Further tags

Εκτελώ σφοδρές γαμιές με έγκαυλη ζέση.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Ήτο ένα θαυμάσιο γαμήσι. Η γυναίκα στέναζε και βογγούσε από την γλύκα, και, ενώ την ψωλοκοπαλούσε ο εραστής της, εκείνη κουνούσε, κουνούσε με τρομερή λαγνεία τον στρόγγυλο της κώλο, που άσπριζε στο σκοτάδι, σαν χλωμό φεγγάρι.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιόλα ή κοινώς καριόλα.

Έχει διαφορά με την πουτάνα γιατί αυτή πηγαίνει με όλους ενώ η φακιόλα πηγαίνει με όλους εκτός από σένα. Επίσης χρησιμοποιείται και σε καθημερινές εκφράσεις για να δώσει περισσότερη έμφαση.

Εκ του fuck-ιόλα.

- Τελικά τι έγινε με το Μαράκι; Την πήδηξες;
- Όχι...η φακιόλα δεν μου έκατσε.

- Τι έμαθα Κωστάκη; Σε γουστάρει η χωριάτισσα; Θα κάνεις τίποτα μαζί της;
- Για κανένα φακιόλη λόγο! Ούτε να μου τον ακουμπήσει δεν θέλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, επιδίδομαι σε γλειφοπούτσι, παίζω σόλο κλαρίνο, κάμνω μιμί.

Αργκό του σλανγιώτατου Ανδρέα του Εμπειρίκου. Μινέτ(τ)ο επίσης αποκαλείται το γλειφομούνι κι ο αυνανιοσμός (εκ του μινάρω).

1.
Μια απ' αυτές µάλιστα, που ήταν και από τίς παλαιότερες σκηνές που είδε, µήπως δεν απετέλεσε και τό πρώτο ζωντανό παράδειγµα τής γλυκύτατης πράξεως, που αργότερα έµαθε ότι ονοµάζεται «μιμί» ή «µινέττο», και τήν οποίαν, πριν µάθη τίς λέξεις αυτές, ονόµαζε µόνη της « πιποπιπίλα »;

2.
ο ζωγράφος, εξ αδικαιολογήτου όλως σεβασµού, και µολονότι ήτο φανερόν ότι τήν ήθελε και εκείνος (αφού συχνά επίεζε τήν ψωλήν του, ή τήν έτριβε επί τού στόµατός της) δεν είχε ζητήσει ποτέ ρητώς από τήν Φλώσσυ εκτέλεσιν µινέττου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό κράξιμο σε βάρος γκέηδων ή θηλυπρεπών αγοριών.

Αποδίδεται σε παλαιό στρατιωτικό καψόνι (που παίζει να είναι και αστικός μύθος) όπου σαδιστές καραβανάδες ή / και λέουρες εξανάγκαζαν ύποπτες ψαρούκλες να κλάσουν μέσα σε ένα ταψί με αλεύρι ή στάχτη. Βάσει της διαμέτρου του κρατήρα προέκυπτε επιστημονικά το κατά πόσο η αγορίνα την έκαιγε τη βάτα.

Εναλλακτικά: το τεστ με το ταψί και τη στάχτη.

- Ή έκφραση μακριά από τον κώλο μου κι όπου θες χώσου! ξεκινάει, ίσως από την παροιμία: όξω ψωλή, άπ' τον κώλο μου, κι ας πάει στή μάνα μου! Οι πειραχτικές εκφράσεις: φέρτε το ταψί με τ' αλεύρι! (ή - τη στάχτη!) - κ α ί - φέρτε το κωλόμετρο! δεν χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις...
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

- [Βράστα] Αγνοώ τα εσώψυχα του και φυσικά δεν τού έχω κάνει το παροιμιώδες τεστ με το ταψί και την στάχτη. Φρονώ όμως ότι έχεις πέσει εντελώς μα εντελώς έξω «ὡσαναφορά» τον προσανατολισμό του. - [J.B.] ΥΓ το τεστ με το ταψί και τη στάχτη τι είναι;
- [Χεσούς] ο κλασσικός αστικός μύθος για το στρατό: σου βάζουν στάχτη σ' ένα ταψί κ κλάνεις από πάνω. απ' τη λακκουβίτσα που κάνεις καταλαβαίνουν άν τον παίρνεις ;)
(εδώ)

(από Vrastaman, 13/02/12)(από vanias, 21/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφοκώλι, το υπερβολικό γλείψιμο με κολακίες, ψεύτικους επαίνους και στήσιμο κώλου, αλλά λέγεται και για μέρη και καταστάσεις που είναι κάτσε καλά, πολύ γκλαμουριά και χαϊλίκι. Είναι δηλαδή και επίθετο «κωλομεγλειφάτος».

  1. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα πάει και πολύ μακριά στην καριέρα του. Όλοι το βαριούνται το κωλομεγλειφάτο από ένα σημείο κι έπειτα.

  2. Ε, για το πρώτο μας ραντεβού την πήγα σε ένα κωλομεγλειφάτο εστιατόριο, μην με πάρει και για κανά λέτσο.

Στο 0.20 ο Μητσικώστας το λέει μάλλον "κωλομελογλειφάτο". (από Khan, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνθηματική μπουρδελοσλάνγκ για την εκσπερμάτωση, κυρίως όταν αυτή προκαλείται από φραπέ δια χειρόςποδός) επιδέξιας φραπεδιάρας σε φραπενείο, φραπενέ, ή άλλο ευαγές ίδρυμα που σερβίρει καφέ.

Εκ του αγγλικάνικου happy ending. Βλ. επίσης: τέρμα.

Σ.ς..: αναρτάται προς τιμήν της 6ης επετείου της Παγκόσμιας Ημέρας Frappernité και αφιερούται στους φραπελημματογράφους του σλανγκρρ με προεξέχοντα τον χαμένο σλανγκοδράκο Gatzman.

1.
- Δεν την εστειλα στο διαολο μηπως και είχαμε ευτυχή κατάληξη. Στο μισάωρο με γύρισε ανασκελα και συνεχισε το μασαζ απο μπροστά αποφευγοντας τα επιμαχα. Δεν ηθελα πολύ και αφου είχε γινει τουμπανο τη ρώτησα με οση ευγενεια και χιουμορ διεθετα αν θα υπηρχε happy end είτε στο πρόγραμμα είτε με επιπλεον χρέωση. Μετά από ένα γελάκι μου «άνοιξε την καρδιά της» και μου είπε πως αυτή ηταν η ιστορια της ζωης της και πως πολλοί πελάτες της προσέφεραν 200 και 300 ευρω για φραπέ, αλλά αυτή τα χεράκια της τα είχε ταγμένα μόνο στο μασαζ και στον πρίγκηπα που περιμένει. Προφανώς και δεν ήμουν τόσο καυ.... για να προτείνω 200αρι για ενα φραπε ούτε ήθελα να πουλήσω το σπίτι μου για να πείσω την αθηνά να μου ανοίξει τα πόδια της οπότε την χαιρέτησα και σκεφτηκα πόσο μλκ μπορεί να είμαστε ώστε να σκαμε μισο μισθό σε ένα αδιάφορο πιπίνι για μια μλκ και να τρωμε και πρότα....

2.
- Για να μην χαθεί τελείως η παρτίδα, επειδή καταλάβαινα ότι δεν θα είχαμε ευτυχή κατάληξη, της ζήτησα να με τελειώσει με στοματικό (με προφύλαξη), κάτι που δέχτηκε χωρίς να δυσανασχετήσει, για να έρθει τελικά το τέλος μετά κόπων και βασάνων.

3.
- Έτσι παραμένοντας ξαπλωμένος ανάσκελα, και της ζήτησα να αναλάβει πρωτοβουλίες και με στοματικό, hand job και φιλιά και χάδια στο σώμα μου, είχαμε την ευτυχή κατάληξη.

4.
... μονο μη μου τα δαγκωνεις, ζητησα συγγμωμην και αυτη κάνοντας μου φραπέ ..... σε ένα μπαρ, με την ευτυχή κατάληξη που μπορεί να έχει η όλη διαδικασία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:

Αισχρή λεκτική αντίδραση κατά τη διάρκεια του τελειώματος σε πρωκτικό σεξ. Αποφεύγεται η χρήση της στο σεξ με σοβαρό δεσμό λόγω πιθανών ανεπιθύμητων συνεπειών (π.χ χωρισμός, χαστούκια, μπούφλες, δημόσιος εξευτελισμός, «δεν με σέβεσαι», «εγώ πότε θα γίνω μάνα» κτλ.)

Μεταφορικά (Κύρια χρήση, απόρροια της κυριολεκτικής έννοιας):

Χρησιμοποιείται και σαν έκφραση που δείχνει ότι κάποιος πρέπει να υποστεί τις δυσάρεστες συνέπειες των αναμενόμενα κακών επιλογών του.

- Άσε ρε μαλάκα, έβαλα στοίχημα 300 ευρώ ότι φέτος θα πάρει πρωτάθλημα η ΑΕΚ αλλά πάλι για τον πούτσο είμαστε...
- Δεν σ' τα 'λεγα εγώ; Τώρα ρούφα κώλε το ποτάμι...

κώλος... (από DT Jesus, 04/12/08)...και ποτάμι (από DT Jesus, 04/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική ονομασία του ομαδικού ανδρικού αυνανισμού, καθώς η κίνηση του χεριού προσομοιάζει σε εκείνη του κουνήματος των ζαριών πριν τη ρίψη, ενώ φυσικά χρειάζεται άνω του ενός ατόμου για να παιχτεί σωστό, ζουμερό μπαρμπούτι. Πλεονεκτεί στο ότι δεν κινδυνεύει ο παίκτης να χάσει την περιουσία του, αλλά το πολύ πολύ 100 θερμίδες και 5ml σπέρματος.

- Τι κάνει ο γιόκας σου ο Γιαννάκης ρε; Μπήκε στο Γυμνάσιο;
- Τι να κάνει μωρέ... Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί εξασκείται στο τρομπόνι. Τον έχει κάνει λάστιχο... Προχθές που λείπαμε στο εξοχικό και γυρίσαμε, τον έπιασα με την παρέα του να παίζουνε μπαρμπούτι. Εἰχε γεμίσει χύσια το τηλεκοντρόλ. Εν τω μεταξύ έχει κι έναν ανώμαλο φίλο που του αρέσει να ξεριζώνει τις πουτσότριχες... Και βρήκα 5-6 στο βούτυρο. Βλέπεις δεν είχαμε ενυδατική... Μα γάμησέ τα σου λέω να τρίζει το σκυλί!

(από bmwgkouklidis, 24/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.

Κώστας: - Δικέ μου, κοίτα κάτι μπαλκόνια που έχει αυτός ο μούναρος!!
Νίκος: - Όντως... Έχει άριστη βυζική κατάσταση...

(από HardcoreGR, 25/03/13)"Έχεις βυζιά, μπαίνεις παντού". Αλλά με λίγη φαντασία μπορεί να διαβαστεί και ως "βυζίκ". (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσπαθώ να γαμήσω ανεπιτυχώς, αερογαμώ κι αεροψεκάζω aux noces du Karaghioze δίκην εφαψάκια.

Βλ. επίσης: αερογάμης, αερόπιπα, ξεροκαβλώνω, ξεροπούτσι, ξεροχύνω, το γαμοσλανγκοτέτοιο ξερό-. Παίζει κι ως ιδιωματισμός της ορεινής Αρκαδίας (βλ. β' παράδειγμα).

Αγγλιστί: dry humping.

1.
Όσο για τα πορνίδια αυτά, κανόνισε να βγούμε για καφέ - αν έχεις επαφές μαζί τους. Θα τις στρώσω χαρακτήρα. Τέτοιες γυναίκες μου το παίζουν παρθενοπιπίτσες,ενώ έχουν πάρει όλο το Κωλονάκι (:Ρ) και την Γλυφάδα. Ο λόγος που είναι ξυνομούνες ανοργκάσμικ πουτανογαμιόλες είναι επειδή το ξερογαμήσι που κάνανε απέβη άκαραπο - όπερ μεθερμηνευόμενον εστί, δεν βρήκαν δουλειά και τις έχει βγει το όνομα.

  1. Σιγά μη μπορούν να κάνουν τίποτα, έτσι ξερογαμιόνται.
    (Δημήτριος Σπ. Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013)

Ο διάσημος σχετικός πίνακας από την Βικτωριανή εποχή. (από Khan, 02/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published