Κοροϊδευτικά το συγκρότημα Active Member, προφανώς λόγω του εύσωμου(;) τραγουδιστή τους.
Τι διάολο βρίσκεις σε αυτούς τους Active Burger δεν μπορώ να καταλάβω. Βάλε κανα Ζαμπέτα να γουστάρουμε!
Κοροϊδευτικά το συγκρότημα Active Member, προφανώς λόγω του εύσωμου(;) τραγουδιστή τους.
Τι διάολο βρίσκεις σε αυτούς τους Active Burger δεν μπορώ να καταλάβω. Βάλε κανα Ζαμπέτα να γουστάρουμε!
Got a better definition? Add it!
Εκτός από τo χαρακτηρισμό των γυναικείων βυζιών, το λέμε για έναν άνδρα όταν το στήθος του μεγαλώνει, συνήθως λόγω πάχους ή αγυμνασιάς, ή όταν σταματήσει τη γυμναστική μετά από μακροχρόνια λήψη κρεατίνης, αναβολικών κλπ και «κρεμάσει» στο στήθος.
- Ρε συ ο Νάσος μας το 'παιζε τρανός μποντιμπιλντεράς, αλλά τώρα που σταμάτησε τη γυμναστική έβγαλε βυζάκια! Προφανώς έπαιρνε αναβολικά.
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ χοντρός και αγύμναστος άνθρωπος, με κοιλιά σαν μπάλα.
- Να φωνάξω και τον Κώστα σήμερα που θα πάμε για μπάλα;
- Τι λες μωρέ, τέτοιος χοντρομπαλάς που είναι αυτός δεν μπορεί να κουνηθεί, θα παίξει και μπάλα;
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος
Got a better definition? Add it!
Το μπύριασμα, τα μπυρίτσουαλς, το χτίσιμο των κοιλιακών.
- Ανδρέα γιατί μυρίζει μπύρα η ανάσα σου;
- Να σου εξηγήσω μωράκι μου, πήγαμε με τον Παναγιώτη μετά τη δουλειά για μία παγωμένη.
- Ποια μία ρε μωρό μου; Εσύ μυρίζεις σαν την Αθηναϊκή Ζυθοποιία! Δε βλέπεις που έφτασε η μπυροκοιλιά;;;
- Άει παράτα μας κι εσύ. Φεύγω.
- Που πας τώρα;
- Συγχύστηκα και πάω να χτίσω κοιλιακούς...
Παρόμοιες λεξιπλασίες: εμπυρία, Μπιρλανδία, μπυρασφάλεια, μπυρίτσουαλς, μπυρουέτες, μπυρωίνη, όπου φτωχός κι η μπύρα του.
Got a better definition? Add it!
Το λίπος που μαζεύεται στην εξωτερική πλευρά των γυναικείων γοφών σε τριγωνικό σχήμα. Δεν έχει να κάνει με το αν η γκόμενα είναι χοντρή ή αδύνατη, υπάρχουν χοντρές χωρίς καθόλου ψωμάκια και πολύ αδύνατες που δεν βλέπονται. Συνήθως συνοδεύεται από πολλή κυτταρίτιδα. Η γυμναστική δεν βελτιώνει εκ των υστέρων την κατάσταση, ούτε το μασάζ ή οι κρέμες και τα συναφή, η μόνη λύση είναι η λιποαναρρόφηση, αν και πάλι, με την πάροδο των χρόνων, επανεμφανίζονται.
Λέγεται όμως και γενικά για «γεμάτη» γυναίκα στην περιφέρεια.
- Καλά, δε θα σε δούμε μια φορά στην παραλία; Κρύβεσαι; Μπάνια δεν κάνεις εσύ;
- Πού να βγω έξω ρε Στέλλα με αυτά τα ψωμάκια... Χάλια είμαι. Τουλάχιστον με τα ρούχα δεν φαίνονται τόσο.
- Α, όλα κι όλα. Η Βίβιαν μου αρέσει περισσότερο από τη Λίλιαν. Μπορεί να έχει τα ψωμάκια της αλλά είναι γαμώ τις γκόμενες...
- Ε είσαι εκτός, φίλε, τί να σου πω...
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός, το παχύδερμο. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του Μπίλια, που ενσάρκωνε σε ταινίες της δεκαετίας του '80 ο τότε υπέρβαρος Στήβ Ντούζος.
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός άνθρωπος, πολύ υποτιμητικά.
Έχουμε ξίγκι = λίπος. Επομένως μπορεί να χρησιμοποιηθεί μιλώντας για το τοπικό πάχος, συνήθως αυτό που προεξέχει των ρούχων και φανερώνεται.
Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό, μόνο όμως αναφερόμενο στο τοπικό λίπος, όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση.
- Πού πα ρε ξίγκι; Νόμιζες πως θα χωρέσεις κιόλας να περάσεις απο κει!
- Δεν το ξαναβάζω αυτό το παντελόνι! Με σφίγγει στην περιφέρεια και πετάγονται όλα τα ξίγκια έξω.
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πολλοί χοντροί, στην προσπάθειά τους να δικαιολογηθούν για το μεγάλο βάρος τους, λένε πως το βάρος τους δεν προέρχεται από μασαμπούκα, αλλά από απορρύθμιση των θυρεοειδών αδένων (υποθυρεοειδισμός).
Θα μπορούσε, ωστόσο, να είναι αλήθεια, αφού λέγεται πως σε τέτοια περίπτωση μπορεί να εξηγηθεί η αύξηση του βάρους. Μόνο που για να συμβεί αυτό πρέπει η τιμή της θυρεοειδικής ορμόνης TSH (Thyreoid stimulating hormone) να ανέβει σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Αυτή όμως η περίπτωση δεν απαντάται συχνά. Αυτοί τώρα, που καταλαβαίνουν πως αυτά που λέει ο άλλος για την απορρύθμιση του θυρεοειδούς είναι φούμαρα, μιλούν πως δεν πρόκειται για απορρύθμιση του θυρεοειδή αλλά του χοιροειδή αδένα κάνοντας σαφή υπαινιγμό πως η πραγματική αιτία της πάχυνσης οφείλεται στο γεγονός πως ο άλλος τρώει σα γουρούνι.
- Καλά είδες τη Μαιρούλα τι τόφαλος που έγινε; Η καημένη δεν ήταν έτσι παλιά. Μου 'πε ρε γαμώτο πως απορυθμίστηκε ο θυροειδής της.
- Παπαριές και μπουρμπούτσαλα σου είπε το κήτος. Δε μου λες σε παρακαλώ; Τα 3 σουβλάκια και τα 3 παγωτά που χτύπησε ανελέητα χθες βράδυ πριν τσακίσει ένα αρνί, στο σπίτι της Κατερίνας, συνταγή γιατρού ήταν; Δεν πρόκειται για θυρεοειδή... για χοιροειδή πρόκειται.
- Και εσύ που το ξέρεις αυτό;
- Βλέπεις, ήμουν και εγώ καλεσμένος.
Got a better definition? Add it!
Υπέρβαρο μπάζο που κάθεται στον κάθε πικραμένο (Εσκιμώο και μη) χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
- Πού να στα λέω, είχε φοβερή επιτυ..
- Ουστ ρε σαβουρογάμη, όλο με βολικές αρκούδες την βγάζεις!
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός άντρας.
Τι αβοκάντο είναι αυτό ο Τάσος αδελφάκι μου; Ανεβαίνει στη ζυγαριά και γράφει «Μην ανεβαίνετε όλοι μαζί».
Βλ. και liposan, αρκούδα, βους, μπλαμούτσα, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς, μπόγος, ντουρντούβαλο
Got a better definition? Add it!