Selected tags

Further tags

Επίσημη μονάδα μέτρησης η οποία δεν έχει μπει ακόμα στο CGS ή στο MKS, άγνωστο για ποιους λόγους, αν και εικάζεται ότι ανθελληνικοί, αλλόθρησκοι δάκτυλοι σε συνεργασία με ξένα, σκοτεινά παράκεντρα εξουσίας είναι στη μέση ως συνήθως...

Η μονάδα μέτρησης κολώνα χρησιμοποείται από τους Έλληνες καυλοτίμονους για να περιγράψει την διανυσματική διαφορά μεταξύ δύο παραλλήλως κινούμενων αυτοκινήτων (Α και Β), τα οποία οι ιδιοκτήτες τους έχουν προηγουμένως «στήσει». Όπου κολώνα, ο παρόδιος στύλος της ΔΕΗ που φωτίζει τον δρόμο - θέατρο των προαναφερθεισών επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι η διαφορά από κολώνα σε κολώνα είναι συγκεκριμένη (πχ. 15 μέτρα), αν το αυτοκίνητο Α προπορεύεται του Β κατά 30 μέτρα, λέμε ότι «του 'ριξε 2 κολώνες».

Ενίοτε χρησιμοποιείται και η μισή κολώνα, ως υποδιαίρεση της κολώνας, ενώ για μικρότερες διαφορές είθισται να χρησιμοποιείται ο όρος «αμάξια» ή «καρότσες», όπου το μήκος του μέσου αυτοκινήτου χρησιμεύει ως ένδειξη της διαφοράς. Επιστημονικά πράγματα.

- Στήσιμο;
- aseto...
- Τι άσετο ρε φλωρόκουπα; Κωλώνεις;
- Τι να κωλώσω από το ματρακά σου ρε ληγμένο άτομο; Πέντε κολώνες θα σου ρίξω για να μην το παίζεις τζάμπα μάγκας. Άδειες;

(από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε αυτοκινούμενο όχημα, δίτροχο ή τετράτροχο, του οποίου η ημερομηνία τελευταίου σέρβις (για να μην πούμε έκδοσης) αριθμεί τουλάχιστον 20 έτη. Αν και στην κοινή συνείδηση, ο ματρακάς φέρνει στο νου παμπάλαιο αμάξι που ακούγονται οι λαμαρίνες και διάφοροι ακατανόητοι ήχοι σε ακτίνα χιλιομέτρων, δεν σημαίνει πως ο όρος σκιαγραφεί μόνο αυτά. Μπορεί κάλλιστα να είναι πιο καινούργιας βερσιόν όχημα, που όμως να είναι κακοσυντηρημμένο, τρακαρισμένο (αλλά να κυκλοφορεί, παρόλα αυτά) ή, αν αναφερόμαστε σε δίκυκλο, φέρτε στο μυαλό σας τις Ζούνταπ ή εκείνα τα τρίκυκλα που είχαν παλιά οι μπακάληδες ή οι λαϊκατζήδες.

Κύρια χαρακτηριστικά τους:

  • Κομμένη εξάτμιση ή καζανάκι που σέρνεται (εάν υπάρχει)
  • Βαθουλώματα από μικρές στούκες (συνήθως σε κολονάκια ή κράσπεδα)
  • Απαραίτητα ρόδες χωρίς τάσια
  • Αυτοκόλλητο από μάρκα λιπαντικών ή συνεργείου που έχει βαρέσει φαλιμέντο από το 1981
  • Σχάρα (στα 4τροχα) και χταπόδι (στην σχαρούλα 2τροχου)
  • Σέλα μπαλωμένη με ταινία μονωτική (2τροχο)
  • Σπασμένο κρύσταλλο στα φανάρια (όχι όλα) ή διαφορετικού χρώματος (διότι όταν έγινε το σέρβις δεν υπήρχε ανταλλακτικό μαμά, έτσι καταφύγαμε σε λύση-πατέντα)
  • Ψιλο-ξεχαρβαλωμένος προφυλακτήρας
  • Χαρτόνι στο τριγωνάκι, εκεί που κανονικά είναι τζαμάκι αντίστοιχου σχήματος, στο παράθυρο της πίσω πόρτας.
  1. - Βαγγέλη το βραδάκι θα περάσω εγώ να σε πάρω, οκ ; - Τι, με τον ματρακά σου; Άσ' το καλύτερα, δεν παίρνω ταξί...;

  2. - Με γεια το τουτού ρε φίλε....! - Εε, ντάξ μωρέ... ψιλο-χρέπι είναι, αλλά μου το 'δωσε ο μπάρμπας μου που δεν το ήθελε ... - Μαλάκα τι λες; Έχεις και παράπονο; Πολύ μαφιόζικο το εργαλείο....

  3. - Έμαθα ο Νίκος ήταν χτες στα Λιμανάκια. - Γιατί; Έστηνε κόντρες με τον ματρακά του; ΑΧΑΧΑΧΑΧΑ! - ... ΧΑΧΑΧΑΧΑ!

ματρακας (από ο αυτοκτονημενος, 27/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν, στο παρκάρισμα ή στο ξεπαρκάρισμα, στουκάρουμε τον μπροστινό ή τον από πίσω μας τόσο δυνατά ώστε το ακούνε όλοι. Το λέμε για όσους, την ώρα που (ξε)παρκάρουν, κοιτάν αλλά δεν βλέπουν (είναι κοντοί ή γέροι ή άσχετοι ή ξανθιές) και περιμένουν να ακούσουν το μπαμ για να σιγουρευτούν ότι δεν πάει άλλο η μανούβρα.

ΚΡΑΑΑΑΤΣ!!!
- Ω τον παππού! τον τσάκισε τον πίσω του!
- Α, καλά, αυτός παρκάρει δια της ακουστικής μεθόδου.
- Άμα ακούει κιόλας το χούφταλο, πάλι καλά...

(από nick, 05/04/09)Γούντι Άλεν, «Μπανάνες» (1971) (από vikar, 27/07/11)

βλ. και παρκάρω με το αυτί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστάτης στη γλώσσα του ποδηλάτου ονομάζεται ο μεταλλικός δακτύλιος που τοποθετείται μεταξύ συναρμολογημένων μερών του ποδηλάτου, ώστε να καλυφθεί τυχόν απόσταση μεταξύ τους και να επιτευχθεί σταθερότερη εφαρμογή (λ.χ. μεταξύ τιμονιού και σκελετού, πιρουνιού και σκελετού, ακόμα και στη σέλα ή στους άξονες των τροχών).

Εντάξει, δεν είναι πιουρ σλανγκ, αλλά δεν είναι ωραίο που αυτός ο αποστάτης προέρχεται από την απόσταση και όχι την αποστασία;

Να μη συγχέεται με τον Αποστάτη και τους πολιτικούς του επιγόνους: ο μεν ποδηλατικός αποστάτης αποτρέπει το τζόγο, ο δε πολιτικός αποστάτης συνέβαλε στο να ζήσει το Ελλαδιστάν μια περιπετειώδη και γεμάτη ζωή.

(αντί τεχνικού παραδείγματος, πχ «Αγόρασα ένα αποστάτη 2 cm κλπ κλπ, ένα ποιηματάκι από κάποιον παραληρηματικό εδώ)

Πριν τον Αντρέα ο Αποστάτης, μετά τον Αντρέα ο Χατζηαβάτης,
μετά εσύ ο Υπνοβάτης και τώρα έρχεται ο Ποδηλάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους μαραγκούς και τους μηχανικούς, η σφήνα έχει μια καθωσπρέπει έννοια, την οποία όλοι γνωρίζουμε και γω βαριέμαι να αναπτύξω εδώ. Θα ασχοληθώ με τις σλανγκ σφήνες, τουτέστιν:

  1. Το να φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν, το να χώνεσαι ανάμεσα στο νταραβέρι δύο ανθρώπων μπλοκάροντάς τους, ακριβώς όπως μια σφήνα χώνεται πχ κάτω από ένα παραθυρόφυλλο και το ακινητοποιεί, παρόλο τον αέρα.

  2. Στο οδήγημα, το να κάνεις σφήνες είναι το να χώνεσαι με ευελιξία και ταχύτητα ανάμεσα στα άλλα εν κινήσει αυτοκίνητα. Ακόμα καλύτερα είναι να το καταφέρνεις ήσυχα (όσο και γοργά), χωρίς να αναβοσβήνεις τα φλας ή τα προβόλια. Κάνοντας σφήνες ελίσσεσαι πολύ γρηγορότερα απ' όλους που πήζουν στην κίνηση. Βρίσκεσαι σε κατάσταση μόνιμου στοιχήματος με τον εαυτό σου και με τους άλλους: βάζεις σημάδι κάποιο ευδιάκριτο όχημα και κοιτάς αν πράγματι προχωράς μες τον χάος ή αν ο μύθος με τον λαγό και τη χελώνα έχει βάση (και έχει, πολλές φορές).

Το οδήγημα αυτό χαρακτηρίζει τους καυλοτίμονους εν γένει, αλλά δεν είναι πάντα γοητευτικό. Είναι καταστροφικό αν είσαι άπειρος οδηγός ή ηλίθιο καυλόγκαζο. Είναι επίσης εκνευριστικότατο όταν γίνεται από ταξιτζή. Ο καλός οδηγός δεν είναι ντε και καλά ο καυλιάρης, είναι αυτός που με το γάντι υπερέχει όλων, χωρίς να έχει προκαλέσει ατύχημα σε ανθρώπους ή ζώα και χωρίς να το κάνει σκόπιμα ώστε να εκνευρίσει τους άλλους. Ανάλογα με το ποιον της σφήνας κρίνεται και ο οδηγός.

  1. Εξάρτημα που χρησιμοποιούν οι κιθαρίστες (pin)

  2. Αξεσουάρ σεξουαλικής διέγερσης για πρωκτικό σεξ.

  1. - Και μετά;
    - Ε τι και μετά, μετά μπήκε σφήνα στη συζήτηση η μάνα της και τα γάμησε όλα. Πάνω που είχαμε ηρεμήσει, ξαναπήρε ο καυγάς.

  2. - Ρε μαλάκα, κοφ' τις μαλακίες, σου έχω πει ότι όταν οδηγείς το αμάξι μου δε γουστάρω σφήνες και καγκουριλίκια...
    - Ε όχι και γκάγκουρας εγώ, δεν το σπάω το αμάξι, το πάω μαλακά, βελούδο... όχι και γκάγκουρας...

  3. Πέρασε την καινούρια χορδή μέσα στον καβαλάρη και τράβηξέ την μέχρι το μεταλλικό τερματικό να «πιάσει» πάνω στο ξύλο. (και ενοείται ότι εφόσον «πιάσει» το μεταλικό τερματικό στο ξύλο, τότε βάζουμε την «σφήνα». Εάν μπεί η σφήνα (ή pin ή πέστε το όπως επιθυμείτε) , ενώ το μεταλλικό τερματικό δεν έχει «πιάσει» στην κάτω οπή του καβαλάρη, τότε κατά το κούρδισμα «τραβιέται» πρός τα πάνω, με αποτέλεσμα πα σπάει ή χορδή...).

  4. - Ρε συ το έμαθες ότι η Σταματία και ο Λάκης χώρισαν;
    - Ναι ρε, πώς έγινε αυτό τόσο ξαφνικά;
    - Καλά, πέθανα στα γέλια όταν τό 'μαθα... Χώρισαν γιατί αυτός της χάρισε για τα πέντε τους χρόνια μια σφήνα που αγόρασε από ένα σεξομάγαζο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή οφείλει την πατρομητρότητά της στους κώδικες της οδικής κυκλοφορίας. Σχετίζεται με την αγνόησή του κόκκινου φαναριού από τον οδηγό ενός αυτοκινήτου, μ' αποτέλεσμα ο οδηγός που οδηγεί στον κάθετο μ' αυτόν δρόμο να δει τον άλλο απροσδόκητα, ως φάντη μπαστούνι μπροστά του. Ως εμπόδιο που αφενός του εμποδίζει τη διέλευση και αφεδύο απειλεί και τη ζωή του.

Η εκφορά της φράσης στη σλανγκική, χρησιμοποιείται με τη γενικότερη σημασία της εμφάνισης απροσδόκητου εμποδίου που απειλεί την αναβολή των σχεδίων κάποιου, ή τη ματαίωσή τους.

Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για:

- Απροσδόκητο εμπόδιο που δεν θα μπορούσε να προβλεφτεί (βλ. παρ. 1).

- Απροσδόκητο εμπόδιο που θα μπορούσε να προβλεφτεί, αλλά δεν έγινε καλή εκτίμηση της κατάστασης (βλ. παρ. 2).

  1. Από μεσοβδόμαδα προετοιμαζόμουν για να πάω το ΣΚ διακοπές, αλλά... μου τη βγήκε με κόκκινο ένας καραμπινάτος πυρετός την Παρασκευή το βράδυ.

  2. Κατέβηκα στο κέντρο με τ' αμάξι για ψώνια, λίγο πριν κλείσουν τα καταστήματα, αλλά μου τη βγήκε με κόκκινο η μαλακία μου. Είχα ξεχάσει βλέπεις, το πορτοφόλι μου, στο σπίτι.

(από GATZMAN, 15/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά αντλημένη από τα αυτοκίνητα, όπου το κοντέρ μετράει πόσα χιλιόμετρα έχει κάνει το αμάξι.

Ευρύτερα εννοούμε ότι έχουμε μεγάλη παράδοση σε έναν τομέα, μεγάλη εμπειρία και ιστορία. Σλανγκίζεται ιδιαιτέρως και για το σεξ.

Ο Πήτερ Χολμς είχε γράψει αμέτρητα χιλιόμετρα στο πορνό πριν πεθάνει από ΑΙDS στα μέσα των '80ς.

Πού να την αφήσει την Λάουρα ο Μένιος; Έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα μαζί της! Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα;

Ο άνθρωπος έχει σνιφάρει χιλιόμετρα κοκαΐνης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για ένα μηχάνημα που αρχίζει να λειτουργεί και πρέπει να περάσει ένα αρχικό διάστημα, ώστε τα διάφορα μέρη του τρόπον τινά να «συνηθίσουν» να λειτουργούν μαζί, να «συναρμολογηθούν».

Ας πούμε, το λέμε για ένα αυτοκίνητο, που γράφει τα πρώτα χιλιόμετρα. Τότε δεν ευχαριστιόμαστε τόσο την οδήγηση, όσο κάνουμε τον σταυρό μας να μην παρουσιάσει κανένα πρόβλημα.

Έτσι, η φράση σλανγκίζεται για τις πρώτες σεξουαλικές συνευρέσεις ενός ζευγαριού, όπου δεν ευχαριστιέσαι το σεξ καθ' εαυτό, όσο κοιτάς πώς θα «τα βρεις» με τον άλλο, πώς θα αποκτήσεις σεξουαλική οικειότητα, πώς θα κατανοήσεις τα σεξουαλικά χούγια, επιθυμίες και ανάγκες του άλλου, κι αυτός τις δικές σου. Η ευχαρίστηση έρχεται μετά από αυτήν την πρώτη περίοδο ρονταρίσματος.

Δεν γενικεύω ασφαλώς, άμα σου κάτσει το Λίλιαν δεν θα κάτσεις να ροντάρεις...

- Πώς πάτε με την Αφροξυλάνθη ρε Χάρη; Εννοώ στο φίκι-φίκι ιφ γιου νόου γουάτ άι μην...
- Ε, τώρα ακόμα ροντάρουμε, γράφουμε τα πρώτα χιλιόμετρα, αλλά ευελπιστώ ότι σιγά σιγά θα εξελιχθεί σε ένα πρώτης τάξεως θήλυ νέας κοπής και θα βγάλουμε τρελά γούστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ντροπιαστική ήττα σε αγώνες, ή όταν συμβαίνει κάτι μη αναμενόμενο.

Συνήθως προηγούνται τα «έφαγα» ή «έριξα», αναλόγως ποιος το λέει.

  1. Ρε τι ταμπάνι φάγαμε χθες. Αυτή η ομάδα δεν πιανόταν στο γήπεδο.

  2. Φίλε μου κόλλαγε ένας πιτσιρικάς στο φανάρι. Του έριξα ένα ταμπάνι...

  3. Άσε κι έφαγα ένα ταμπάνι απ' τη ΔΕΗ (λογαριασμό)!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στο παρκάρισμα, όταν ακουμπάς λίγο, ένα τακ, τον μπροστινό ή και τον πίσω. Πιο πολύ στον Αόριστο: «Τον φίλησα». Εννοείται ότι έχεις ακουμπήσει ελάχιστα τον προφυλακτήρα του, σαν ένα ακράγγιγμα των χειλιών σε ένα φιλί.

Πηγή: Beth.

- Έλα, έλα, έλα, έλα κι άλλο, έλα, έλα μαλάκα να δεις τι έκανες!
- Τι; Τον φίλησα;
- Ναι, αλλά γαλλικό φιλί! Βρες τώρα τον ασφαλιστή σου να δούμε πώς θα γλυτάρουμε!...

βλ. και δια της ακουστικής μεθόδου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified