Selected tags

Further tags

Η αγάπη του για την τετρακίνηση εκτός δρόµου είναι δεδοµένη. Λάτρης των οικογενειακών εκδροµών στην ύπαιθρο, σε µέρη όπου τα άλλα αυτοκίνητα είναι αδύνατο να τα βγάλουν πέρα. Στον ιδιοκτήτη τζιπ, οι συνήθειές του είναι τα τριήµερα µέχρι και πολυήµερα µακρινά ταξίδια του µέσα από λαγκάδια, βουνά, λάσπες, νερά και χιόνια.

Περασμένα μεγαλεία ρε φίλε, πρόπερσι είχαμε πάει Καιμακτσαλάν... αλλά τώρα με αυτή την κρίση δεν έχει τέτοια, το σκεφτόμαστε και για Παρνασσό.

τζιπατος φωτο (από stratos98, 13/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καύχηση κάποιων για το φτιαγμένο (έστω και με κάποιες εμφανισιακά βελτιώσεις) αμάξι τους, το οποίο δεν παίζεται, είναι από τα πιο γρήγορα, και άλλα τέτοια φαιδρά.

Κάτσε ρε φίλε, τι να λέμε τώρα... Πήγε ο ασήμαντος να τα βάλει με το μαύρο το rally... τον φονέα των δρόμων.

(από stratos98, 12/03/11)

Βλέπε και καυλοτίμονος, καυλόγκαζο, γκαζοφονιάς, χάρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικά το μοντέλο αυτοκινήτου της ρωσικής Lada που παρά το ταπεινό του παρουσιαστικό πειράζεται και φουσκώνει από συμπαθείς ελληνοπόντιους μετανάστες που του φοράνε χρυσές ζάντες, αεροτομές-απλώστρες και λοιπά τιουνινγκάδικα αξεσουάρ. Το καμαρώνουν σαν γύφτικο σκεπάρνι,το γυαλίζουν με μπριγιαντίνη και ελαιόλαδο έξτρα παρθένο κορωνέϊκο. Είναι γεμάτο ενισχυτές και γούφερ, ηχορυπαίνει με καθάρια ρώσικη R'nB και σε εντελώς συλλεκτικά μοντέλα θα δεις και αυτοκόλλητα «m5» ,«sti» , «rs» , «sputnik edition» κολλημένα στο καπό.

- Με γεια την Ladaborghini. Την πήρες και σε ωραίο λαδοπρασινοκοραλλομπορντοχρυσαφομπλελαχανολιλα χρωματάκι.
- Σπασίμπα μπλιετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της γνωστής φίρμας Ferrari επί το γελοιοδέστερον, ή, όσα δεν φτάνει η αλεπού τα φτάνει ο Φασούλας.

Ανάλογες παραποιήσεις ονομάτων από μάρκες αυτοκινήτων είναι Σκόντα-Σκούντα, Μιτσουμπίσι-Μη-σου-σβήσει, κ.λπ.

- Την είδες τη Φρενάρι που πέρασε από δίπλα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικός ορισμός: το καρούλι ενός καλαμιού ψαρέματος χαμηλής ποιότητας, που συνήθως όταν το γυρνάς τρίζει σαν να θέλει γράσωμα..

Σλαγκιστί: συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε ένα σαράβαλο αυτοκίνητο, μηχανάκι κτλ... Κυρίως όταν κάνει πολύ θόρυβο και δεν πάει βήμα...

Χρησιμοποιείται επίσης και για άλλα αντικείμενα, συνήθως παλιά ή κακής ποιότητας, που κάνουν ενοχλητικό θόρυβο ή τρίξιμο.

Χρησιμοποιείται κυρίως υποτιμητικά.

  1. - Δες μλκ την αμαξάρα μου! έβαλα και αγωνιστική εξάτμιση!
    - Βρε άντε παρ' το το τσικρίκι σου από δω... μόνο θόρυβο κάνει... το σκούτερ της γιαγιάς μου πιο γρήγορα πάει...

2.- Μλκ έλα ν' ακούσεις ηχοσύστημα που έβαλα...
- Πωωωωω μλκ, τι μάρκα μ' έκαψες πήγες και έβαλες; θα πάθω κανα έγκαυμα στ' αυτί.,. σκέτο τσικρίκι είναι.., βάψ' το καφέ και πέτα το στον θερμαϊκό...

βλ. και καβουρδιστήρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοτοσυκλετιστικό ακ- σεσουάρ που στερεούται στο πλαίσιο της μοτό και την προστατεύει από ζημιές κατά την πτώση, ή τουλάχιστον προσπαθεί.

Τα μανιτάρια τοποθετούνται εκατέρωθεν της μοτοσυκλετός και δια τούτο πωλούνται σε ζεύγη. Υπάρχουν δε και μανιτάρια τροχών ή καλαμιών μικροτέρου μεγέθους και για συγκεκριμένα είδη μοτορίων (enduro και motard).

Τα μανιτάρια προτιμούνται από τις μπάρες προστασίας ολοένα και περισσότερο, διότι είναι απείρως πιο καλαίσθητα και ελαφρύτερα.

Από έρευνες της valter moto παρατηρήθηκε ότι τα μανιτάρια με πλαστικό υλικό αυξάνουν τον συντελεστή τριβής σε παρατεταμένη ολίσθηση με αποτέλεσμα την καταπόνηση των βάσεων στήριξης της μοτοσικλέτας.Οι μηχανικοί της valtermoto σχεδίασαν και κατασκεύασαν μανιτάρια προστασίας με ειδικό εξωτερικό μείγμα από NYLON για μικρότερο συντελεστή τριβής. Εσωτερικά έχουν μεταλλική βάση για να μην αποκοπούν από της βίδες τους και έχουν υψηλής ανθεκτικότητας ατσάλινες βίδες για να αντέχουν στις πιέσεις, ενώ αντίθετα σε περίπτωση πρόσκρουσης να σπάνε, για να μην προκαλέσουν, ζημιά στις βάσεις στήριξης της μοτοσικλέτας...
εδώθε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός μηχανόβιου που προτιμά με θρησκευτική ευλάβεια τα Γιαπωνέζικα μοτόρια.

Στον αντίποδα βρίσκονται οι Ευρωπαίοι, που αγοράζουν με την ίδια προσήλωση μοτοσακά κυρίως εξ' Ιταλίας αλλά και εξ' Αυστρίας τε και Γηραιάς Αλβιώνος.

Κυριότερο επιχείρημα των Ιαπώνων για την προτίμησή τους είναι η αξιοπιστία, ενώ ο αντίλογος των Ευρωπαίων επικεντρούται στο: ό,τι δεν πάει..., δεν σπάει.

Αδερφέ πάνω πρώτα απ'όλα περαστικά και υπομονή!!! Να γίνεις σύντομα περδίκι!!

Μετά για το εργαλείο αφού είναι Ιάπωνας του βγάζω καπέλλο παρ'ότι δέν με συγκινούν ιδιαίεταιρα τέτοιυ στύλ μηχανές (Δέν έχω καβαλήσει βέβαια και ποτέ για αυτό ίσως και να μήν ξέρω) είμαι ποιό πολύ του Motard και του πιστάδικου!! (Μικρός ακόμα για αυτό)...

από εδεπά

Γενάρχης (από perkins, 07/03/11)Ο αντίλογος... (από Vrastaman, 07/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαρουχώνω τα φρένα, ή, συνεκδοχικά, το τσαρουχώνω (ενν. το αυτοκίνητο) σημαίνει φρενάρω δίχως αύριο, τερματίζω το πεντάλ των φρένων, συνήθως σε φρενάρισμα πανικού προ ιπποποτάμου.

- Τι έμαθα ρε, τροπέτο το σάξο του Μπάμπη;
- Τού 'βγαλε κώλο στη φουρκέτα, και, όπως είναι και άμπαλος, το τσαρουχώνει και αγόρασε οικόπεδο... Αυτός τη γλίτωσε μ' ένα χέρι σπασμένο.
- Η ζώνη σώζει ζωές όταν η μαλακία τις βάζει σε κίνδυνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά παλαιάς κοπής (ογδόνταζ), παπαριά ολκής, που όμως ειπώθηκε πολύ. Υποτίθεται ότι παπί = παπί, η υπονοούμενη εξίσωση όμως είναι παπί = καυλί.

Από τη ομότιτλη πιπίτσα του Ρακιντζή, βλ. μήδι.

- Ακαλά, είσαι φουλ καψούρα εσύ! Πώς τα κατάφερε το πρόσωπο και σε έριξε έτσι;
- Ε, στο πάρτυ της Φρόσως, εκεί στο άσχετο, τον ακούω να μου λέει «έλα τώρα, κάτσε στο παπί μου» -και πέθανα, αυτό ήταν.
- ...

(από ironick, 18/02/11)(από Khan, 15/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απόγειο διασκέδασης των προεφήβων στις δεκαετίες '70 και '80 ήταν τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια στο λούνα παρκ. Η πρώτη φορά που καθόσουν στο τιμόνι - και το μαγικό κουδούνι που έδινε ώθηση στο ηλεκτρικό αυτοκινητάκι, αφού έδινες την μάρκα στον χλεμπονιάρη υπεύθυνο. Χωρίς να έχουν τρελό γκάζι, με το κομπλέ ανάποδο διαφορικό για να πιάνει η όπισθεν, ήταν η χαρά του ατζαμή, καθώς σκοπός πέραν της οδήγησης ήταν και ο εμβολισμός κάποιου φίλου ή γονέα που ήταν σε ένα άλλο αυτοκινητάκι.

Στα δικά μας τώρα. Η έκφραση «συγκρουόμενα» αναφέρεται σε σταυροδρόμια, φανάρια, στροφές ή κακοφτιαγμένους δρόμους, όπου τα ατυχήματα είναι σε ημερήσια διάταξη. Ιδίως από οδηγούς που δεν γνωρίζουν τις παγίδες στα συγκεκριμένα επικίνδυνα σημεία.

- Ρε, τί έγινε; Διαφημίζεις τσιρότα;
- Άσ' τα να πάνε. Μια καρακάξα με διεμβόλισε έξω από την Πειραιώς, στην Πολυτεχνείου. - Α, εκεί στα συγκρουόμενα... Πάλι καλά την γλίτωσες. Εγώ είχα σπάσει πόδι εκεί. Φρόντισε ένας ταρίφας για αυτό.

(από electron, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified