Further tags

Είναι ένα κομμάτι σχοινί (λεπτό περίπου 6 mm διαμέτρου) που από την μια μεριά έχει μια λούπα και από το άλλο το τραβάς αφού πρώτα έχεις βάλει στην λούπα ένα μικρο πανάκι και το έχεις τοποθετήσει μέσα στην κάννη ενός πυροβόλου όπλου.

Τραβώντας το μέσα από την κάννη την καθαρίζεις. Όσοι πήγαν στον στρατό να υπηρετήσουν την μαμά Ελλάδα το γνωρίζουν καλά. Έχει περάσει στην slang σαν προσβλητική ενέργεια προκειμένου να τόνε χώσει κάποιος στον βρωμόκολο κάποιου η κάποιας.

Σημειωτέον, είναι τέχνη να ξέρεις να χρησιμοποιείς την κωλοτρυπίδα σου για αιδοίον κατά μαρτυρία γνωστού μου κίναιδου - όχι τίποτε άλλο αλλά να προλάβω κάνα Βράστα να μου τη λέει («αυτοαναφορικό, ε;»).

Γιασά ρε Μήτσε με τα μάκτρο σου!!

Συζήτηση κολομπαράδων:
Ρε τόνε γαμάς αυτόνε τον πούστη;; — Όπα ρε μαλάκα, τι είναι ρε η πούτσα μου, σχοινοκαθαριστήρας;

Ο Σάκης παραθερίζει στις Κάννες. (από Vrastaman, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μπουχέσας.

Είσαι σαν κουραδομηχανή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος ο οποίος έρχεται σε σεξουαλική επαφή με γυναίκα με πολλές αρρώστιες, και κολλάει τις αρρώστιες σαν παράσημα.

- Καλό γκομενάκι, λες να κάνω κάτι ;
- Ναι, ναι, πάνε μαζί της να γίνεις στρατάρχης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός του ότι το χωνί είναι κωνικό σκεύος / εξάρτημα μέσω του οποίου γίνεται έκχυση υγρών εντός δοχείων, υπάρχουν και εξής άλλοι ορισμοί:

  1. Χωνί ονομάζεται η γκόμενα η οποία τα παίρνει όλα και όλους δίχως ενδοιασμούς και αναστολές (συνώνυμο / συναφές: χοάνη).

  2. Χωνί ή χώνος χαρακτηρίζεται ο πούστης που παίρνει ό,τι του κάτσει.

  3. Χωνί χαρακτηρίζεται απαξιωτικά το απύθμενου βάθους ή και εύρους αιδοίο (συνώνυμο / συναφές : άπατα).

  4. Εάν δεν χαρακτηρίζεται ως χωνί ολόκληρη η ομάδα, τότε χαρακτηρίζονται συνήθως τερματοφύλακες ή αμυντικοί των οποίων η απόδοση δεν είναι η επιθυμητή, ή σε μεμονωμένες φάσεις με αντίπαλο παίκτη γίνονται ρόμπα.

  5. Χωνί χαρακτηρίζεται κάποιος λόγω επανειλημμένων αποτυχιών σε κάποια δραστηριότητα, είτε αυτή είναι αθλητική, επαγγελματική, ή σπανίως κοινωνική. Επίσης χωνί χαρακτηρίζεται όποιος όταν βγαίνει για ποτό, γίνεται κωλοτρυπίδι.

  1. - Ρε συ εχθές πήδηξα τη Λουίζα.
    - Κι εσύ τη Λουίζα; Όλη η σχολή έχει πάει με το χωνί.

  2. - Λες να τον παίρνει ο Βασίλειος;
    - Καλά είσαι σοβαρός; Ο μεγαλύτερος χώνος στην Ευρώπη είναι ρε.

  3. - Καλά ρε, μπουκάλι σαμπάνιας έχωσε το ξέκωλο;
    - Γιατί, έχει κανένα πρόβλημα με τέτοιο χωνί η κοπέλα;.

  4. α. Ξυπνήστε ρε μαλάκες. Παίξτε λίγο άμυνα !!! Χωνιά μας κάνανε.

β. Ρε χωνί, πώς τα τρως έτσι; Πουτάνα σε κάνανε.

γ. Τι τάβλι να παίξω μαζί σου ρε χωνί; 3 Χρόνια έχεις να με κερδίσεις.

δ. Πώς τα κατεβάζεις έτσι τα σφηνάκια ρε χωνί; Χαλάρωσε.

(από dimitriosl, 24/03/10)Νικήτας Χωνιάτης (από Khan, 25/03/10)The name is Χουνί. Ανάλια Χουνί. Και είναι η πρώην του Σλάβοι Ζίζεκ. (από Khan, 20/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο του «παίρνει πίπα με σκαμπό», χρησιμοποιείται ως υπερθετικός του Π.Π.Ο.και του Π.Τ.Ο.. Συνήθως, δεν στέκεται εντός φράσεως σαν απόλυτος υπερθετικός, αλλά μόνον σε σύγκριση με τα προαναφερθέντα λήμματα.

Αξιοσημείωτο, βέβαια, ότι λόγω της υπερβολής του, ουκ ολίγες φορές χρησιμοποιείται σαρκαστικά ως θετική έννοια, από τους λάτρεις των μανετζέβολων κοντοπούτανων, και των λοιπών τσιμπουκοϋβριδίων.

(πραγματικός διάλογος υπό τον ήπιο αττικό καιρό εντός των χώρων ανάπτυξης του πνεύματος πέριξ της περιοχής Ζωγράφου-Ιλισσίων)

- Ρε σεις, για την Αννούλα τι λέτε, καλό; Ιππεύσιμο;
- Καλούτσικο... λίγο Π.Π.Ο, βέβαια, δεν είναι για σκληρή χρήση θα σου μείνει στα χέρια... με πιάνεις; ε;
- (ο 3ος, ο ερχόμενος) ρε σεις ήμαρτοοοο! ποια Αννούλα ρε! αυτή είναι Π.Π.Μ.Σ.!
- (οι άλλοι δύο μαζί) εε;;
- (με απόλυτη απάθεια ο καθισμένος πλέον 3ος)... τι ε; με σκαμπό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπουκαμπίλιτι (tsiboukability): η τέχνη (ικανότητα) του τσιμπουκώνειν. Από το τσιμπούκι και ability.

  1. - Ωραία χειλάκια έχει η Βανέσσα... - Φιλαράκι ... άσε ... μιλάμε για τοπ tsiboukability!

  2. - Γαμώτο, για άλλη μια φορά τον ήπιε η ομάδα μας...
    - Άσ' τα ... στο tsiboukability πρώτοι είμαστε !

βλ. και στοκαμπίλιτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που έχει απαλό αιδοίο, άλλως πύλη του Παραδείσου.

Συνώνυμο: γλυκομούνα.

- Καλά, η τύπισσα είναι να πηδάς μέχρις αποφράξεως σπερματοφόρων αγωγών.
- Τόσο απαλομούνα είναι, ρε;

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. απαλομούνα.

Τι γλυκομούνα που είσαι, μωρό μου!!!

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική βερσιόν της λέξης ταρζανέλια.

Θα αποτολμήσω και ετυμολογική προσέγγιση, όλη δικιά μου:

Κουρέμπελα από το κουρ(άδα) (το ποιόν) και (κουνια-)μπέλα (κατάσταση). Δηλαδή κουράδες που κρέμονται και κάνουν κούνια-μπέλα!!! Όπως και ο Ταρζάν στο συνώνυμο λήμμα.

Πώς ακούγεται;

«Θα σου κάψω τα κουρέμπελα.»

Τα κουρέμπελα τα έκαιγαν με αναπτήρα, για να μην πληγώνεται το εργαλείο τους (καθότι ξερά και σκληρά στις κολλημένες τρίχες).

«Άσ' τον αυτόν... του τάχουν κάψει τα κουρέμπελα» (π.χ. για τον παπούστη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικός χαρακτηρισμός για την διαστολή του γυναικείου κόλπου κατά τη συνουσία ή κατά τις νωρίτερες, προκαταρκτικές περιπτύξεις.

Στην καθημερινή πρακτική απαντάται σε συναναστροφές ανδρών σε κωλόμπαρα και χαμαιτυπεία, όπου οι παλλακίδες που διαθέτουν περισσότερο προϊόν προς τους χρήστες, αφήνουν να ακουμπήσεις περισσότερα μέλη τους ή και να εισδύσεις αντικείμενα στον κόλπο τους ή και να έχεις κατ' ιδίαν ολοκληρωμένη επαφή...

Επιπλέον, γενικολογώντας, θα μπορούσε να απαντηθεί και στην προς φίλους εξιστόρηση ενός μη αγοραίου, ανιδιοτελούς, χτεσινοβραδυνού έρωτος....

(όλοι τέντα, έτσι;)

  1. Τη βλέπεις τη Λουντμίλα, αυτή με το ροζ στρίγκο; Δε φαντάζεσαι τι έγινε τις προάλλες! Με δυο ποτά, με πήγε πίσω και την πήρα χέρια-πόδια μέσα...

  2. Καλά, χτες βράδυ πήγα το Μαράκι στη ρεματιά και εκεί, κάτω από το γεφυράκι, το πήρα χέρια-πόδια μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified