Βγαίνει από την λέξη motor και αναφέρεται συνήθως στο μηχανάκι το οποίο έχουν στην κατοχή τους οι μοτόρηδες (διότι δεν τους ανήκει δικαιωματικά), που βγάζει αυτόν τον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει το τύμπανο του αφτιού σου να δονείται ασύστολα.

Ο μοτόρης αναφέρεται συνήθως σε κάγκουρες οι οποίοι το παίζουν ραλιάρηδες με τα οχήματά τους (μηχανάκια τους),
αλλά δεν γνωρίζουν τίποτα από Κ.Ο.Κ., αλλά ούτε ένα χαρακτηριστικό από τα μηχανάκια τους.

- Κατεβαίναν οι κάγκουρες την λεωφόρο με τα μοτόρια τους και ήταν λες και γινόταν πόλεμος απ' έξω...

- Κατέβαινε καβάλα πάνω στο ΑΤΙ (μηχανάκι) ο μοτόρης, το 'παιζε και αλήτης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ... χαϊδευτικά το ηλικιωμένο και ταλαιπωρημένο, επαγγελματικό συνήθως, αλλά και Ι.Χ. αυτοκίνητο που όμως, παρά τα χρονάκια του, τις βλάβες του και τις ελλείψεις του, λειτουργεί κανονικά, αρνούμενο να αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία. Συχνά λειτουργεί και πιο αξιόπιστα από καινούργια μοντέλα τελευταίας τεχνολογίας.

Ο μάστορας στον βοηθό.
- Άντε ρε Γιώργο πάρε τη «Μαρμάρω» και τράβα να πετάξεις εκείνα τα παλιοκιβώτια.

Μαρμαρω (από iwn, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούγεται συνήθως σε μηχανουργεία και υποδηλώνει τα αυθεντικά εξαρτήματα και τα συνιστώμενα ανταλλακτικά μιας μηχανής ή ενός αυτοκινήτου από τη μαμά εταιρία. Έχει δε ακριβώς την αντίθετη σημασία από τον όρο μαϊμού.

Σε μηχανουργείο:
Μάστορας:
- Μπορεί τα σετ α λα μαμά υλικά να είναι ακριβότερα από τις μαϊμούδες που κυκλοφορούν, αλλά από την άλλη αποτελούν εγγύηση για τη σωστή λειτουργία του αυτοκινήτου σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο "βομβητής όπισθεν", ο μηχανισμός των οχημάτων ο οποίος παράγει δυνατούς και υψίσυχνους διακοπτόμενους ήχους όταν το όχημα κινείται με την όπισθεν, ήχους που θυμίζουν τα τζιτζίκια της φύσης. Τα ηλεκτρικά αυτά "τζιτζίκια" (ο πληθυντικός νομίζω είναι συχνότερος), τοποθετούνται σε οχήματα δύσκολου χειρισμού, όπως τα φορτηγά, ή και σε μικρότερα οχήματα, όπως τα κλαρκ, τα οποία πάντως κινούνται σε χώρους με πεζούς εργαζομένους (βιομηχανίες κλπ) προς αποφυγή ατυχημάτων.

Η συγκεκριμένη σημασία του λήμματος είναι αρκετά συναφής με αυτήν του ορισμού του PUNKELISD.

  1. - Εντάξει, πες ο οδηγός δεν τον είδε, αυτός πώς και δεν το πήρε χαμπάρι, ολόκληρο φορτηγό; Με πέντε πήγαινε, δεν έτρεχε.
    - Ξέρω κι εγώ; Πάντως η νταλίκα τζιτζίκια δεν είχε. Τώρα αν είχε φασαρία στο εργοτάξιο, αν κουβαλούσε κι αυτός κανένα μαδέρι και δεν έβλεπε, δεν ξέρω.
    - Προφ δεν του έκανε κανείς κουμάντο;
    - Όχι. Ρε σου λέω, άγιο είχε ο θείος, το φορτηγό το σταμάτησε ένας άλλος που έτυχε να κοιτάει και έκανε σινιάλο στον φορτηγατζή. Εντωμεταξύ τον είχε ρίξει κάτω, τον είχε περάσει με το λασπωτήρα και οι ρόδες τον φτάσανε στους δέκα πόντους.
  2. Από εδώ: GRADE A": MADE IN AUSTRIA. ΒΟΜΒΗΤΗΣ - ΤΖΙΤΖΙΚΙ 12V - 24V.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρακί [sic] αυτοκινήτου / εσώρουχο με τρύπα: αποκαλείται το εσώρουχο με τρύπα στο επίμαχο σημείο (βλ.μήδια).

Η σχετική τρύπα προσφέρει εύκολη πρόσβαση χωρίς να χρειαστεί να ξεβρακωθείς εντελώς σε αυτό το τόσο άβολο (αλλά και τόσο ερεθιστικό κατά περίπτωση) χώρο διεξαγωγής σεξουαλικών περιπτύξεων.

Απλά σηκώνεις το μινάκι και γίνεται η δουλειά όπως πρέπει.

Βεβαίως το ίδιο εσώρουχο μπορεί να φορεθεί παντού, στο σπίτι, στο γραφείο, στην εκδρομή και προσφέρει την αβάντα της άμεσης αρπαχτής.

Ας σημειωθεί ότι οι κυρίες καλύτερα να το δοκιμάζουν πρώτα, δεδομένου ότι η τρύπα του βρακιού δεν είναι απαραίτητο ότι θα συμπέσει με την τρύπα του αιδοίου. Αν διαθέτουμε μεγάλο κώλο ή είμαστε ψηλές, μπορεί η τρύπα να βρεθεί στο ηβικό οστό, οπότε τσάμπα τα λεφτά.

(στο κατάστημα εσωρούχων)
- Ρένα μου, ήρθα με κέφια για κάτι καλό, τί μου 'χεις;
- Έλα, ήρθες στον άνθρωπό σου, έχω φέρει κάτι καλά αυτοκινήτου να τον αφήσεις σέκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, έτσι αποκαλούνται αντικείμενα που διευκολύνουν την ζωή (κάνουν κάποιον «ακαμάτη»).

Τα τρία πιο γνωστά είναι:

  • Tο μπιλάκι που προσαρμόζεται στο τιμόνι, κυρίως των φορτηγών, και βοηθάει να στρίβεις πιο εύκολα το τιμόνι,
  • Tο αντικείμενο (ένα ξύλο που στην άκρη έχει ένα χέρι) που σε βοηθάει να ξύσεις την πλάτη σου,
  • O μικρός αυτοσχέδιος ανυψωτήρας (τροχαλία και σκοινί) που χρησιμοποιείται για να ανεβάζεις μικροπράγματα στη σκαλωσιά ή ψηλά σε όροφο. Καμιά φορά και η τροχαλία αποκαλείται ακαμάτης.
  1. - Μαλάκα, χθες μπήκα σε έναν γκόλντεν μπόϊ ταρίφα. Άκου τι εξοπλισμό είχε το τυπάκι. Πέρα από τις κλασικές θήκες για ποτήρια και κινητό, είχε βεντουζάρει ένα μπλοκ Α4 στο παρμπρίζ, ένα notebook που έδειχνε τις μετοχές, gps με φωνή της Πετρούλας, και το κορυφαίο. Σε ταξί μερσεντές, είχε και ακαμάτη στο τιμόνι!
    - Για να έχει ένα χέρι ελεύθερο να κάνει πράξεις, μάλλον!

  2. - Που 'σαι, Σαράντο! Πιάσε από την καρότσα τον ακαμάτη, να ανεβάσουμε τα εργαλεία απάνω, μη λερώσουμε τις σκάλες της κυρίας...

  3. - Μωρό μου, έλα γρήγορα, προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις.
    - Ήρθα. Τι θέλεις;
    - Ξύσε με γρήγορα στην πλάτη. Υποφέρω.
    - Κι εγώ τι θα πάρω ως αντάλλαγμα;
    - Τίποτα, συζυγικό καθήκον σου είναι.
    - Τότε ψάξε να βρεις τον ακαμάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το καρναβαλικά πιμπαπαριστό και κωλοφτιαγμένο (αλλά όχι απαραιτήτως πειραγμένο) όχημα του κάγκουρα. Ο σχετικός ορισμός του yabihten τα λέει όλα. Το μόνο που ίσως θά' πρεπε να προστεθεί είναι ότι τα παλαιάς κοπής κάγκουαρ διέθεταν κόρνα με τα «παιδιά του Πειραιά» ή / και το «la cucaracha».

Εκ των κάγκουρας και Jaguar.

Ασίστ: Γεώργιος Ζάκκης

- (Η λέξη σσουγαμί) εξεστομίζεται από βιαστικούς οδηγούς αυτοκινήτων μάρκας «Κάγκουαρ» ίνα επιτεθούν φραστικώς προς προπορευόμενο οδηγό τε και οδηγό άσχημης οδηγικής συμπεριφοράς.
(Γεώργιος Ζάκκης, από εδώ)

- Ωραίο το κάγκουαρ. Ειδικά τα πλαϊνά μαρσπιέ είναι μούρλια.
(από το φόρουμ 4Τ, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοκίνητο όχημα το οποίο χρησιμοποιείται σε αγροτικές εργασίες και διαθέτει προσαρμοσμένη καρότσα στο αμάξωμα.

Είναι σκληροτράχηλα οχήματα που οι κάτοχοι τους κοκορεύονται ότι δεν έχουν βάλει λάδι και νερό εδώ και είκοσι χρόνια. Στο εσωτερικό μπορείς να βρεις λογαριασμούς, αποδείξεις, μισοάδεια (ή μισογεμάτα) μπουκαλάκια με νερό ή ξεθυμασμένο πιοτό, σακούλες, κέρματα, βίδες, εργαλεία, παπούτσι κ.α.

Αν μιλάμε για κλασικές εικόνες τότε σίγουρα είναι όχημα τ. Ντάτσουν. Πιθανότατα διαθέτει αρκετά σημάδια κακομεταχείρισης - όπως αναρίθμητα βουλιάγματα και τρακαρίσματα - αλλά και αρκετές ενδείξεις φροντίδας με κλασσικότερη το μπογιάντισμα σημείου ή επιφάνειας με εμφανείς πινελιές, για την αποφυγή σκουριάσματος.

Σε άλλη περίπτωση παρατηρούμε μια πολυφωνία ανταλλακτικών στο όχημα: το ανταλλακτικό (πόρτα, καπό κ.α.) μπαίνει όπως έχει αγοραστεί, ανεξαρτήτως χρώματος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα αυτοκινούμενο ουράνιο τόξο.

Επίσης, σε περιπτώσεις όπου το αυτοκίνητο είχε αγοραστεί για «καλό» ενώ τώρα έχει καταλήξει να κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά, υπάρχουν απομεινάρια της παλιάς καλής του εποχής όπως διακοσμητικό σεμεδάκι στο ταμπλό, αυτοκόλλητες εικονίτσες της Παναγίας, καλύμματα καθισμάτων από ξύλινες χάντρες ενώ στον καθρέφτη μπορεί κανείς να βρει κρεμασμένα λούτρινα ζάρια, λαγοπόδαρα, cd κ.α..

Στις μέρες μας οι σύγχρονοι «αγρότες» έχουν μεταμορφωθεί σε μυώδη κτήνη τ. Ναβάρα 4x4 και θυμίζουν ελάχιστα τους παλιούς κλασικούς. Συνήθως στην καρότσα διαθέτουν αυτοσχέδιο σκυλόσπιτο με τρυπούλες για τον αέρα, αυτοκόλλητα με μπεκάτσα ή τσίχλα και στην χειρότερη να είναι λασπωμένα από την κορυφή ως τα λάστιχα με μόνο καθαρό σημείο την τροχιά των υαλοκαθαριστήρων.

- Έλα, μ' ακούς; δεν έχω σήμα και θα τελειώσει η μπαταρία! Έχω μείνει με το παπί από λάστιχο και βενζίνα στα αγριόματα πάνω απ' το χωράφι του κυρ 'μίλιο.
- Καλά, κλείσε. Θα 'ρθω να σε πάρω με τον αγρότη.
- Έλα, μ' ακούς; Ναι!

Ο αγρότης τότε (από PUNKELISD, 22/08/11)Ο αγρότης τώρα (από PUNKELISD, 22/08/11)

βλ. και αγροτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεταχειρισμένο· ως ιδιότητα κάποιου αντικειμένου, ιδίως σε συμφραζόμενα συναλλαγής (αγοραπωλησίας αυτού).

Κάπως δύσχρηστο στις λοιπές κλίσεις πλην ονομαστικής ενικού.

  1. Από εδώ:

Στον αγώνα έβαλα Michelin Pilot exalto 2 V δείκτη ταχύητας επίσης μεταχείρα αλλά άστριφτα τα οποία όσο απίστευτο και αν ακούγεται,δε σαπούνιασαν και στον αγώνα δεν τα ακουσα να σκούζουν.

  1. Από εδώ:

Το δεύτερο ειναι quartz. Τιμή καινουριου γυρω στα 2.400 και το βρίσκω μεταχείρα με εγγύηση απο κατάστημα, κοντά στα 1.800

  1. Από εδώ:

και μεις έχουμε μια αντίστοιχη λογική πάντως μεταχείρας-χιλιομέτρων και μην λεπτομεριάσω κιάλλο...

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δούκας ονομάζεται στην μηχανόβια αργκό η motard μηχανή ΚΤΜ Duke.

Ονομάστηκε έτσι, καθώς Duke = Δούκας στα αγγλικά.
Είναι δημοφιλής μηχανή στον κύκλο των νέων λόγω του σχεδιασμού της και των επιδόσεων της. Είναι γνωστή για τα προβλήματα της και τις συχνές επισκέψεις της στα συνεργεία.

Ο κάτοχος της είναι συνήθως 20-30 ετών, φραγκάτος και με ύφος σαράντα καρδιναλίων. Οι οδηγικές του ικανότητες εκφράζονται μέσω της σούζας, της έλλειψης κράνους και της μηχανής που ποτέ δεν ισιώνει στον δρόμο. Παράδειγμα προς αποφυγή.

  1. Ρε τα έμαθες; Ο Μιχάλης αγόρασε έναν δούκα!
    — Ήξερα ότι είναι μαλάκας ο Μιχάλης αλλά όχι και τόσο! Πεταμένα λεφτά...

  2. — Ο τελευταίος δούκας έχει πάθει κρίση ταυτότητας. Είναι motard ή naked;
    — Θα σου πώ εγώ τι είναι... μαλακία είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified