Further tags

Προέρχεται από το γνωστό διαφημιστικό σποτ, όπου οι εργάτες της ουισκοβιομηχανίας παίζουν με τις τάπες περιμένοντας να ωριμάσει το ουίσκι.

O τύπος τζάκ ντάνιελ διακρίνεται για την απεριόριστη υπομονή του. Δεν αγχώνεται, ωστόσο αγχώνει αυτούς που δεν είναι σαν κι αυτόν. Τα γράφει όλα ... κανονικά. Ο χαρακτηριστικός τύπος του δημοσίου υπαλλήλου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι. Υπάρχουν διαβαθμίσεις τζάκ ντάνιελ αντίστοιχα με τους βαθμούς του γνωστού ουίσκι.

Καλά πώς την έχουν δει στις δημοσιες υπηρεσίες; Μέχρι να κουνήσουν το ένα πόδι βρωμάει το άλλο. Μιλάμε για πολύ τζακ ντάνιελ κατάσταση.

(από GATZMAN, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαφοκατάσταση στο ηλιοβασίλεμα.

- Μα πού χάθηκαν όλοι;
- Γίνεται ηλιοβασίλιωμα στο βραχάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αποβλακωμένος, άνθρωπος σε φυτική κατάσταση, που η ύπαρξή του είναι καθαρά διακοσμητική ή χρηστική μόνο για τους άλλους. Συχνά χρησιμοποιείται για εξαρτημένους που έχουν καταλήξει φυτά από την σκληρή χρήση.

- Φίλε, έχεις ένα κατοστάρικο;
- Έχουμε αλλάξει νόμισμα ρε κομοδίνο, δεν τό 'χεις πάρει χαμπάρι; Άιντε... Κοκό-ζαπρέ και άγιος ο Θεός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ζαμπόνιασα...

Ωχ, πρέζωσα τωρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αγανακτώ
  2. Μαστουρώνω (από το μπάφος)

Είχε τόσο καπνό εκεί μέσα... μπάφιασα κι έφυγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασική λέξη της νεοελληνικής αργκό με ποικίλες σημασίες:

1) Η δυσφορία που προκαλείται όταν κάποιος είναι έξω από τα νερά του, εξ ου και ξενέρωμα.
2) Η διάψευση των προσδοκιών μας για κάτι.
3) Η υποχώρηση των συμπτωμάτων της μέθης ή της μαστούρας.
4) Η υποχώρηση της σεξουαλικής επιθυμίας.

  1. Πω ρε φίλε, τι γερουσία ήταν αυτή στο πάρτι χθες; Ξενέρωσα εντελώς να πούμε!

  2. Άκουσα το καινούριο CD των Maiden και ξενέρωσα! Δεν το κλείνουν καλύτερα το μαγαζί οι πουρέιντζερς;

  3. - Η γκομενίτσα έχει λιώσει στα ξύδια. Προβλέπω εμετοχυσία...
    - Καλά, πάρτης το ποτό κι εγώ πάω να της φτιάξω έναν καφέ, μπας και ξενερώσει καθόλου...

  4. - Τι έγινε χθες, την φιστίκωσες την Δεσποινούλα;
    - Όχι ρε φίλε... Έβαλα να δούμε το «120 μέρες στα Σόδομα» του Παζολίνι και ξενερώσα εντελώς... Μετά από αυτό είχα σιχαθεί τη ζωή μου, όχι να θέλω και σεξ...
    - Ρε τρόμπα, σε τέτοιες περιπτώσεις δεν βάζουμε ευρωπαϊκό κινηματογράφο... Κάνα Σρεκ και πολύ είναι!

Δες και ξενέρωτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έξω απεξαρτηθεί από κάτι. Στην βασική του σημασία χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απεξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, κατ' επέκτασιν όμως και με ειρωνική διάθεση σημαίνει την απεξάρτηση από οποιονδήποτε εθισμό.

  1. - Τι κάνει ο φίλος σου ο Κώστας; Ακόμα στην πρέζα;
    - Όχι ρε, ευτυχώς πήγε σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης και τα τελευταία δυο χρόνια είναι καθαρός.

  2. - Τι λέει το Facebook, ακόμα εκεί ξημεροβραδιάζεσαι;
    - Όχι ρε, κανέναν μήνα μου κράτησε η πώρωση και τώρα είμαι καθαρός. Τρελό κάψιμο το Facebook πάντως... Μέχρι και στον ύπνο μου το έβλεπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.

Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω κουμπιά, χαπάκια.

Μ' αυτά τα πριόνια που παίζει το μαγαζί, άμα δεν κουμπωθείς, δεν την παλεύεις μία...

Να μην συγχέεται με το κουμπωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε κατάσταση χαλάρωσης, νωχελικότητας, αποβλάκωσης, κούρασης ή μαστούρας, ανάλογα με τον τύπο του λιωσίματος.

Επίσης χρησιμοποιείται για να δείξει ότι ασχολούμαι με κάτι σε υπερβολικό βαθμό.

  1. Έλιωσα στον ύπνο όλο το Σαββατοκύριακο... Δεκαπέντε ώρες την ημέρα κοιμόμουν!

  2. Ήρθε προχθές ο Βαγγελάκης σπίτι και λιώσαμε στο Playstation!

  3. — Έφερα το μαύρο! — Είναι καλό ρε μαλάκα ή δεν θα καταλάβουμε Χριστό πάλι; — Καλό είναι ρε, θα λιώσουμε σου λέω!

  4. Άντε να τελειώνει η εξεταστική γιατί έχω λιώσει στο διάβασμα έναν μήνα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified