Selected tags

Further tags

Ιαχή Λετονού, μάλλον κάγκουρα, που προσπερνάει τον αντίπαλό του κοντράκια. Μας έχει μείνει από την εποχή του χωματόδρομου, που και τώρα δεν είναι σπάνιοι. Λέγεται και μεταφορικά για οποιαδήποτε προσπέραση.

- Έτσι όπως πάει η Ελλάδα, όλες οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που μπήκαν στην Ε.Ε., θα μας πουν «φάτε χώμα ρε!» σε λίγο και θα είμαστε ο ουραγός της Ευρώπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρό συνήθως αντικείμενο άγνωστης προέλευσης και χρήσης. Το βρίσκουμε κατά την συναρμολόγηση παντός είδους κινητήρα ή μηχανής γενικά. Συνηθίζεται να περνά απαρατήρητο ή να χάνεται.

- Ρε μαλάκα! Μήπως είδες εκείνο το παπαράκι;

- Γαμημένο παπαράκι, πώς μπαίνει τώρα αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πειρακτικός όρος για γεροντοφρικιά και άλλους συνομηλίκους τους που αγοράζουν μηχανές για πρώτη φορά στα 40+ αλλά δεν είναι ούτε τόσο φραγκάτοι, ούτε και τόσο ψώνια για να πάρουν Harley και βολεύονται με μηχανές μικρού κυβισμού.

Ενίοτε παν και διακοπές στα νησιά το καλοκαίρι μ’ αυτές, αλλά συχνά σπάνε και κάνα ποδαράκι...

Αν συνοδεύονται και από αίσθημα (σ' αυτήν την ηλικία λέγεται σύζυγος…) προσθέτουμε και το Σοφία (Αλιμπέρτη). Δεν συνοδεύονται όμως από χαίτη…

Ρε καλώς τον Γαρδέλη! Πού το φάγαμε το γόνατο πάλι; ΠΣΚ με την enduro και το Σοφάκι πάλι;

(από BuBis, 16/02/09)(από Khan, 14/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έξτρα εισόδημα που τσακώνουν ορισμένοι ταρίφες. Οι πονηροί αυτοί ταρίφες συνεχώς σκαρφίζονται λύσεις για να διατηρήσουν και να επαυξήσουν τα ταριφιάτικα. Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί σωστοί στον κλάδο τους.

Για παράδειγμα, θα αναφέρουμε, πως κάποιοι εξ αυτών των μπαγαπόντηδων τυπάδωντης κίτρινης φυλής, επικαλούμενοι πως δεν έχουν ρέστα για να σου δώσουν, σε κάνουν να προτιμήσεις φεύγοντας να τους αφήσεις τα ψιλά (παρά να γυρνάς μαζί τους σαν την άδικη κατάρα μέχρι να χαλάσεις, χάνοντας εν τω μεταξύ το χρόνο σου). Ετσι λίγα από δω, λίγα από κει βγαίνει το κομπόδεμα.

Ενα άλλο παράδειγμα αφορά αυτούς που, θεωρώντας πως στο ελληνικό αίμα τρέχει καθάριο αίμα ομάδας Ε, βλέπουν όποιον αλλοδαπό τολμήσει να τους σταματήσει, σαν το ψάρι, σαν το χάπατο που πρέπει να μαδήσουν ζητώντας του ένα κάρο χρήματα.

Ευτυχώς, βέβαια, κάποιοι ξένοι, που δε μασάνε από τέτοια τους καταγγέλλουν. Έτσι, οι ξύπνιοι αυτοί ταρίφες θεωρώντας πως οι αλλοδαποί κοιμώνται όρθιοι, κατορθώνουν να κάνουν ρόμπα τη χώρα.

Σημείωση: Αν και το ανέφερα παραπάνω, αισθάνομαι την ανάγκη να πώ πως το λήμμα εστιάζει στους ταξιτζήδες που αποτελούν κακό παράδειγμα για τον κλάδο και αμαυρώνουν με τις κινήσεις τους την εικόνα που έχουμε για τον Ελληνα ταξιτζή.

- Άστα, χθες σταμάτησα έναν Ομάρ Ταρίφ για να με πάει κάπου που είχα ραντεβού ... Μου ζήτησε ο τάριφμαν 8 ευρώ. Του δίνω δεκάευρο, αλλά δεν είχε ρέστα. Προσπαθούσαμε να βρούμε περίπτερο για να χαλάσω, εντωμεταξύ ο χρόνος κυλούσε. Βλέπεις, είχα επείγον ραντεβού και δεν έπρεπε να καθυστερήσω.
- Και τι έκανες;
- Τίποτα. Είπα ... ασταδγιαλα, προκειμένου να χάσω το ραντεβού μου ... δε γαμιέται, ας του αφήσω τα ρέστα.
- Εμ ... έτσι βγαίνουν τα ταριφιάτικα, φίλε μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά των Λετονών για το τρίο, τριολέ, ménage à trois. Ειδικά για την εκδοχή ένας άντρας δυο γυναίκες.

Γίνεται και τρικάβαλο, από εκεί και πέρα μπορεί να μπατάρει το εργαλείο και να μην αντέξει.

-Είδα χτες τον Μένιο πάνω στο μοτοσυκλετόνι, να έχει δικάβαλο Λίλιαν και Λάουρα!

(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Φεράρι κατά το Μερσεντικό και το Πορσικό.

Πού τα βρήκε τα μπικικίνια για να μας κάνει μόστρα κάθε πρωί με το Φεραρικό; Όχι πες μου πού! Αν δεν ήταν η Miesens, θα το είχε το Φεραρικό, όχι πες μου θα το είχε;

(από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η Μερσεντές, το Μερσεντικό, η Μερσέντα, με λίγα λόγια αυτό που οδηγούν οι Μερσεντεζοβολάνηδες και οι Μερσεντοσουσούδες.

Με το Μερσεντέ του μπαμπά έσκασε μύτη ο φλωρούμπας!

Mercedes McNab (από Hank, 04/02/09)(από protnet, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Μερσεντές ως εργαλείο, κατά το «σιδερικό», και με τρόπο, ώστε να γεμίσει πιο πολύ το στόμα σου.

Σκάσανε μύτη οι δεσποτάδες με πέντε - έξι Μερσεντικά.

(από Hank, 04/02/09)(από Vrastaman, 28/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτοκίνητο. Παιδική ηχομιμητική λέξη που χρησιμοποιείται και από ενήλικες ειρωνικά και μάγκικα ή και γουτσίστικα.

- Όταν βρέχει (πολλή βροχή), σε πολλά σημεία λιμνάζουν νερά. Στους υπέροχους ελληνικούς δρόμους, πιθανόν να υπάρχουν μικρές έως τεράστιες λακκούβες κάτω από την επιφάνεια, που όμως δεν φαίνονται, παρά μόνο αν περάσεις, αλλά θα είναι αργά γιατί θα 'χεις πέσει ήδη μέσα. Μια αθώα φαινομενική λιμνούλα μπορεί να έχει από κάτω μια τρούπα νααααα!! Οπότε τι κάνεις αν είσαι αναγκασμένος να περάσεις; Αφήνεις έναν άλλο να περάσει πρώτος και αν είναι οκ ακολουθείς την γραμμή του!! Κακό ε; Πιάνει όμως.
- Είναι πολύ πιο απλό φίλε μου! Απλά όταν βρέχει πας με το τουτού για να μην βρέχεσαι κιόλας!
(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο παρελθόν, ξύλινη αρχαία κατασκευή με 2 η 4 τροχούς που το τραβούσε συνήθως κάποιο ζώο. Σήμερα το χρησιμοποιούμε για αυτοκίνητα ξεπερασμένης τεχνολογίας και αισθητικής...

- Πού πάει ο μαλάκας με το κάρο στην παραλιακή; - Θα ήταν του παππού του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified