Selected tags

Further tags

Υπάρχουν τουλάστιχον δυο μεγάλες κατηγορίες φλορέτας:

1. Το περασμένο Σάββατο στον ηλιόλουστο Καραβά, έκανε την εμφάνιση του ένα θρυλικό μοτοποδήλατο που στις περασμένες δεκαετίες είχε γράψει ιστορία και είχε κάψει καρδιές. Μετά την μεταπολεμική εποχή της Ελλάδος, το βασικό μηχανοκίνητο μέσο μεταφοράς ήταν, η αξέχαστη σε όλους, «Φλορέτα». Οι νέοι της εποχής εκείνης επιθυμούσαν διακαώς και έκαναν τα αδύνατα δυνατά, ώστε να αποκτήσουν ένα από τα πιο δημοφιλή οχήματα. Ένα τέτοιο μοτοποδήλατο ήταν μεταφορικό μέσο, εργαλείο δουλείας και αντικείμενο διασκέδασης. Ανεβαίνοντας πάνω στην σέλα, ταυτόχρονα απολάμβαναν και μεγαλύτερης εκτίμησης στα μάτια του γυναικείου φίλου. Το θρυλικό αυτό μέσο, άρχισε να χάνει την αίγλη του, μετά από 30 περίπου χρόνια, όταν άρχισαν να κυκλοφορούν τα αυτοκίνητα σε μεγαλύτερο βαθμό.

2.
- Την ΦΛΟΡΕΤΑ αξίζει να την επαναφέρεις όσο δυνατό στην αρχικη μορφή - τούμπανο η φλορετα ολα τα λεφτα λεμε!!! - Α ρε φλορέτα αθάνατη...Γερμανικά πράματα για μια ζωή.

  1. - Τζους μωρή φλορέτα, που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο!

Το πραπρά (από σφυρίζων, 13/02/13)Το πριπρί (από σφυρίζων, 13/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στο υπερστιλάτο ιταλικό πραπρά και υπέρτατο φετίχ των Mods, αλλά στην θεαματικότερη ίσως ποδοσφαιρική καγκουριά έβερ: στην ντρίμπλα λαμπρέτα.

Πρόκειται για ελιγμό όπου ο ντριμπλαδόρος εκτινάσσει την μπάλα από πίσω του και πάνω από το κεφάλι του αμυντικού σε τροχιά 360° που θυμίζει ουράνιο τόξο. Η λαμπρέτα είναι φιγουρατζίδικη και γαμάουα αλλά - φευ! - περιορισμένης αποτελεσματικότητας και ωσεκτουτού συναντάται κυρίως σε δρόμικα παιχνίδια και λιγότερο σε επαγγελματικούς αγώνες.

Αγγλιστί: rainbow kick, γαλλιστί coup du sombrero.

1. Ο ποδοσφαιριστής της Ιντερνασιονάλ «άδειασε» τον αντίπαλο αμυντικό με την λεγόμενη ντρίμπλα «λαμπρέτα» αλλά στην συνέχεια στάθηκε άτυχος καθώς το πλασέ που επιχείρησε βρήκε στο δοκάρι.

2. «Κακιά συνήθεια» έχει γίνει στον Λεάντρο Νταμιάο η ντρίμπλα «λαμπρέτα». Ο Βραζιλιάνος άσος βρήκε την ευκαιρία να προσφέρει θέαμα στο φιλικό της Βραζιλίας με την Αργεντινή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απροσδιόριστο μεταφορικό αντικείμενο το οποίο το «τρώει» κάποιος όταν χάνει σε: κόντρα με αυτοκίνητο / μηχανάκι, video game, αθλητικό παιχνίδι κλπ.

Εν γένει συνώνυμο εκφράσεων του στυλ τρώω πούτσα, τον πίνω, «τη ρούφηξα», αν και κανείς δε γνωρίζει την ουσιαστική σημασία της ίδιας της κλαπάνας.

Τα βάλαμε με ένα Starlet κι εκεί που είχα ετοιμαστεί να τον πατήσω, μου 'ριξε μια κλαπάνα που ήταν όλη δικιά μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σε υπερθετικό βαθμό πωρωμένος με το αυτοκίνητό του και που παρουσιάζει aggresive συμπεριφορά με αυτό.

Δες πώς μόνταρε το σαξόραλο ο υπερκάβλας.

Δες και καυλόγκαζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκαπνίζω την (δίχρονη) μηχανή. Τέρμα γκάζι με τέταρτη σχέση για 2 χλμ περίπου, να καθαρίσουν οι επικαθήσεις στην εξαγωγή.

Πάω να ξεκαπνίσω το RGVόνι.

τρόμος σε 2 χρόνους (από northwind, 08/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλη των 70's και αρχές 80's οι λίτες. Τους αποκαλούσαν λαντιάρηδες.

Ξεχώριζαν από τις ψηλές κεραίες πίσω...

Να την κάνουμε από την πλατεία γρήγορα, έρχονται λαντιάρηδες και θα κάνουν ελέγχους για ταυτότητες.

(από Khan, 14/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το αυτοκίνητο μάρκας AUDI.

Μόλις πέρασε ο Νίκος με το αυδί του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά από το μηχανάκι (όπου μπορεί να καθίσουν τρεις πάνω) στη σεξουαλική ζωή, όταν γίνεται τριολέ και συμμετέχουν τρεις στην καβάλα.

Τι να κάνουμε Γιάννη μου; Στις μέρες μας το τρικάβαλο συνηθίζεται.

(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καγκούρω αποκαλείται τόσο η γυναίκα-κάγκουρας όσο και η σύζυγος / ερωμένη του κάγκουρα. Το γούστο του κάγκουρα στις γυναίκες είναι δεδομένο, ωσεκτουτού οι παραπάνω ιδιότητες συνήθως αλληλεπικαλύπτονται.

Ευθυμολογείται εκ του κάγκουρα και του γαμοσλανγκοτέτοιου (κατά τα υστέρω, μαλάκω κ.ά.) Εναλλακτικά: καγκούραινα, καγκουρίνα, καγουρομούνα.

1. Δε φταίνε οι άντρες για την κατάσταση των γυναικών. Δε φταίω εγώ όταν εσύ είσαι συναισθηματική και πας με τον κάθε μαλάκα που γνωρίζεις μία βδομάδα. Δεν είναι δική μου ευθύνη αν είσαι συναισθηματική, και ελπίζεις σε έναν καλύτερο κόσμο, και γράφεις ποιήματα για τη ζωή, τον έρωτα, τα συναισθήματα, ενώ το μουνί σου σε προστάζει να είσαι καγκούρω. Όπως το λέω. Τα διαβάζουμε αυτά, και μένουμε παξιμάδι! Βρισκόμαστε με ανοιχτό το στόμα σκεφτόμενοι ότι πρόκειται για μία ξεχωριστή κοπέλα, η οποία καταλήγει να ακούει Χατζηγιάννη επειδή αυτός έχει ωραίους κοιλιακούς, και είναι με κάποιον άσχετο, ο οποίος φαίνεται ότι είναι ρηχός, αλλά έχει αμάξι.

2. Ναι, δεν κατάφερα να μην βάλω φωτάκια και κουδουνάκια. Μια φορά καγκούρω, πάντα καγκούρω.

3. Εγώ το είδα στην Καγκούρω την Τατιάνα και ο συνδυασμός δώρου-παρουσιάστριας ήταν τραγελαφικός...:Ρ

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι αποκαλείται ...ελληνιστί ο «μετατροπέας ροπής», παρηχώντας το ξενικό «torque converter» από το torque = ροπή και converter = μετατροπέας.

Πρόκειται για εξελιγμένη μορφή του υδραυλικού συμπλέκτη. Είναι ένας μηχανισμός με εξαρτήματα από χάλυβα που αποτελείται από το κέλυφος, τον στάτη, τον στρόβιλο και την αντλία. Σκοπός του η ομαλή, προοδευτική, αθόρυβη και χωρίς κραδασμούς, τριβές ή φθορές, υδραυλική με λάδι μετάδοση της περιστροφικής κίνησης από τον κινητήρα στο φορτίο του.

Κατά κανόνα υπάρχει σε όλα τα αυτοκίνητα με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων.

Το συναντάμε και ως τρικουβέρτο (και όχι τρικούβερτο που είναι άλλο πράγμα και χαρακτηρίζει, αρχικά, πλοίο με τρεις κουβέρτες).

Το τροκουβέρτο χάνει λάδια, θέλει αλλαγή τσιμούχας.

(από iwn, 24/04/13)(από iwn, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified