Πρόκειται για σεξουαλικό φετίχ, κατά το οποίο ο ένας σύντροφος ουρεί πάνω στον άλλον. Ο όρος προέρχεται από το χαρακτηριστικό κιτρινωπό χρώμα των ούρων.
Συναντάται και ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία και δεν πρέπει να συγχέεται με την ουροφαγία.
Πρόκειται για σεξουαλικό φετίχ, κατά το οποίο ο ένας σύντροφος ουρεί πάνω στον άλλον. Ο όρος προέρχεται από το χαρακτηριστικό κιτρινωπό χρώμα των ούρων.
Συναντάται και ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία και δεν πρέπει να συγχέεται με την ουροφαγία.
βλ. και χρυσή βροχή
Got a better definition? Add it!
Στην ιδιόλεκτο των εν Ελλάδι πορνών (ημεδαπών & αλλοδαπών) σημαίνει γαμήσι ή νουμεράκι (τραβάω ή πάω ένα νουμεράκι, βλ. και έκφραση «τους πήρε όλους νουμεράδα»), δηλαδή η τάνα ξεπετάει τον «χύστη» (πελάτη) στο ντέλο. Ίσως να έχει σχέση με το πρωθύστερο τζάω, -ώ ή τζάζω (=διώχνω μάνι-μάνι τον ανεπιθύμητο εραστή).
Οι τιμές της συνουσίας (καθ’ οιονδήποτε τρόπο) ποικίλουν αναλόγως της κατηγορίας της πόρνης ή του αιτουμένου βίτσιου. Π.χ. άλλο χρεώνει η Ελληνίδα τηλεγαμήτρια, άλλο το call girl, άλλο η Ελληνίδα (αποκλειστικά πρεζού) της περιπατητικής σχολής οδού Βουκουρεστίου και πέριξ, άλλο η εκ περιστάσεως παρταόλα, άλλο το βέλι, άλλο η αλλοδαπή των πρεσβειών (μπουρδέλων – Σ.Σ. «πρεσβεία» σημαίνει και το κελί όπου διαβιούν οι πιο σκληροί κρατουμένοι) της οδού Φυλής, άλλο οι δηλωμένες –άλλο οι αδήλωτες κι άλλο η τελευταία υποστάθμη, δηλ. οι μη έχουσες στον ήλιο μοίρα καλντεριμιτζούδες αλλοδαπές (και δη νέγρες), που υφίστανται τα πάνδεινα (και απ’ τους νταβάδες και απ’ τους πελάτες) κ.ο.κ.
Οι αλλοδαπές καλντεριμιτζούδες, αναλόγως στην περίπτωση π.χ. εθνικότητας ή αν συνεργάζονται με μπουρδελοξενοδοχείο ή αν έχουνε νιονιό, στην καλύτερη τσιμπάνε ένα μικρό ποσοστό (να φάνε ένα σαντουί) από τη βάρδια τους και στην χειρότερη κατατρομοκρατούνται από τους νταβάδες μένοντας τελείως άφραγκες και δαρμένες. Μάλιστα, ιδιαίτερα τις αραπίνες, οι πάτρονές τους τις εκμεταλλεύονται όχι μόνο με συμβατικές απειλές (κατά των ιδίων ή των οικογενειών που έχουν αφήσει πίσω), αλλά χειριζόμενοι την αμάθεια και την δεισιδαιμονία τους (π.χ. «θα σου κάνω μάγια» και τέτοια)! Μιλάω πολύ-πολύ σοβαρά...
Στα τρισάθλια «χοτέλ» κατηγορίας μετά το λεξάριθμο σαμπί, ιδίως στην περιοχή του Μεταξουργείου των Αθηνών, το τζαζ τιμάται σήμερα περίπου 15,00 ΕΥΡΩ, όπου αισίως έχει κατέλθει μετά την ανεξέλεγκτη έλευση και δραστηριότητα αλλοδαπών πορνών. Αφού ξαναγυρίσαμε που ξαναγυρίσαμε στην εποχή του Μεσοπολέμου (οικονομικώς, εργασιακώς και ιδεολογικώς), ας μην λείψει και η σύφιλη από την σύγχρονη στιχουργική.
Εκ των 15,00 αυτών ευρώπουλων, συνήθως τα πρώτα πέντε τζαζ πάνε στο σπίτι και στην συνέχεια παίρνει 10 η πόρνη, 3 το σπίτι και 2 οι φύλακες ή οδηγοί, για κάθε γαμήσι (κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη βίζιτα, αλλά με διαφορετικά ποσά φυσικά). Μέσος όρος περίπου 30-50 επισκέψεις ανά βάρδια (αλλά υπάρχουν κι οι υπερωρίες)...
Η Ιστορία κάνει διάφορους κύκλους, άλλους με μεγαλύτερη ακτίνα (δηλ. παρέλευση μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος ως την επανάληψη ή αντιστροφή των όρων του φαινομένου) κι άλλους με μικρότερη (λένε ότι ήδη άρχισαν να φεύγουν Ελληνίδες πουτάνες για Βουλγαρία). «Προσεχώς Ελληνίδες», λοιπόν!
Ο κοσμάκης, διατηρεί διάφορες αντιλήψεις στη γκλάβα του περί πορνών: Π.χ. «τις κακομοίρες ζουν καθεστώς σκλαβιάς», «ά’ να χαθούνε οι ξεκωλιάρες, κονομάνε σε μια μέρα όσα βγάζω το μήνα κι αφορολόγητα», «καλύτερο γαμήσι από Ρωσάκι δεν έχει», «χτύπησα μια καταπιόλα 20 ευρά έξτρα ακάποτο», «στα ρδελαμπού δε δίνουνε κώλο» κλπ-κλπ. Τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει απόλυτα. Οι γενικοί κανόνες ορίζονται από την αγορά και οι ειδικοί από τη μαντάμα, αλλά οι αλλοδαπές κι αδήλωτες καλντεριμιτζούδες αντιμετωπίζονται σαν κρέας.
Εκείνο που παρατηρείται όμως συχνά, είναι η (διαγεγραμμένη σε όλη την κινησιολογία τους) απροθυμία των γυναικών αυτών να επιδείξουν έστω και επίφαση συμμετοχής στην πράξη, που συχνά μαρτυρεί περισσότερα κακοπαθήματα από φιληδονία. Φυσικά, οι περισσότεροι γαμιάδες δεν ορρωδούν προ ουδενός (αλλά αλίμονο στο νιόβγαλτο παιδαρέλι)...
Άλλωστε, ένα γκραφίττο στα Εξάρχεια έλεγε: «Όποιος στα μπουρδέλα ψάχνει οργασμό, δέκα ευρώ πληρώνει τον κάθε βιασμό»...
- Πόσο πάει κορίτσια;
- Ντεκιπένντε γιούρο το τζαζ ια σένα σωλαρά μου!
Got a better definition? Add it!
Λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε πρωτεΐνη (βλ. εδώ), έτσι αποκαλείται το σπέρμα.
Χρησιμοποιείται προφάνουσλυ σε περιπτώσεις που η διακριτικότητα είναι επιθυμητή, ή απλά αν θέλουμε να κάνουμε επίδειξη των σλανγκικών μας ικανοτήτων.
Συνώνυμο: γαλατάκι.
- Χτες βγήκα με το μωρό που παίζω τον τελευταίο καιρό. Καλά πήγε.
- Έβαλες;
- Όχι ακόμα, αλλά δεν αργεί. Προς το παρόν, μείναμε στο παπί.
- Κάτι είναι κι αυτό. Τουλάχιστον κατάπιε την πρωτεΐνη;
«Ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος είμαι από το cumshot. Την κλασική Ελληνίδα θα την πιάνανε τα κόμπλεξ της, και θα έλεγε στον λεβέντη να τη χύσει στα βυζιά ή στην κοιλίτσα. Αλλά το Τζουλάκι πήρε την πρωτεΐνη στο στόμα, έτσι για να μην πάθει σκορβούτο!» (από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Φράση προερχόμενη από τη γεωμετρία, την χωροταξία και το σχήμα των τριών ανδρικών γεννητικών οργάνων. Το πέος στη μέση και τους όρχεις εκατέρωθεν.
Συνοδευομένη από το τη φράση «πήραμε τον...» αναφέρεται σε καταστάσεις όπου παρατηρείται μια χρονική σειρά τριών δυσάρεστων γεγονότων, όπου το τρίτο είναι συνήθως και το χειρότερο, μιας και δίνει το τελειωτικό χτύπημα.
Εάν προηγείται η φράση «να κι ο...», τότε αναφέρεται σε παρέα τριών ατόμων, όπου οι δύο από αυτούς εκπληρώνουν ήδη όλες τις προϋποθέσεις για να ισχύει για αυτούς η φράση: «τα αρχίδια πάνε πάντα δύο δύο» και ο τρίτος της παρέας είναι πλέον το κερασάκι στην τούρτα, ώστε η παρέα των τριών ατόμων να καθίσταται το ίδιο αξιοπρεπής όσο και τα γεννητικά όργανα.
Πήραμε το τρίτο το μακρύτερο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έτσι λένε το χρόνο που περνάει κάποιος εξασκώντας το σπορ της κτηνοβασίας για μια ολόκληρη ώρα.
Μονάδα μέτρησης της συγκεκριμένης ενέργειας είναι τα κτηνοβάτ, τα οποία καταναλίσκονται κατά την διάρκεια μιας κτηνοβατώρας.
- Πς μωρή Διαμάντω κοίτα τι κούκλος που είν' ο Μήτρος!!!
- Ναι καλά. Έχει γράψει αυτούνος κτωνοβατωωωωωωωωωωώρες !!!
Got a better definition? Add it!
Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.
γαμιέμαι
1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.
i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;
ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...
iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...
2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.
- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.
3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).
i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!
ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...
iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.
4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.
- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.
5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).
i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;
ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;
iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...
iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.
6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.
- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...
7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:
i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.
- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.
ii. Στην οριστική ενεστώτα.
- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!
iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.
- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.
iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.
8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.
i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.
ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...
iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.
iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...
9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.
i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...
ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.
iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...
10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):
i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.
ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.
a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.
b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;
Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.
11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».
i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.
ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.
Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D
Got a better definition? Add it!
(κρητική διάλεκτος)
Καυλώνω / θέλω να κάνω σεξ και τρίβομαι στους άλλους /-ες. Χρησιμοποιείται κυρίως για τις κατσίκες, αλλά το χρησιμοποιούν και οι ανθρώποι μεταξύ τους.
Μου φαίνεται πως το Μαριώ θυμίζει, γιατί όλη με τριγυρίζει και μου πετά διάφορα!!
βλ. και μην τρίβεσαι στη γκλίτσα του τσοπάνη, κωλοτρίβομαι, πιπιλιέμαι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τεχνική για πουτσοσκάμπιλο κατά την οποία ο θύτης επιτίθεται στο θύμα με απανωτές σκαμπιλιές, κρατώντας το πέος του (πέος σε μη πλήρη στύση) και στριφογυρίζοντάς το, επιτυγχάνοντας έτσι πολλαπλά χτυπήματα στο επιθυμητό μέρος του σώματος του θύματος.
— Τι τέρας θα μπορούσε να κάνει τέτοια ζημιά στο πέος σου; Το ξεπέτσιασες πλήρως!
— Μπα, δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο! Απλά τα τελευταία βράδια περνάω την ώρα μου εξασκώντας πεοκόπτερο πάνω στα αρκουδάκια του μικρού μου αδερφού.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για να δείξει το επικό άνοιγμα κώλου το οποίο έχει δημιουργηθεί έπειτα από έντονο πρωκτικό έρωτα. Παρότι το 2 ευρώ δεν είναι αρκετά μεγάλο για να υποδείξει το πραγματικό μέγεθος της κωλότρυπας, δεν παύει να είναι το μεγαλύτερο νόμισμα!
Η χρήση του γίνεται κυρίως για να υποδείξει μια πουστάρα η οποία τον παίρνει συνεχώς με την όπισθεν τόσο που της έγινε ο κώλος 2 ευρώ!
Βασίλης: - Από χτες μου έχει γίνει ο κώλος 2 ευρώ! Ούτε να κάτσω δε μπορώ! Το μόνο καλό είναι ότι ξεπέρασα το πρόβλημα της δυσκοιλιότητας μου! Να ναι καλά ο Τάκης! ΦΡΑΠ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).
Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.
Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.
Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...
Got a better definition? Add it!