Selected tags

Further tags

Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.

Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.

Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.

  1. Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ

  2. Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ

  3. Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα αρσενικό που χρησιμοποιείται για να προσωποποιήσει την ινδική κάνναβη ή τη χρήση της.

  1. (τηλ)
    - Έλα ρε τι κάνεις; Είσαι για τίποτα;
    - Μπα φίλε, άραγμα σπίτι. Θα έρθει και ο Βασιλάκης με τον ντελαφού να την πέσουμε. Άντε ψήστο να 'ρθεις από εδώ.

  2. Άντε ρε Μίχο, σκάσε τον ντελαφού! Έχω να πιω τρεις βδομάδες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Διαθέτει μεγάλη ικανότητα στο να τυλίγει τον ακροατή του, όπως ένα πακέτο, να τον ξεγελάει και να τον παραμυθιάζει, συνήθως με σκοπό να του πασάρει σκάρτο εμπόρευμα.

Κατ' επέκταση, χρησιμοποιείται για όλους τους μικρούς ή μεγάλους απατεώνες, στο εμπόριο κάθε είδους, (παραδείγματα 1 και 2), στην πολιτική (παρ. 3) ή στον αθλητισμό (παρ. 4).

Προσωπική γνώμη: Η λέξη χρησιμοποιήθηκε με αυτή την έννοια πρώτη φορά από τους γυρολόγους Τσιγγάνους, που πουλούσαν μικροεμπορεύματα, περιπλανώμενοι από περιοχή σε περιοχή και από κει πέρασε και σε άλλα περιβάλλοντα, κυρίως του λεγόμενου παραεμπορίου, (βλ. 5ο παράδειγμα). Ήθελαν οι Τσιγγάνοι με τη λέξη αυτή να τονίσουν την έμφυτη ικανότητα κάποιων από το σινάφι τους να πουλάνε απίθανα ή και ολότελα άχρηστα προϊόντα στους πελάτες τους, χρησιμοποιώντας άμεσο, στακάτο και έξυπνο λόγο, με ζηλευτές ατάκες και χειμαρρώδη ομιλία, έτσι ώστε απλά να μην μπορεί κανείς να πει όχι.

Το λήμμα αφιερώνεται στον ψηλέα γυρολόγο Τσιγγάνο πωλητή πουκαμίσων και άλλων ειδών που δραστηριοποιείται πέριξ της πλατείας Συντάγματος και ποιος ξέρει πού αλλού. Μιμείται καταπληκτικά τη φωνή του Βοσκόπουλου. Μια φορά να τον συναντήσετε, δεν τον ξεχνάτε.

1) ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΜΑΙ ΝΕΟΣ ΣΤΟ ΦΟΡΟΥΜ ΚΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΩ ΜΠΟΤΕΣ,ΜΗΠΩΣ ΞΕΡΕΤΕ ΑΠΟ ΠΟΥ ;
ΠΙΣΤΕΥΩ ΕΧΕΙ 3,4 ΜΑΓΑΖΙΑ ΑΛΛΑ ΔΕ ΞΕΡΩ ΠΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΣ Ο ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΚΕΤΑΤΖΗΣ.ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ

Από το δίκτυο, εδώ

2) Mόλις είχα έρθει στην Aθήνα από μια άλλη χώρα όπου έλειπα καιρό, και κατέβηκα για να “γίνω” σ’ ένα παλιό νταραβέρι. Aπέναντι απ’ τον OKANA της 3ης Σεπτεμβρίου, ελπίζοντας ότι τα πράγματα είχαν μείνει όπως τα ήξερα. Πίκρα. Kόσμος δεν υπήρχε, τίποτα δεν “έπαιζε”. Mια κοπελιά “αρρωστάκι” κι αυτή μου λέει: “φιλαράκι όλοι είναι Γερανίου”. Mε πήρε σχεδόν απ’ το χέρι και φτάνοντας εκεί έμεινα έκπληκτος από την έκταση του νταραβεριού. Ένα απέραντο πλήθος εξαθλιωμένων πρεζάκηδων, μεταναστών, κάθε λογής ταλαιπωράκηδων σ’ ένα ακατάπαυστο και ατέλειωτο πάρε δώσε, φόρα παρτίδα να την πίνουνε μάλιστα “χύμα” μπροστά σε όλους. H πραγματικότητα ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Mπορούσες την ίδια στιγμή να σπρώξεις ότι είχες “ψειρίσει” και να γίνεις απ’ τον δίπλα. Πολλή και φτηνή πρέζα. H απόλυτη φαντασίωση του κάθε πρεζάκια. Yπήρχαν όμως και καινούργιες φιγούρες. Yπήρχαν αφρικανοί και ασιάτες που αγόραζαν διαβατήρια και κλεμένα. Tα πρεζάκια που μπαίνανε “μπροστινοί” σου ψιθυρίζανε στ’ αυτί “ψηλέ θες να γίνεις από αράπη;”. Όπου αράπης ήταν ο αφρικανός, νέα φιγούρα νταραβεριτζή, που εγγυότανε καλύτερη “ξήγα”, αφού ο τόπος είχε μπουχτίσει από “πακετατζήδες” Έλληνες και Pωσοπόντιους

Από το δίκτυο, εδώ

3) απο λογια χορτασαμε....ειδικα ο Παπουτσης ειναι μεγαλος πακετατζης.... αν δεν στειλει πισω 10000 τον επομενο μηνα μην πιστευεται τιποτε....

Από το δίκτυο, λίνκ δε βάζω, μυρίζει, κάποιος απαιτεί να στείλει πίσω ο Παπουτσής 10000 μετανάστες, αν θέλει να μην τον περνάνε για πακετατζή. Η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

4) Ο πακετατζής,Γκμοχ δηλαδή, την δουλειά την έκανε με εντολές βάζελου γιατί μέχρι τότε η ομάδα που κυνηγούσε την ΑΕΛ ήταν ο ΟΦΗ του Θόδωρου Βαρδινογιάννη όταν ακόμη ο ΟΦΗ δεν ήταν το παραμελλημένο παραπαίδι της οικογένειας Βαρδινογιάννη.

Από το δίκτυο, εδώ

5) - Δηλαδή είσαι παραμυθάς !! - Πακετατζής το λέω εγώ.

Συνέντευξη του γυρολόγου Τσιγγάνου Διονύση, στο βιβλίο της Αλίκης Βαξεβάνογλου: Έλληνες Τσιγγάνοι, Περιθωριακοί και Οικογενειάρχες, εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μορφή θα διαλύσουμε, δηλώνει κατάσταση απόλυτης μπυρο-ρακο-κατάστασης με φίλους, γκομενάκια, αλτέρνατιβ μουσικάκια για αλτέρνια μωρά, και κυρίως πιώμα μέχρι χεσίματος. Χρησιμοποιείται κυρίως με το μόριο θα, αλλά μετά από ρακές προφέρεται το α.

- Αλέκο, πάμε για ρακές με τον Τάδε, το Λάκη τον ρακοφονιά και κάτι κυριλογκόμενες.
- Θα διαλύσουμε...
Μέτα από δυο ώρες ρακοχαβαλέ κι ατελέσφορο καμάκι στα μωρά. - Αλέκο, α διαλύσουμε....

Βλ. και βαράω διάλυση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πίνει αλκοόλ σε υπερβολικό βαθμό, η μπεκροκανάτα.

- Τα 'μαθες ρε συ; Ο Γιώργος έπαθε κίρρωση!
- Γιατί, σε ξαφνιάζει; Μια ζωή κανάτα ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω μπάφο.

  1. Πλησιάζει ο τυπάς στο περίπτερο (σ.ς. : τότε ήταν μόδα τα αυτοκόλλητα Πόκεμον) και λέει στον περιπτερά:
    - Μάγκα, έχεις χαρτάκια;
    - Πόκεμον;
    - Τι Πόκεμον; Να πιούμε θέλουμε, να πιούμε...(ενώ ταυτοχρόνως χτυπούσε παραστατικότατα την ανάποδη του ενός χεριού στην παλάμη του άλλου)
    (σ.ς. περιστατικό που συνέβη περί το 2001-2002)

  2. - Που έχει χαθεί ο Γιάννης ρε;
    - Άστα! Έχει έρθει ένας ξάδερφος του από Πύργο και έχουν κλειστεί στο σπίτι και όλη μέρα την πίνουνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To σίσα (shisha) πρόκειται για τον γνωστό (ν)αργιλέ. (συσκευή καπνίσματος ασιατικής προέλευσης).
Λέγεται και χούκα (hookah).

Ψήνεσαι να πάμε να καπνίσουμε κάνα σίσα στον Πειραιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ροχαλίζω δυνατά και έντονα (βγάζοντας έναν ήχο που θυμίζει όχημα που ζορίζεται σε απότομη ανηφόρα).

- Πάλι στον καναπέ την έπεσε η δικιά μου.
- Ε βέβαια, πώς να κοιμηθεί δίπλα σου άνθρωπος με τόση ανηφόρα που τραβάς;

Του ροχαλητού: βουλωμένο κιούγκι, έτοιμη η φασολάδα, τραβάω ανηφόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά στους υπόλοιπους ορισμούς, πιπίλα λέγεται και το τσιγάρο για τους μανιακούς καπνιστές. Καθώς (όπως λέει κι ο Khan) η πιπίλα υποδηλώνει καθήλωση στο στοματικό στάδιο, θεωρείται μεγάλη προσβόλα όταν απευθύνεται σε πιτσιρικάδες που νομίζουν ότι το τσιγάρο τους προσθέτει 8 κιλά μαγκιά.

Αλλη χρήση, πιο χαρακτηριστική κττμγ, είναι για το ηλεκτρονικό τσιγάρο, που ο χρήστης ξεκινάει το φύσα-ρούφα με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα του φύγει το χαρμάνι, αλλά φευ, το μαραφέτι υπερθερμαίνεται, και τότε ο δόλιος μένει να μασάει το επιστόμιο ανάμεσα στα δόντια και να το πιπιλάει μέχρι να κρυώσει και να αρχίσει το φύσα-ρούφα από την αρχή.

  1. Ισα ρε! που ακόμα δεν έβγαλες το δάχτυλο απ' το στόμα άρχισες το τσιγάρο... άντε παράτα την πιπίλα και ξαναβάλε το δάχτυλο. Κι έλα να πιεις το γάλα σου! (μπούλη)

  2. (γκουχ-γκουχ-γκουχ) Αμάν πια! ακόμα δεν ξυπνήσαμε άναψες την πιπίλα; πως μπορείς; ούτε καφέ δεν ήπιες ακόμα!

  3. Με το ηλεκτρονικό τσιγάρο έχω ελαττώσει πολύ το τσιγάρο. Από τα δύο πακέτα έχω πέσει στο ένα. Στο γραφείο είμαι όλη τη μέρα με την πιπίλα, άντε να καπνίσω 2-3 με τον πρώτο καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρέκλα είναι η αλογόμυγα που άμα σε τσιμπάει λυσσάς και παραπατάς από τον πόνο. Επίσης, ενδεχομένως για τον παραπάνω λόγο, στρέκλα είναι ο κουτσός και αυτός που χάνει την ισορροπία του.

Δίπλα είναι λίγο πιο κει από κει που έπρεπε να είσαι, ναι ναι, το γνωστό ακριβώς από δίπλα.

Στρέκλα-δίπλα είναι χαρακτηρισμός τ. τροπικό επίρρημα (λέμε τώρα) για τρόπο περπατήματος και κυρίως παραπατήματος. Η έκφραση στο μεγαλείο της είναι «περπατάω στρέκλα-δίπλα» που σημαίνει: (σ)τρεκλίζω, κλυδωνίζομαι, είμαι ασταθής, κάνω απέλπιδες προσπάθειες να διατηρήσω την ισορροπία μου, αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι ή και ίσα που στέκομαι στα πόδια μου, ένα στάδιο πριν καταρρεύσω.

Στρέκλα-δίπλα περπατούν οι κλασμένοι, τα πτώματα και οι λοιποί κομματιανοί παραπαίοντες.

Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι το λέει όλο το σύμπαν, αλλά μετά με γούγλε κατάλαβα ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό ιδιωματισμό, χαίρε ω χαίρε δοξασμένη Ηλjεία.

  1. Έκανα γενική στο σπίτι χτες, τι με έπιασε, μου βγήκε η Παναγία, το βράδυ ίσα που πρόλαβα να πάω μέχρι το κρεβάτι στρέκλα-δίπλα.

  2. Ε ρε πούστη μου, οι λαχανοντολμάδες βραδιάτικο... Μάτι δεν έκλεισα, όλο εφιάλτες, στο τέλος είδα κάτι πυρηνικά ολοκαυτώματα, απηύδησα σηκώθηκα στρέκλα-δίπλα από το κρεβάτι, με το κεφάλι μου ακόμα μπερδεμένο, να μουρμουρίζω ακατάληπτα, τρελάθηκε η άλλη.

  3. - Σε είχα έννοια χτες έτσι που σε είδα να πας στρέκλα-δίπλα μετά τα σφηνάκια, πώς θα φτάσεις σπίτι.
    - Πήρα λεωφορείο...
    - Α οκ, αφού είχε λεωφορείο εκείνη την ώρα.
    - ...και σκεφτόμουν μεγάλο πράμα η τεκίλα, μέχρι χτες δεν ήξερα να οδηγώ ούτε ποδήλατο και κουμαντάρησα ολόκληρο θηρίο.

Έτσι περίπου. (από Galadriel, 15/09/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified