Αυτός που κάνει ενδοφλέβια χρήση ηρωίνης.
Τον Μπάμπη κομμένο τον βλέπω. Βαράει ακόμα ακόντιο;
Αυτός που κάνει ενδοφλέβια χρήση ηρωίνης.
Τον Μπάμπη κομμένο τον βλέπω. Βαράει ακόμα ακόντιο;
Got a better definition? Add it!
H στρηπτιτζού που δεν προσφέρει φραπέ, αναδεικνυόμενη σε περσόνα νον γκράτα των στρηπτιτζόφιλων. Το γεγονός ότι η ντικάφ είναι η περσόνα νον γκράτα του ευαγούς ιδρύματος, οδηγεί και στον όρο «περσόνα νον κάφα».
Συχνότατα η ντικάφ είναι η ομορφότερη κορασίς του ευαγούς ιδρύματος, γι' αυτό εξάλλου και την παίρνει να είναι ντικάφ. Οπότε οι στριπτητζόφιλοι αναπτύσσουν με την ντικάφ μια σχέση αγάπης-μίσους... Παράβαλε τα «Καλλιστεία για την καλύτερη ντικάφ» στο πάλαι ποτέ www.bourdela.com
Συνώνυμα: ντεφραπεϊνέ, defrap, ντιφράπ
Αντώνυμα: φραπεδιάρα
- Η Τζέσικα προσφέρει τζεσικοτσίνο, ή είναι ντεκάφ κι αυτή;
- Τέτοια ομορφιά, τέτοια νιάτα, και να είναι ντικάφ! Αίσχος! Πρέπει να συνεννοηθούμε όλοι οι στριπτητζόφιλοι και να της κάνουμε μποϊκοτάζ! Μόνο έτσι έχει δύναμη ο καταναλωτής!
Got a better definition? Add it!
Ως έλκος ονομάζεται οποιαδήποτε ανοιχτή εσωτερική ή εξωτερική πληγή. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για ανοιχτές πληγές του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν μιλάμε για ανιχνευτή έλκους, δε μιλάμε για κάποιο ιατρικό μηχάνημα που μπορεί να εντοπίσει το έλκος, ούτε μιλάμε επίσης για κάποιον άλλον τρόπο ανίχνευσης του μέσω ιατρικών μεθόδων και πρακτικών.
Μιλάμε είτε για πικάντικες καυτερές και βαριές για τον οργανισμό τροφές (πχ κοκορέτσι, ντονέρ, παστρουμά, σουτζούκια κλπ), είτε για ποικιλία διαφόρων τροφών (βλ.φεστιβάλ χοληστερίνης) που υποβάλλουν σε crash test το στομάχι βομβαρδίζοντας το για ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Oι τροφές αυτές τσιτάρουν το στομάχι και μπορούν να προκαλέσουν έλκος και άλλα προβλήματα υγείας.
Έτσι μέσω ενός τέτοιου ανιχνευτή έλκους:
- Αν δεν έχεις έλκος, σου βρίσκει και έτσι αποκτάς (mode 1).
- Αν ήδη έχεις, στο εντοπίζει και σε στέλνει κανονικά (mode 2).
- Χθες που λες πήγα με το Μήτσο και χτυπήσαμε στα χαλαρά καυτερά κεμπάπ, σουτζούκια, κοκορέτσι,παστουρμά και...και...και...
- Όπα ρε. Κούλαρε λίγο. Τι χαλαρά και πράσιν' άλογα μου τσαμπουνάς; Αυτό που χτυπήσατε είναι το δίχως άλλο ανιχνευτής έλκους και μάλιστα ανιχνευτής έλκους ταχείας δράσεως.
Got a better definition? Add it!
Η ατάκα ναι μεν, λέγεται στο στυλ της ατάκας: «Θα καούν τα κάρβουνα», αλλά δεν σχετίζεται με το κάψιμο του γνωστού και συμπαθέστατου πουλερικού (βλ. φωτο) σε κάποιο μπάρμπεκιου. Επίσης, δεν μιλάμε για τη δήλωση κάποιου μεγάλου μαγίστρου των καμακιών, ή κάποιου ψωλοπερήφανου, ή κάποιου που την έχει δεί καμπόσος και πιστεύει πως σε μια βραδιά θα κάψει ερωτικά ένα λεφούσι γκόμενες (πέρδικες). Επίσης δεν μιλάμε για κάποιον που δηλώνει το παραπάνω ως στόχο της παρέας του.
Μιλάμε 1. για κάποιον που βρίσκεται στο τσακίρ κέφι και είναι ακράτητος για αλκοολοθεραπεία και δηλώνει στην παρέα του, ή σε σερβιτόρο /-α ενός μπαρ πως απόψε αυτός ή / και τα άλλα μέλη της θα κάψουν... τις ποσότητες υγρού πυρός, από το γνωστό ουίσκι πέρδικα, στον κινητήρα του στομαχιού τους. Μια τέτοια δήλωση ενώνει τους συμφωνούντες, πείθει κάποιους αναποφάσιστους, αφήνει σχετικά αδιάφορους αυτούς που δεν έχουν διάθεση, ενώ δίνει υπονοούμενο στον /στη σερβιτόρο /-α να φροντίσει για επαρκή αποθέματα περδικασφάλειας (βλ. σημείωση). Θα 'ταν άδικο, όπως αναφέρεται και στην περίπτωση της μπυρασφάλειας, να τελειώσουν τα αποθέματα αλκοόλ και να μην έχει ολοκληρωθεί η λιαρδοποίηση. Άγχος που χει το παλικάρι...
Κατά πιο ευρύτερη έννοια του όρου, αναφερόμενος στους φίλους του, δεν μιλάει συγκεκριμένα για το ουίσκι πέρδικα, αλλά για οποιοδήποτε καραουισκάκι, αφού στην περίπτωση αυτή το ουίσκι πέρδικα αντιπροσωπεύει το κάθε καραουισκάκι.
Κατά ακόμα πιο ευρύτερη έννοια του όρου αναφέρεται στους φίλους του μιλώντας για οποιοδήποτε ποτό. Εδώ η λέξη πέρδικα αντιπροσωπεύει οποιοδήποτε ποτό.
Σημείωση: ο όρος περδικασφάλεια εκφράζει τη θεώρηση κάποιου για την επάρκεια αποθεμάτων ουίσκι πέρδικας, ώστε να μην καταρρεύσει το απαιτούμενο περδικοστόκ.
- Πω ρε παιδιά απόψε έχω μια χαρά μεγάλη.
- Τι συνέβη ρε;
- Να... μου είπε η Λίλιαν πως θέλει να τα φτιάξουμε. Γι' αυτό απόψε θα σας πάω στο γνωστό μπαράκι για να σας κεράσω. Απόψε... θα καούν οι πέρδικες, αδέρφια. Τουτέστιν θα γίνουμε λιώμα. Θα κατεβάσουμε ένα κοτέτσι πέρδικες. Κι αυτό είναι δήλωση.
- Καλό αυτό για μας. Αλλά εσύ θα μπορείς ρε καημένε να πάρεις την κούπα στο γήπεδο, μετά από τέτοια περδικοκατάνυξη (άγριο πιόμα πέρδικας, που οδηγεί σε κεφατζίδικη ατμόσφαιρα) ή θα σε κλαίνε οι ρέγγες;.
- Ες αύριο τα σπουδαία με τη Λίλιαν. Ασ' την σήμερα να καεί λιγάκι. Εγώ πώς τσουρουφλιζόμουν για πάρτη της μήνες και μήνες, που τα 'χε με το μαλάκα τον Πέρι και με μια αρμάδα μαλάκες;
- Τι κάνουν αλήθεια όλοι αυτοί;
- Είναι ρέστοι απ' ό,τι μαθαίνω και κάθε βράδυ ο καθένας τους φτιάχνει εργόχειρα για πάρτη της.
Got a better definition? Add it!
Ο χώρος που είναι γεμάτος καπνό, συνήθως λόγω των πολλών καπνιστών.
Ντουμάνι έγινε χθες το αμφιθέατρο της σχολής, την ώρα της συνέλευσης!
Got a better definition? Add it!
Ο μπάφος (χασίς), ο οποίος πωλείται παράνομα από Πακιστανούς συνήθως στο κέντρο της Αθήνας.
- Τι έλεγε το Πακιστανικό;
- Από ποιότητα έτσι κι έτσι, αλλά πού να ψάχνεις για κάτι καλύτερο...
Got a better definition? Add it!
Όταν στρώνεται στο ποτό ο νεροχύτης με την παρέα του. Ακαταλόγιστο ποτό. Προφέρεται με το ρ παρατεταμένο για να δώσουμε έμφαση (φαρρρμακώσαμε).
Πατέρας στο γιό:
- Γιατί ξέρναγες εχθές το βράδι; Πάλι φαρμάκωσες;
- Άσε με ρε πατέρα, έχω και πονοκέφαλο....
Μεταξύ φίλων:
- Καλά ρε μαλάκα, 5 μπουκάλια ουίσκι 3 άτομα εχθές;
- Άστα, πέρασε ο Νιόνιος από 'δω και φαρρρμακώσαμε.
Got a better definition? Add it!
Συντόμευση για το γνωστό ποτό Jagermeister (Jager).
Αν και η αρχική προέλευση της λέξης παραμένει άγνωστη, εικάζεται ότι ειπώθηκε από κάποιον εξαιρετικά μεθυσμένο ο οποίος δεν μπορούσε να αρθρώσει σωστά τη λέξη γιαγκερμάϊστερ.
- Τι πίνεις;
- Βότκα γκέιγκα.
- Να πάρουμε ένα καλιμπού (μπουκάλι) γκέιγκα να γίνουμε;
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται απο «δυνατούς» πότες, για τους οποίους οτιδήποτε πέραν του ουίσκυ, βότκα είναι απλά, νερό με γεύση.
- Τι πίνεις μωρό μου;
- Μαλιμπού μπανάνα.
- Κατάλαβα... νερό με γεύση.
Got a better definition? Add it!