Selected tags

Further tags

Έχει ήδη γίνει αναφορά στο ακαφελόγιστο εδώ. Εκεί το πράγμα εστίαζε στην επίδραση της καφεΐνης στον ανθρώπινο οργανισμό.

Τα πράγματα όμως εξελίσσονται. Αφού δημιουργήθηκε νέα διάσταση στην έννοια του καφέ, μοιραία δημιουργείται νέα διάσταση για τον όρο του ακαφελόγιστου.

Η ατάκα μπορεί να απευθυνθεί σε κάποιον, που είναι μέσα στα νεύρα, ενώ παράλληλα γνωρίζουμε πως έχει το... πάθος με τα flocafe, στα οποία σημειωτέον έχει καιρό να πάει.

Όταν λοιπόν τον βλέπουμε να 'χει τα νεύρα τσατάλια, του λέμε φίλε έχεις το ακαφελόγιστο, θέλοντας να τον χαλαρώσουμε (μέσω αυτής της χιουμοριστικής νότας) αλλά η/και να του προτείνουμε και καλά... άμεση καφεθεραπεία από ειδικευμένη ορθοπεϊκό, που μπορεί να του κάνει τον λαϊκό μπαργαλάτσο του, τζέντλεμαν στο πι και φι. Μια τέτοια θεραπεία... μπορεί να τη γουστάρουμε και εμείς άλλωστε.

- Πάλι βρίζεις κι αστράφτεις σήμερα, τον έναν και τον άλλον στο λογιστήριο, για ψύλλου πήδημα. Έχεις το ακαφελόγιστο, δε λέω. Έχεις να πας σε ορθοπεϊκό των flocafe, από τότε που βγήκαν οι λάσπες. Αλλά τι σου φταίω κι εγώ που δε μ' αφήνεις να χαλαρώσω, έτσι που σε βλέπω... χα χα χα! - Πού το πας;
- Θυμάσαι πόσο συχνά πηγαίναμε στο παρελθόν; E αυτό να κάνουμε και τώρα. Γιαυτό προτείνω τιγκανά για φραπενείογια να 'ρθουμε στα ίσα μας... χε χε χε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης του σνιφαρίσματος. Πρβλ. μυτιά, μύτινγκ, κι αν τα ρουθούνια μου μείνουν μισά, κανένα πρόβλημα, θα βάλω χρυσά.

Πηγή: Vrastaman.

Για τρεις αριθμούς ρεκόρ έμεινε διάσημος ο John Holmes: για τα 25 εκατοστά του πέους του, για τις 14.000 ερωμένες του (κατά τον ίδιο, 3000 οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις) και για τις ρουθουνιές του. Η γυναίκα του είχε να λέει ότι δεν έπαθε AIDS από σύριγγα, γιατί δεν χρησιμοποίησε ποτέ σύριγγα, μόνο ρουθουνιές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ενν. τζούρα) Γρήγορη περιφορά του μπάφου, με τον κάθε συνδαιτυμόνα να τραβάει μία μόνο τζούρα και να το περνάει αμέσως στον παρακαθήμενό του.

Σημείωση: η προέλευση του όρου έχει φέρει τη διεθνή επιστημονική κοινότητα σε αμηχανία, καθώς ο σβέλτος έως αγχώδης χαρακτήρας της ως άνω διαδικασίας δεν συνάδει προς το ραχατλίδικο ίματζ των Τούρκων.

- Ρε παιδιά, τούρκικες δεν είπαμε; Πού κόλλησε πάλι;
- Πού αλλού, στον Κώστα. - Άντε ρε μαλάκα Κώστα, πίνε-δίνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελάχιστη ποσότητα φούντας ή μαύρου.

Ετυμολογικό σχόλιο: ψίλος < ψιλή, η (μια ψιλή=κάτι λίγο) με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψύλλος. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη άποψη: ψύλλος < από το όνομα του ζωυφίου, επειδή είναι πολύ μικρό, με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψιλή.

Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε ταράξουνε στο ξύλο ντον΄τ γουόρι, μπι χάπι. (Αφοί Κατσιμίχα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κακή κατάσταση. Μεταξύ άλλων, μη σλανγκικών εννοιών, μπορεί και να σημαίνει «πολύ μεθυσμένος/-η» ή «πολύ μαστουρωμένος/-η». Μέχρις εδώ βρισκόμαστε εντός των ορίων της στάνταρ γλώσσας.

Το πράγμα γίνεται σλανγκ, όταν η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία κατάσταση ακραίας μέθης ή μαστούρας που μας είναι ευχάριστη.

(Το εντάσσω και στα πρόστυχα, γιατί μου φαίνεται πρόστυχο να χρησιμοποιείς μια αρνητική λέξη για να περιγράφεις κάτι που θεωρείς καλό.)

-Αχαχαχαχα! Χαχαχαχαχα! χαχα, χα, χα... χα... Αααχ! [...] Ουαχαχαχαχαχα!
- Μαλάκα, τι ήπιες πάλι; Ξεκόλλα λίγο, πάει μισή ώρα που γελάς! Ντάξει, αστείο ήτανε... Κοίτα ρε μαλάκα, ακόμα γελάει! Τι έπαθες ρε;
- Χαχαχαχα! Άσε, χάλια! Χαχαχα! Ουαχαχα!

Φοίβος meets Tom Waits (από Vrastaman, 26/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι που προκαλεί τρελή πώρωση, μας στέλνει κανονικά, ενίοτε δε μας κάνει να αισθανόμαστε λες και έχουμε καπνίσει πέντε λιβάδια μαύρο εισάγοντάς μας σε μια εναλλακτική πραγματικότητα από την οποία δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε.

Για να δούμε όμως τι προκαλεί χάσιμο.

• Καταρχήν, η μουσική (εξ ου και το Lost In Music των Sister Sledge). Χαρακτηριστικές κατηγορίες μουσικής που προκαλούν χάσιμο είναι η ψυχεδέλεια και τα πριόνια.

• Η πολύ προχώ τέχνη γενικά, που αν καταφέρεις να την πιάσεις, μένεις μαλάκας. Χαρακτηριστικά εδώ είναι το θέατρο του παραλόγου και το σουρεαλιστικό σινεμά.

• Έπειτα, τα διάφορα παιχνίδια σε PC ή παιχνιδομηχανές (βλέπε λάινεϊτζ). Στην περίπτωση αυτή το χάσιμο οδηγεί αναπόφευκτα στο κάψιμο.*****

• Τα ναρκωτικά, ειδικά τα παραισθησιογόνα, που είναι χάσιμο στην κυριολεξία. Ρωτήστε τους επιζήσαντες της ηρωικής rock σκηνής των 60s να σας διαφωτίσουν επί του θέματος.

• Διάφορα άλλα πράγματα που προκαλούν παρόμοιες αντιδράσεις (ναι, και το slang.gr)!

Πολύ συχνά το χάσιμο είναι τρελό, απίστευτο ή απόλυτο.

***** Και όμως, χάσιμο στον χώρο του παιχνιδιού υπήρχε και πριν από τα PC games! Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι το παιχνίδι των 60s τάκα-τάκα, το οποίο ήταν τόσο πορωτικό που οδήγησε στο απόφθεγμα πως «το πολύ το τάκα-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα»!

  1. (σχόλια για το κομμάτι «Καινούρια Ζάλη», από Τρύπες)
    «με πορωνει..... ( ιλια )
    Να χάνεσαι... ( Κάποια )
    τρελα, ψυχεδελεια, χασιμο...»

(Από εδώ)
«Ειδικά το «A Man Called Shit» είναι απίστευτο χάσιμο καθώς στο κομμάτι αυτό συμμετέχουν όλοι οι κιθαρίστες του συγκροτήματος, υλοποιώντας τα υγρά όνειρα όλων των οπαδών του ηλεκτρικού ήχου.»

  1. (Από το GameOver.gr, για ένα PC game)
    aragorn, προχειρο δεν θα το ελεγα με την καμια! Ειναι ΤΡΕΛΟ χασιμο, εχω τρελαθει εδω και πολυ ωρα!!! Αλλα ειναι οντως πανακριβο...

  2. (Από εδώ)
    «Δανάη αν σου αρέσουν οι γελοιογραφίες είναι το ιδανικό δώρο. Δες στο λινκ που έχω στον Παπασωτηρίου περισσότερα.
    Τρελλό χάσιμο!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ραδιενεργό στοιχείο, συγγενές με το ομοφυλόνιο, με τη βασική διαφορά ότι το πουστώνιο προκαλεί άμεσο πανικό και υστερική συμπεριφορά στους στρέιτ άντρες, οι οποίοι προκειμένου να διασφαλίσουν το άβατο της αδιάφορης κωλοτρυπίδας τους γίνονται από επιθετικοί μέχρι δολοφόνοι.

«Κύριε δικαστά, μαχαίρωσα τον μακαρίτη 583 φορές επειδή εισέπνευσα πουστώνιο και έχασα τον έλεγχο των πράξεών μου».

(από Vrastaman, 23/04/09)νοτ γκέυ ηνάφ (από jesus, 23/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Κοροϊδευτικά, τα διάφορα στεροειδή, αμφεταμίνες και λοιπά αναβολικά που καταναλώνουν τα ντούκια.

Επίσης χρησιμοποιείται για να δηλώσει ταινίες που «βρωμάνε τεστοστερόνη» σε στιλ Rambo.

  1. (Στο γυμναστήριο)
    - Πω τον τυπά! Μαλάκα, με γυμναστική και διατροφή μόνο δεν γίνεσαι έτσι.. θα πνίγεται στις μπρουταλίνες!

  2. (Στο σινεμά)
    - Τί να δούμε ρε 'σεις:
    - Ψήνεστεγια ROCKY;;;
    - Πωωω! Μπρουταλίνη! Μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγαριλίκι. Απαντάται και ως γάρο (ουδ.)

- Να στρίψουμε καναν γάρο μπας και σκεφτούμε καλύτερα την υπόθεση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα μπορούσε να είναι ένα λικέρ Μεταξάς με γεύση λεμόνι (citron στα γαλλικά είναι το λεμόνι), αλλά είναι απλώς ατάκα από ανέκδοτο, όπου ο Βλάχος πάει από το χωριό στην πόλη κι όταν το γκαρσόν του προτείνει «Μεταξάς;», ο Βλάχος το ερμηνεύει ως «Με τα ξας; = Μου τα ξύνεις;» κι απαντά «Γιατί; Ση τρών'; = Σε τρώνε;». Με αποτέλεσμα να έρθει το λικέρ Μεταξάς Citron. Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι. Τέσπα, η φράση δηλώνει καταστάσεις δυοξύνης και ξυσαρχιδισμού ή εναλλακτικώς Βλάχων.

Μεταξάς Σιτρόν είμαστε πάλι μέχρι να βγει η διεθνής οικονομία απ' την μπίχλα!...

Προυσ\'χή στς ιοί! (από knasos, 16/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified