Further tags

Σε μπεζάκι, εις την Λαρισαϊκήν.

Ανήκει στην μεγάλη κατηγορία εκφράσεων που ξεκίνησαν ως ανέκδοτα αλλά τελικά σλανγκαυτονομήθηκαν.

Βλ. επίσης: Δεν μας χέζεις εσύ κι ο γρύλος σου, παιδιά να οργανωθούμε, μιλάς με γρίφους, γέροντα κ.α.

  1. Το ορίτζιναλ ανέκδοτο:

Ένας Λαρισαίος επισκέπτεται μια αντιπροσωπία τουτού στην Αθήνα:
- Χαίρετε, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω; - Ψάχνου για αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Σιμπιζάκι; Δυστυχώς όχι, έχω όμως ένα εξαιρετικό Ibizaκι με τις προδιαγραφές αυτές…
- Τότε δεν μ’ καν....
Πάει σε άλλο μαγαζί. - Γεια σας, τι θα θέλατε;
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Ξέρετε, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Ό,τι βλέπετε
Τελικά επιστρέφει αποκαρδιωμένος στην Λάρσα και πάει στην μάντρα της γειτονιάς του.
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Μωρ’ κι σιμπιζάκι έχει και σι κοκκινάκι κι ότι τραβάει η ψυχούλα σ’ έχει!

2.- ιμίαιμα πανέμορφα κουταβάκια περίπου 40 ημερών χαρίζονται. Παράδοση κατ'οίκον στην περιοχή Θεσσαλονίκης. Ή ελάτε να διαλέξετε. Ένα από τα κουταβάκια, το μοναδικό σε σιμπιζάκι χρώμα, θα φιλοξενήσω εγώ στο σπίτι. Θαυμάστε το μετά από ένα μπανάκι...
(από εδώ)

  1. - Ο Λευκος Πύργος ναι είναι ακομαι σιμπιζάκι... κατι άκουσα ότι θα τον βάψουν μολις τελειώσει το μετρο...
    (από εδώ)

  2. - Μιλάμε γα πολύ γέλιο σε σχέση πάντα με το μύθο που κυκλοφορεί. Λες και ήταν σύναξη καθηγητών για σεμινάριο Δια Βίου Εκπαίδευσης. O κόσμος είχε πιά περάσει στον Βινγκεστάιν και αυτή ακόμα προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα προβλήματα με Καρτέσιο. Ηταν δε χαρτόδετα σε σιμπιζάκι. Ουτε καν δερματόδετα οι καρμίρηδες.
    (για συνάντα της λέσχης Bilderberg, από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Νέμεσις των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Ο απόλυτος όλεθρος. Συμβαίνει όταν εισέλθει νερό σε υγρή μορφή στους κυλίνδρους δίχως να το αντιληφθούμε.

Με το μιζάρισμα και επειδή το νερό είναι ασυμπίεστο αν είμαστε τυχεροί θα καταλήξουμε μόνο με κομμένες μπιέλες (διωστήρες).

Μπορεί να ακουστεί στον στρατό και ως απειλή στους νέους.

-Θα πάθετε υδροστατική εμπλοκή νεόπες.
-..............

(από northwind, 12/08/09)Το κάτω είναι η μπιέλα... (από panman_gr, 13/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν νεκροφόρες είναι γνωστά τα οχήματα τύπου στέισον-βάγκον (αν είστε γερμανομαθής), στέισον-γουάγκον (αν είστε αγγλομαθής) ή στέισον-βάγγων (αν γνωρίζετε πολλούς Βαγγέληδες και όλοι είναι... στέισον). Ο λόγος θρυλείται πως είναι επειδή συνήθως αυτοί που επέλεγαν να αγοράσουν τον συγκεκριμένο τύπο αυτοκινήτου ήταν σκυθρωποί, αρρωστιάρικα λευκοί, νωθροί, με καμιά θέληση για ζωή. Αλλά επειδή η απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι εξεφτελιστικά έως και βλακωδώς δύσκολη θα συμφωνήσω με αυτούς που ισχυρίζονται ότι το σχήμα είναι που μετράει.

Με τα πολλά μέτρα μήκους αυτών των αυτοκινήτων, που χωράνε άνετα έναν ξαπλωμένο άνθρωπο που κοιμάται και μένει και χώρος για δύο θεσούλες μπροστά, το ιδιόρρυθμο σχήμα τους και γενικά την ομοιότητά τους με τις «κανονικές» νεκροφόρες έχουν κερδίσει επάξια αυτόν τον χαρακτηρισμό. Το πολύ γέλιο έρχεται όταν αποκαλείται οδηγός τέτοιου οχήματος κοράκι και το ακόμη περισσότερο όταν ο οδηγός έχει τρομερές οδηγικές ικανότητες μόνο όταν οδηγεί ποδήλατο με βοηθητικές για να δει και να μάθει ο γιόκας/ανιψάκι του και κάθε φορά που βγαίνει στο δρόμο «ψάχνει για πελάτες».

- Τάκη να περάσω να σε πάρω να πάμε για κανά μπανάκι;
- Τι, με το δικό σου θα πάμε;
- Ναι ρε, γιατί;
- Ε τι γιατί ρε, κάθε φορά που μπαίνω στη νεκροφόρα σου με πάει αίμα! Κάνω περίεργους συνειρμούς!
- Βρε αδερφάκι μου δεν τρώγεσαι πια... Κάτσε εσύ πίσω να βάλω το Μαράκι μπροστά, δέσε ζώνες, δάγκωσε την ταυτότητά σου και πάμε.
- Νεκροφόρα, πίσω θέση, μαραθώνιος ταινιών «Βλέπω το Θάνατό Σου» χτες βράδυ. Για εξομολόγηση και μετάληψη θα με στείλεις παλιοκοράκι! Τέλος πάντων, αφού θα έχεις τη νεκροφόρα να πάρουμε και τη βάρκα. Σε ποια παραλία θα πάμε;
- Στη Βουλιαγμένη λέω.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τυπάκος που ζει τον απόηχο των '90s καβαλώντας την αδάμαστη πάπια του με το μπροστινό τσουλούφι να κυματίζει. Piercing, φωσφοριζέ gadget, αλανιάρικη συμπεριφορά και τουπέ του δρόμου συνηθίζεται. Ο μπρακατσελάκος είναι φορέας σεξισμού και μερικές φορές μισογυνισμού. Είναι κάτι σαν καγκουρορέηβερ πριν αποκτήσει την οικονομική άνεση για να αγοράσει «κούρσα» ή πριν πάει φαντάρος για να ταξιδέψει, οπότε και μετρατρέπεται σε κάγκουρα με παρελθόν.

Αθάνατη μπρακατσέλικη ατάκα: «Άκου ρε φίλε, άκου πρωτοσέλιδο. Βρέθηκε λέει το χάπι για την πρόωρη εκσπερμάτωση... Είδηση είναι αυτή. Τι με νοιάζει εμένα ρε, που δεν τελειώνει η βλαμμένη; Εγώ έχω το πρόβλημα ή αυτή που θέλει να κουνιέται μια ώρα πάνω κάτω. Να πάρει αυτή χάπι να τελειώνουμε!»

(Βλέποντας μια συμμορία που κάνει βόλτα με μηχανάκια τύπου πάπια, τσουλούφια και φουλάρια στα γκάζια)

- Όπα, κάνουν παπιοπεριπέτειες τα μπρακατσέλια.

(από mafie, 16/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς τα έχω φάει τα ψωμιά μου. Χρησιμοποιείται κυρίως για άντρες που δεν περνάει πλέον η μπογιά τους και τα γκομενάκια αρχίζουν να τους φτύνουν, ή για άτομα που για λόγους υγείας δεν μπορούν να έχουν πλέον σεξουαλική ζωή.

Ώρα του είναι να παραδώσει πινακίδες ο Σώτος, τα 60 κοντεύει, τόπο στα νιάτα. Ποιά θα γυρίσει να τον κοιτάξει τον μπάρμπα...

Βλ. και σχετικό λήμμα του πήραν τις πινακίδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απαραίτητη συνθήκη για την ομαλή πορεία της σεξουαλικής πορείας μιας γυναίκας. Κάθε γυναίκα, κυρίως οι μεγαλύτερες αλλά και οι μικρές, πρέπει να έχει εξασφαλισμένο το σέρβις της, ειδικά στις εποχές των ισχνών αγελάδων. Σέρβις είναι είτε ο αρσενικός που προσφέρει τις θεραπευτικές του υπηρεσίες, ή ίδια η υπηρεσία per se. Για να διευκρινίσουμε τα πράγματα, οι άντρες αυτοί δεν πληρώνονται. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί, όταν λέμε σέρβις. Είναι είτε φίλοι ή άγνωστοι τυχαίοι μιας χρήσεως. Ευτυχώς για τις γυναίκες, είναι πολλοί και διατίθενται με μεγάλη δική τους ευχαρίστηση, είναι αλήθεια. Είναι δε πάντα εν γνώσει του ότι έχουν αυτόν τον ρόλο. Βολεύονται κι αυτοί και γλιτώνουν έτσι τα χειρότερα. Κοινώς, μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα, μιας κι έχουμε πιάσει τις παροιμίες εδώ μέσα. (βλ. παράδειγμα 1)

Σέρβις όμως λέγεται και η ανακαίνιση της εξωτερικής εμφάνισης της γυναίκας, δηλαδή κανα χημικό πήλιγκ, κανα λιφτάκι, κανα μποτοξάκι, καμιά θηκούλα στα δόντια, κλπκλπ, ή ακόμα και η απλή επίσκεψη στο κομμωτήριο για μαλλί, νύχι και τα συναφή (παράδειγμα 2). Η λέξη είναι συνώνυμη της λέξης ρεκτιφιέ.

Τέλος, καμιά φορά λέμε σέρβις και τα διάφορα ετήσια τσεκάπ, δηλ. τις αναλύσεις αίματος-ούρων, τον οδοντίατρο, τα παπ για τις γυναίκες, κλπ. (παράδειγμα 3)

  1. - Πού είχες πάει χθες, σε ψάχναμε...
    - Είχα πεταχτεί στον Τάκη για ένα σέρβις...
    - Άντε πάλι!
    - Τι, μωρή ζηλιάρα; Βρες και συ ένα σέρβις και θα μου πεις μετά, που μου περιμένεις τον γαμπρό μέρα νύχτα κι έχεις σταφιδιάσει...

  2. - Ρε συ, είδα χθες μετά από καιρό την Τούλα και λάμπει, τι παίχτηκε;
    - Ε, τι να παίχτηκε... Κανα σέρβις θά 'κανε, μη νομίζεις.
    - Τι σέρβις, τον Τάκη εννοείς;
    - Ποιον Τάκη μωρέ και συ, έτσι εύκολα λάμπεις στην ηλικία της με Τάκη; Κανα μποτόξ θα χτύπησε, τι άλλο.

  3. - Πάμε για κανα βρώμικο απόψε;
    - Μπαα, δεν θα φάω απόψε, έχω σέρβις αύριο.
    - Τι, την Τούλα;
    - Ποια Τούλα ρε μαλάκα, αίμα θα δώσω, για χοληστερίνη κλπ.

πάπανικολαου (από jesus, 29/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (συνήθως χοντρή και άσχημη) γκόμενα που έχει τεράστια, μα τεράστια βυζιά.

(το παράδειγμα, άλλη ώρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος χαρακτηρισμός για τα μπουζουκομούνια, που εστιάζει στο χώρο του μηχανοκίνητου αθλητισμού αντί για τις μουσικές προτιμήσεις.

Η γκαραζογκόμενα είναι η λάικα γκόμενα που κράζουμε σ' ένα γενικότερο, αλλά ποθούμε διακαώς να πηδήξουμε λόγω των συστημάτων που κουβαλάει πάνω της και του εν γένει σεξουαλικού αέρα που αποπνέει.

Φήμες θέλουν τη λέξη να σχετίζεται με το γεγονός ότι κάθε συνεργείο αυτοκινήτων που σέβεται τον εαυτό του έχει ανηρτημένο στον τοίχο ημερολόγιο με γκομενάκια που φοράνε στην χειρότερη περίπτωση πολύ μικροσκοπικά μαγιό και που οπτικώς προσομοιάζουν στις προαναφερθείσες κατηγορίες.

- Ααααχ....
- Τι αχ και βαχ ρε μαλάκα;
- Η Τασία...
- Ποια Τασία ρε; Εκείνη η γκαραζογκόμενα που γνωρίσαμε στο Γονίδη προχθές; Ξεκόλλα ρεεεε... - Τασία και τα μυαλά στα κάγκελα μεγάλε. Θέλω να της τον περτσινώσω τώρα όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για κάποιον που έχει παπί κωλοπειραγμένο και μαλλί ανάλογο της φυλής των Cherokee. Χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος οδήγησης του οχήματός του, με το σώμα και το κεφάλι να κοιτάει δεξιά ή αριστερά καμπουριάζοντας, ακολουθούμενος από σπασμούς σε κάθε αλλαγή ταχύτητας.

  1. - Τό 'λιωσε το μηχανάκι το τσερόκι...

  2. - Κοίτα μπροστά σου ρε, σαν Τσερόκι οδηγάς...

  3. - Κοίτα αεροτομή που έχει το τσερόκι... (αεροδυναμικό κούρεμα τύπου διπλής μοϊκάνας σε Τσερόκι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αξεσουάρ αυτοκινήτου / μοτοσυκλέτας.

  2. Τύπος μαλλιού, καθώς ο όρος πιο συχνά συναντάται σαν μαλλί-λασπωτήρας ή χαίτη-λασπωτήρας. Είναι η κουπ που συνδυάζει φράντζα και χαίτη, όπως για παράδειγμα ο Πάνος Μιχαλόπουλος, την δεκαετία του '80.
    Πιο πρόσφατα, άξιος εκπρόσωπος και φορέας του εν λόγω λουκ, ήταν ο Γιώργος Λεμπέσης (για κάποιους και ο Νίκος Κουρκούλης, αλλά πριν του μακρύνει τελείως το μαλλί).

- Ρε μαλάκα πώς είσαι έτσι; Άντε κοφ' την χαίτη - λασπωτήρα, εν έτει 2007!

- Ρε, είδες το γκολάκι που έβαλε ο Χ; - Ποιος απ'ολους ήταν αυτός; - Έλα ρε, το εξτρέμ, εκείνος ο ξανθός με το μαλλί - λασπωτήρα.... - Αααα....!

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό, δες και χαιταίος

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified