Further tags

Είναι κάτι σαν το μουνόκωλο. Μόνο που, αντί για το μουνί και κώλο, αναφέρεται στην ψωλή και τα λαμπούρια.

Μπορείς να το πεις με πολλούς τρόπους, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες για το πέος και για τους όρχεις. Π.χ. ψωλάρχιδο, καυλάρχιδο, τσουτσουνάρχιδο, πουτσάρχιδο, ψωλάμπουρο, καυλάμπουρο, τσουτσουνολάμπουρο κ.α.

- Έι, κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι έγινε χθες το βράδυ.
- Τι;
- Έκανα καυλόχρηστο με το πιο τρελό ψωλάρχιδο που 'χει δει ποτέ κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται συχνά και για ανθρώπους με την έννοια έρχομαι στα ίσα μου, στανιάρω, να συνέρχομαι...

Άντε γ@μήσου να ισιώσεις.

Βλέπε και σάχνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανήρ ο οποίος αρέσκεται κατά κόρον να αναζητεί ερωτικούς συντρόφους (όποιου γένους επιθυμεί) σε οίκους ανοχής (λαϊκιστί: μπουρδέλα).

Ετυμολογία: μπουρδέλο (=οίκος ανοχής) + τσάρκα (=ο περίπατος).

- Καλά, αυτός ο Γιάννης, πολύ μπουρδελότσαρκας μας βγήκε! Επειδή δεν μπορεί να σταυρώσει γκόμενα μας γυρνοβολάει όλη την ώρα στα μπουρδέλα!
- Ναι, τραβάτε με κι ας κλαίω...

Η Ινδή ηθοποιός Bhuwaneshwari συνελήφθη για μπουρδελότσακρας. (από Vrastaman, 03/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστός τοις πάσι ο ορισμός και το περιεχόμενο της παρτούζας. Είναι η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για υγιή κοινωνικοποίηση, όπως το αναφέρει αναλυτικά ο Αριστοτέλης.

Εις το ως άνω εκστομισθέν τριπάρτουζο παρατηρείται έντονη συνουσιαστική δραστηριότητα επιτείνουσα την απόλαυση των συμμετεχόντων, άλλως δε τον χαβαλέ αυτών καθώς εκ του γέλωτος μπερδεύουν πού μπαίνει τι. Ο όρος τριπάρτουζο είναι συνήθως απείκασμα αναμνήσεων από χρόνων πολλών και η αχλύ η περιβάλλουσα τα διημειφθέντα τα αναγάγει εις γεγονός κοσμογονικό.

Οι συμμετέχοντες εις το τριπάρτουζο ενίοτε διοργανώνουν χοροεσπερίδες ίνα, ενθυμούμενοι τα πεϊκά τους έπη, βαυκαλισθώσιν αυταρέσκως. Τόπος διεξαγωγής της μυσταγωγίας είναι συνήθως τουριστική νήσος με συμπαρομαρτούν αυτής το άπειρο αλκοόλ. Κατ' εξαίρεση εις Μύκονο το τριπάρτουζο συνομολογείται ως τρίκαβλο ή ιντερσίτι. Εις την μορφή αυτή ευνοημένος είναι πάντα ο δεύτερος του χορού ο οποίος, έχων το γενικό πρόσταγμα, παίρνει, δίνει και παίζει την τουλούμπα στον πρώτο.

(μονόλογος φίλου προς συνομώτη-συνένοχο) :
- Θυμάσαι την Νίκη την αδερφή της Κλάρας της αλληθωροβύζας που την είχαμε τρελάνει στο τριπάρτουζο ένα φεγγάρι στην Ρόδο; Ε, την είδα προχτές και συγκινήθηκα... Τί γούστα είχαμε βγάλει ρε φίλε...

(από GATZMAN, 02/03/11)Τζερονύμο Γιάνκα ->τραινάκι.... intercity, Εναλλακτικοί όροι για το τριπάρτουζο (από GATZMAN, 02/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο πιο συγκεκριμένα από τον ορισμό που δίνει σύσλανγκος, το τσιμπουκάδικο είναι ένα ευαγές ίδρυμα/ putzinstitut, το οποίο προσφέρει μεταξύ των υπηρεσιών του στοματικό σεξ, το τσιμπούκι ή μπουκιτσί.

Ασφαλώς ως τσιμπουκάδικο δεν θα χαρακτηριστεί το σταντέ γαμάδικο, που θα προσφέρει και το περισσότερο, δηλαδή το πλήρες γαμήσι. Το τσιμπουκάδικο ανήκει στον χώρο της ενδεχομενικότητας, δηλαδή είναι ένα από τα ευαγή ιδρύματα που δεν προσφέρουν το σεχ επισήμως, αλλά στην ζούλα και καλούα. Πρόκειται για ένα ενισ-χυμένο φραπενείο που σερβίρει τον φραπέ με καλαμάκι. Συνήθως λέγεται για μασατζίδικα, και λίγο λιγότερο για πονηρά στριπτιτζάδικα ή κωλόμπαρα. Πάντως, κανονικά, για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως τσιμπουκάδικο πρέπει το τσιμπούκι να είναι το μάξιμουμ που προσφέρει, ώστε να συνιστά ειδοποιό διαφορά του.

Για τις πρωϊνές καύλες σε μασατζίδικο ή σε τσιμπουκάδικο, γιατί τα γκογκο μπαρα ανοίγουν το απόγευμα. (Εδώ).

(από Khan, 09/03/11)σχετική περίπτωση μετά το 1:00 (από anchelito, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ο) ουσ., εκ του πούτσα και ζητώ.

Ο ζητιάνος της πούτσας, ο διακονιάρης. Αυτός που παρακαλάει να συνευρεθεί ερωτικά. Χρησιμοποιείται κυρίως για περιπτώσεις γένους θηλυκού και ειδικότερα για στερημένες, παντρεμένες, στραβογαμημένες κλπ.

Αμάν αυτή η Κατερίνα! Με έχει πρήξει. Όλο το σεξ έχει στο μυαλό της. Τι πουτσοζήτουλας έχει καταντήσει ρε φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του λιποζάν. Τα λεπτεπίλεπτα αλλά καλλίγραμμα τσιμπουκοχειλάκια, ενίοτε συνδυαζόμενα και λιγουλάκι λιπγκλοςς.

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΟΧΙ ΟΙ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΧΕΙΛΑΡΕΣ (αυτό είναι άλλο).

- Είδες φωτό κολέτσα πώς ήτανε παλιά;
- Τι να δω ρε φίλε, αφού έιναι όλο φτιαγμένο στο χέρι. Κώλος, βυζί, χειλάκι για πιποζάν και τα ρέστα.

(από stratos98, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αυτοερωτική πεοπαλινδρόμηση όταν εκτελείται χωρίς συνοδό μέσο διέγερσης όπως οπτικό υλικό (ντατσό ή μπανιστήρι) ή άλλο, και που απαντάται σε καταστάσεις μακροχρόνιας, ακραίας στέρησης, για να φύγουν τα χοντρά.

Συνήθως επιστρατεύεται υλικό που ανασύρεται εκ μνήμης από παλαιότερες σεξουαλικές εμπειρίες του υποκειμένου, σκηνές από τσόντες, πορνοστάρ, ή οπτικό υλικό που συλλέγει κανείς στον καθημερινό βίο του, στον δρόμο, στο γραφείο, στο μετρό, στο σούπερ-μάρκετ, οπουδήποτε τεσπά συναντά κανείς ποδόγυρο.

Όπως πίνουμε ένα ουζάκι ξεροσφύρι, δηλαδή χωρίς μεζέ, έτσι και η μαλακία-ξεροσφύρι εκτελείται άνευ πουτσομεζέ, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι δεν δύναται να επαληθεύσει το ρηθέν υπό των Ημίζ «σαν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι».

Άλλωστε, όπως είπε και ο Winston αναρχία Churchill, «Tί να τις κάνω τις γυναίκες αφού έχω το χέρι μου;»

Προφάνουσλυ, είχε βρει ν' ακουμπάει αλλού το ποτήρι του με το ουίσκι όταν έβλεπε τη West Ham στην tv.

Μετά τα γκάζια που μου έχωσε η ΕΜΘ Λχιας Τζοάννα επειδή δεν καθάρισα καλά το καζάνι, έγινα τόσο πύρκαυλος, πού τράβηξα τρεις ξεροσφύρι στη σκοπιά.

Πίνεται και ξεροσφύρι (από allivegp, 23/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ ενεργητικά, ήτοι κάνω σεξ σε μια γυναίκα. Ως εκ τούτου απαντάται στην περιγραφή της σεξουαλικής πράξης από άνδρες. Συναντάται στην Ήπειρο και στη Ρούμελη κυρίως.

Τα κατάφερε τελικά. Τη φαρμάκωσε τη χήρα ο άτιμος!

(από Nakas, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χώρος μεταξύ αιδοίου και πρωκτού, που ανατομικά ονομάζεται περίνεο.

Η βίαιη και επαναλαμβανόμενη πρόσκρουση των όρχεων στην ανωτέρω περιοχή κατά τη διάρκεια της συνουσίας, εξηγεί την προέλευση της λέξης.

- Και πάω που λες να πέσω με τα μούτρα στο νιμού και τι να δω...;;; Μαύρη δίπλα η αρχιδοπαλαίστρα!!! Την παρατάω λοιπόν την γκόμενα και σηκώνομαι και φεύγω!
- Και καλά της έκανες! Άμα είναι βρωμιάρα η άλλη... Άσ' τα να πάνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified