Selected tags

Further tags

Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.

- Φώτη, μιλάς σοβαρά τώρα; Εσύ αριστερός, και ο γιός σου είναι φασίστας;
- Όχι, φασίστας, χασίστας είναι βρε!

(από komikotragiko.blog, 03/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για χρήστες κάνναβης που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλη χώρα που είναι νομιμοποιημένη η χρήση όπως Ολλανδία, Η.Π.Α. επειδή στην χώρα καταγωγής τους η χρήση είναι παράνομη.

  1. - Ο Κώστας που χάθηκε; Πες του να έρθει μαζί μας να πιούμε κανά τσιγάρο.
    - Άσε. Δεν τα έμαθες; Μπαφομετανάστης για Ολλανδία να την πίνει αραχτός και με το νόμο.

  2. Λινκ σχετικού ρεπορτάζ για ισχυρό κύμα ελληνικής μπαφομετανάστευσης που παρατηρήθηκε πρόσφατα.

(από komikotragiko.blog, 03/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράπλευρη συνέπεια της υπεκατανάλωσης μπύρας. Πέρα από τον Κανόνα του Ψιλού (κάθε λίτρο μπύρας ισούται με τουλάχιστον 2 επισκέψεις στα ουρητήρια-η συχνότητα των επισκέψεων αυξάνεται ευθέως ανάλογα με την αύξηση της κατανάλωσης), η μπύρα δημιουργεί επιπλοκές και στην εντερική λειτουργία.

Η επίδραση του μπυροκλανιού δεν είναι τόσο άμεση όσο η εμφάνιση του Κανόνα, παρ'όλα αυτά, γίνεται αισθητή ως αποτέλεσμα το αργότερο την επόμενη μέρα, όταν διπλώνεται ο μπυροκλάνων στο WC και κωλύεται να εκφραστεί. Ή εκφράζεται σπασμωδικά και με δυσκολία στην εκφορά των εκφράσεων. Και δεν εκφράζεται όσο καθαρά θα ήθελε. Γενικώς, χέσε μέσα.

Ο: Ρε μαλάκα τι έπαθες; Μια ώρα είσαι εκεί μέσα--
(ανοίγει η πόρτα, ο Κ εξέρχεται με μια γκριμάτσα δυσφορίας)
Ο: Τι βρωμάει έτσι ρε; Πω πω... Τι μπυροκλάνι έριξες!
Κ: Άστα.. 6 πεντακοσάρες βαρελίσιες ήπιαμε με τον Τάκη χθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα αυτό, προέρχεται από την αγγλική λέξη για το βότανο, δηλαδή herb. Άγγλοι, και κυρίως μαύροι ως «βότανο» αποκαλούν το χόρτο ή το χασισάκι που λέμε εδώ στην Ελλάδα και εκείνος που το καπνίζει είναι ο χέρμπαλιστ. Κατ' επέκταση το ρήμα χερμπάρω σημαίνει καπνίζω μαύρο. Άλλες εκφράσεις που παραπέμπουν στη πράξη αυτή είναι: πίνω μαύρο, βοτανίζω-βοτανίζομαι, χασικλώνω, ευλογώ.

Συζήτηση φίλων στο τηλέφωνο.

- Ρε παίχτη δε μου λες, τώρα που τελείωσες τις δουλειές σου δε σκας από εδώ να χερμπάρουμε;
- Ωωω δε παίζει ρε, δεν είμαι σήμερα να πίνω ντουμάνια, έχω πράγματα να κάνω το βραδάκι και θα με ρίξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.

Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένεση με μίγμα ηρωίνης και κοκαΐνης. Από το αγγλικό speedball με την ίδια έννοια.

Άμα δεν έχεις βαρέσει σπιντμπολάκι δεν ξέρεις τι θα πει μαστούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηρωίνη. Από το αρχικό γραμμα της λέξης «άσπρο» ή «άσπρη».

Άλφα έχουμε. Να βρίσκαμε και λιγο κάπα για κάνα σπιντμπολάκι, ψώνιο θα την κάναμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοκαΐνη. Από το αρχικό γράμμα της λέξης.

- Έλεγε το κάπα που σου φέρανε;
- Μπα, σκέτο μανιτόλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων που αποκαλούνται τοιουτοτρόπως:

Α' μεγάλη κατηγορία
1.
πρεζάκιας - Συνώνυμα: (...) 8. φιξάκιας / ξάκιας (από το φιξάκι = ένεση, ποδανιστί ξάκιφι)

Β' μεγάλη κατηγορία
2. Αν βάλετε έναν άπειρο ποδηλάτη με το καλύτερο τούμπανο δισκοφρενάτο ποδήλατο κι ένα τυπάκι της Bondex να κάνουνε μια κοντρίτσα στην Αθήνα της μεσημεριανές ώρες της κίνησης, θεωρώ πως περισσότερο ασφαλής (και γρηγορος) θα είναι ο φιξάκιας

3.
Aρέσουν στα κορίτσια οι φιξάδες; Μπαα! Απλώς τους κάνει εντύπωση το χωρίς φρένα ή τα ποδήλατα που έχουν ωραία χρώματα!

Γ' κάπως μικρότερη κατηγορία
4.
κανονικά έπρεπε να είμαι επίτιμος καλεσμένος που έμαθα στους ΦΙΞάδες να φτιάχνουν μπύρα...αλλά εντάξει, είμαι υπεράνω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ταϊλανδέζικη ηρωίνη, που περιγράφεται γλαφυρά στο λήμμα άσπρη, ή παραλλαγή της με χαμηλή περιεκτικότητα της δραστικής ουσίας.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Η ταϊλανδέζικη πρέζα, η τάϊ, θεωρείται η καλύτερη του κόσμου και η λιγότερο αρρωστιάρα. Πάλλευκη και παντελώς άοσμη, έχει τη μορφή λεπτής κρυσταλλικής πούδρας. Τόσο λεπτής, που σχεδόν εξαφανίζεται με απλή τριβή πάνω στο δέρμα ή ανάμεσα στα δάχτυλα. Είναι δε εξαιρετικά όξινη, ρευστοποιείται πανεύκολα, χωρίς ξινά, λεμονάδες και άλλες διαλυτικές μαλακίες. Σχεδόν ούτε νερό δεν θέλει. (Βλ. άσπρη).

2. Εκτός από το σίσα, στις «πιάτσες» της Αθήνας έχει κάνει την εμφάνισή του ακόμα μία φτηνή ουσία, το τάι, που ωστόσο δεν έχει ταυτοποιηθεί από το Γενικό Χημείο του Κράτους. «Πρόκειται πιθανώς για μια παραλλαγή της ταϋλανδέζικης ηρωίνης, με χαμηλή περιεκτικότητα δραστικής ουσίας, ωστόσο δεν είμαστε σίγουροι τι είναι», εξηγεί ο κ. Παπαναστασάτος.
Το τάι φαίνεται ότι πωλείται στην τιμή των 5-7 ευρώ η δόση, ενώ η χρήση του γίνεται ενδοφλέβια.

3. Στην πιατσα την Ηρωίνη ας πουμε, την λενε οπως πολλοι ξερεται και πρέζα, την λενε ομως και παραμύθα, ρούχλα, ζουζού, ζαμπόν και Τάι (δηλ. η λευκή ηρωίνη, από την Ταϊλάνδη).

4. Στην Ελληνική αγορά ναρκωτικών έκαναν την εμφάνισή τους δύο νέες συνθετικές ουσίες , το Σίσα και το Τάι οι οποίες είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified