκι πριν από λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικασία τύπου κλύσμα, η οποία πραγματοποιείται πριν την παραφύσιν συνεύρεση, με σκοπό την απομάκρυνση τυχόν υπολειμμάτων κοπράνων και άλλων αδρανών υλικών από την υποδοχή (σούφρα). Ξεβιδώνουμε το τηλέφωνο του μπάνιου, εφαρμόζουμε το καλώδιο με το τρεχούμενο –χλιαρό κατά προτίμηση– νερό στην τρύπα, κι όλα παίρνουν μετά το δρόμο τους. Γνωστή στους gay κύκλους.

Ιωσήφ: Ρε συ Τζέφρυ, μου ανάβεις λίγο το θερμοσίφωνα;
Τζέφρυ: Οκ, αλλά κάνε γρήγορα και μη χαλάσεις όλο το νερό, γιατί κατά τις οχτώ θα έρθει από δω ο Πέτρος και πρέπει να κάνω μια γκαζόζα στα γρήγορα!!!

Υπονοούμενα... (από Hank, 20/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified