Further tags

Παντζαρόσωστος: Δεν είναι αυτός που είναι σωστός περί το παντζάρι αλλά αυτός που σώθηκε από το παντζάρι. Δηλαδή ο παντζαροσωσμένος ή ο διά κοκκινογουλίου ή τεύτλου σεσωσμένος.

Σ.ς.: Τα τεύτλα σώζουν! Ρίχτε μια ματιά στα σχόλια της φραπελιάς να καταλάβετε.

- Είχα μια αιμορραγία που κόντεψα να πεθάνω. Αλλά η κυρα-Νίτσα να είναι καλά! Με δυο κιλά παντζάρια με συνέφερε!
- Σ' έσωσε θες να πεις!
- Μόνο; Μ' έκανε σωστό παντζαρόσωστο!

Σώζει ζωές (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ενδιάμεσο διάστημα από το ένα μεθύσι στο άλλο, στο οποίο τηρείται περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά μία κατάσταση ημινηφαλιότητας ή, σε πιο χάρντκορ καταστάσεις, ημιαποχής από αλκοόλ και λοιπά ξιδιάσματα. Όπως και με την περίπτωση των τροφίμων, το υποκείμενο εισάγεται σε μία ιδιότυπη κατάσταση ψύξης, έτσι ώστε να καεί ολόφρεσκο και με ηρωικό τρόπο όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή επιθυμητές.

Όταν λοιπόν το υποκείμενο βρίσκεται στη συντήρηση, τότε επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση επιλέγοντας ποτά που είναι χαμηλού βαθμού αλκοόλ (π.χ. μπύρες ή κρασιά) τα οποία καταναλώνει σε μικρές ποσότητες ημερησίως, έτσι ώστε, ωσάν άλλος Προμηθέας, να μπορέσει να επουλώσει για λίγο καιρό τα συκώτια του προκειμένου να μαζέψει δυνάμεις και όταν θεωρήσει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, να ξαναγίνει καραγκιόζης χωρίς άμεσο σωματικό κόστος (το θέμα της δημόσιας εικόνας και της υπόληψης του υποκειμένου εξ ορισμού δεν απασχολεί). Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται ένας μιθριδατισμός απέναντι στο αλκοόλ, έτσι ώστε κάποιος ή κάποια να μπορεί να επωφελείται από το μπουστάρισμα της κοινωνικότητας που επιφέρει η πόση αλκοολούχων, χωρίς να ξεφεύγει σε ακραίες καταστάσεις. Τα άμεσα πειραματικά δεδομένα επιβεβαιώνουν και τις δύο τάσεις. Αρκεί, βέβαια, να μπορεί κανείς να βαστήξει τις αντιστάσεις του, γιατί όπως λέει και το τραγούδι από λίγο-λίγο γίνεται πολύ.

Η συντήρηση ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο διάγει έναν ενάρετο και υπεύθυνο επιφανειακά βίο (δουλειά, οικογένεια και λοιπά μικροαστούλικα) τον οποίο θα δυσχέραινε το καθημερινό χανγκόβερ. Τέλος, η συντήρηση δεν αφορά τους περιστασιακούς πότες, αλλά τους συνειδητοποιημένους ξιδάκηδες.

Αφιερωμένο στον Χάρη Π., που μας την έκανε αλλά μούτρα δεν του κρατάμε. Requiescat in pace.

Απ' τη ζωή βγαλμένο:

- Έλα ρε, πού χάθηκες από προχτές; Ξέμεινες;
- Και αυτό. Αλλά κατά κύριο λόγο ξέμεινα από αξιοπρέπεια. Αφού ξεφτιλιστήκαμε ρε πάλι. Είπα να αράξω καμιά μέρα να ενυδατωθώ και βλέπουμε...
- Σιγά την ξεφτίλα ρε συ, εξάλλου το 'χουμε πει, η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή...
- Στου κουφού την γλάστρα κατούρα και φύγε, σου λέει τίποτα; Όχι τίποτε άλλο, μέσα σ' όλα αυτά ένα πέσιμο πήγα κι εγώ να κάνω και ρομπιάστηκα. Και μετά οι άλλες μας φταίνε που 'ναι ξενέρωτες.
- Καλά, ξεκόλλα τώρα. Εδώ εγώ πήγα να φάω ξύλο, τι να λέει τώρα; Λέμε με τους άλλους να αράξουμε κιόσκι το βραδάκι. Κατά τις δέκα...
- ... με τις σακουλίτσες μας;
- Έτσι λέει.
- Ωραία, αλλά εγώ θα τη βγάλω στη συντήρηση. Δίνω αύριο πρωί-πρωί, δεν είμαι για τρέλες. Πάω για το δέκα το καλό. - Φοιτηταράς δηλαδή. Καλά, πέρνα πιο μετά απ' το σπίτι να ξεκινήσουμε, μην πάμε στο ξενέρωτο. Κι εγώ χτες συντηρητικά την έβγαλα, μην μας βγει τ' όνομα.
- Σωστά, ήρωες και πάλι. Περνάω μετά. Τα μιλάμε.

(... και όπως ήταν αναμενόμενο ξεφτιλιστήκαμε. Το μάθημα πάντως περάστηκε.)

(από Mr. Cadmus, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κολλώδης αίσθηση και όψη στο ρουθούνι, συνεπεία εισπνοής κρυστάλλων κοκαΐνης.

Καθάρισε τη μύτη σου ρε παπάρα! Έχεις καραμελώσει και καρφώνεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published

Η πόση ποτού κατευθείαν εκ του μπουκαλιού. Λόγω έλλειψης ποτηριών ή λόγω άποψης. Θεσσαλονικιώτικο. Λέμε τώρα...

  1. - Θέλεις ποτηράκι με την μπύρα, μωρό;
    - Όχι μωρέ, τσιμπούκι!
    - Ξέρεις δεν έχω κλειτορίδα.
    - Α, καλά, πιάσε μια Amstel...

  2. - Πώς τα περάσατε χθες;
    - «εν σε λέω τίποτα! Τα περάσαμε πίπα, χτυπήσαμε και από 5 μπυρόνια τσιμπούκι δίπλα στο κύμα και γίναμε ντίρλα!
    - Γάμησες;
    - Kαλά, πιάσε μια Amstel...
    - τσιμπούκι, ε;

cheers mate! (από MXΣ, 21/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρέκλα είναι η αλογόμυγα που άμα σε τσιμπάει λυσσάς και παραπατάς από τον πόνο. Επίσης, ενδεχομένως για τον παραπάνω λόγο, στρέκλα είναι ο κουτσός και αυτός που χάνει την ισορροπία του.

Δίπλα είναι λίγο πιο κει από κει που έπρεπε να είσαι, ναι ναι, το γνωστό ακριβώς από δίπλα.

Στρέκλα-δίπλα είναι χαρακτηρισμός τ. τροπικό επίρρημα (λέμε τώρα) για τρόπο περπατήματος και κυρίως παραπατήματος. Η έκφραση στο μεγαλείο της είναι «περπατάω στρέκλα-δίπλα» που σημαίνει: (σ)τρεκλίζω, κλυδωνίζομαι, είμαι ασταθής, κάνω απέλπιδες προσπάθειες να διατηρήσω την ισορροπία μου, αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι ή και ίσα που στέκομαι στα πόδια μου, ένα στάδιο πριν καταρρεύσω.

Στρέκλα-δίπλα περπατούν οι κλασμένοι, τα πτώματα και οι λοιποί κομματιανοί παραπαίοντες.

Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι το λέει όλο το σύμπαν, αλλά μετά με γούγλε κατάλαβα ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό ιδιωματισμό, χαίρε ω χαίρε δοξασμένη Ηλjεία.

  1. Έκανα γενική στο σπίτι χτες, τι με έπιασε, μου βγήκε η Παναγία, το βράδυ ίσα που πρόλαβα να πάω μέχρι το κρεβάτι στρέκλα-δίπλα.

  2. Ε ρε πούστη μου, οι λαχανοντολμάδες βραδιάτικο... Μάτι δεν έκλεισα, όλο εφιάλτες, στο τέλος είδα κάτι πυρηνικά ολοκαυτώματα, απηύδησα σηκώθηκα στρέκλα-δίπλα από το κρεβάτι, με το κεφάλι μου ακόμα μπερδεμένο, να μουρμουρίζω ακατάληπτα, τρελάθηκε η άλλη.

  3. - Σε είχα έννοια χτες έτσι που σε είδα να πας στρέκλα-δίπλα μετά τα σφηνάκια, πώς θα φτάσεις σπίτι.
    - Πήρα λεωφορείο...
    - Α οκ, αφού είχε λεωφορείο εκείνη την ώρα.
    - ...και σκεφτόμουν μεγάλο πράμα η τεκίλα, μέχρι χτες δεν ήξερα να οδηγώ ούτε ποδήλατο και κουμαντάρησα ολόκληρο θηρίο.

Έτσι περίπου. (από Galadriel, 15/09/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ροχαλίζω δυνατά και έντονα (βγάζοντας έναν ήχο που θυμίζει όχημα που ζορίζεται σε απότομη ανηφόρα).

- Πάλι στον καναπέ την έπεσε η δικιά μου.
- Ε βέβαια, πώς να κοιμηθεί δίπλα σου άνθρωπος με τόση ανηφόρα που τραβάς;

Του ροχαλητού: βουλωμένο κιούγκι, έτοιμη η φασολάδα, τραβάω ανηφόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω μπάφο.

  1. Πλησιάζει ο τυπάς στο περίπτερο (σ.ς. : τότε ήταν μόδα τα αυτοκόλλητα Πόκεμον) και λέει στον περιπτερά:
    - Μάγκα, έχεις χαρτάκια;
    - Πόκεμον;
    - Τι Πόκεμον; Να πιούμε θέλουμε, να πιούμε...(ενώ ταυτοχρόνως χτυπούσε παραστατικότατα την ανάποδη του ενός χεριού στην παλάμη του άλλου)
    (σ.ς. περιστατικό που συνέβη περί το 2001-2002)

  2. - Που έχει χαθεί ο Γιάννης ρε;
    - Άστα! Έχει έρθει ένας ξάδερφος του από Πύργο και έχουν κλειστεί στο σπίτι και όλη μέρα την πίνουνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μορφή θα διαλύσουμε, δηλώνει κατάσταση απόλυτης μπυρο-ρακο-κατάστασης με φίλους, γκομενάκια, αλτέρνατιβ μουσικάκια για αλτέρνια μωρά, και κυρίως πιώμα μέχρι χεσίματος. Χρησιμοποιείται κυρίως με το μόριο θα, αλλά μετά από ρακές προφέρεται το α.

- Αλέκο, πάμε για ρακές με τον Τάδε, το Λάκη τον ρακοφονιά και κάτι κυριλογκόμενες.
- Θα διαλύσουμε...
Μέτα από δυο ώρες ρακοχαβαλέ κι ατελέσφορο καμάκι στα μωρά. - Αλέκο, α διαλύσουμε....

Βλ. και βαράω διάλυση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.

Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.

Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.

  1. Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ

  2. Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ

  3. Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακατάσχετος αυνανισμός συνοδεία κάνναβης.

Είναι τόσο λιώμα που έτσι και έχει καμιά μαστουρόκαυλα θα πάθει πέντε εγκεφαλικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified