Tο γενικότερο κλίμα καλού και άφθονου μουνιού σε ένα μέρος... Το κλίμα που σπανίζει δηλαδή.
Πήγα σ' αυτό το πάρτυ με την δικιά μου χθες και γινόταν της τουμπανίασης... Έπρεπε να την αφήσω σπίτι!
Tο γενικότερο κλίμα καλού και άφθονου μουνιού σε ένα μέρος... Το κλίμα που σπανίζει δηλαδή.
Πήγα σ' αυτό το πάρτυ με την δικιά μου χθες και γινόταν της τουμπανίασης... Έπρεπε να την αφήσω σπίτι!
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται στην πράξη του αυνανισμού ή αλλιώς όταν τραβάς μαλακία (μινάρεις). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό αλλά και ως επίθετο.
-Ρε μαγκιά μου, κανά γκομενάκι παίζει;
-Άσε ρε φίλε, τίποτα... Ξενέρα μεγάλη... Έχω ξεσκιστεί στο μινέτο.
Γιάννης : Ωρέ, ωρέεεεεε, μινέτο, κοίτα κάτι βυζά ρεεεεεε!
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος κάνει λάθη και δικαιολογείται με άσχετες ή πολύ ασήμαντες δικαιολογίες.
- Πώς έπαιξες έτσι χθες ρε; Σαν ξυλοπόδαρος ήσουν.
- Ρε, δεν με βόλευε η μπάλα.
- Της στραβιάς της πούτσας, οι τρίχες την φταίνε.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χαρακτηρίζει κάποιον που τα θέλει όλα δικά του, κάποιον που θέλει και την πίτα γερή και τον σκύλο χορτάτο, κάποιον που θέλει και τον Παναθηναϊκό πρωταθλητή και τον Ολυμπιακό στη Β Εθνική (ή το ανάποδο), κάποιον που σε τελική ανάλυση δεν ικανοποιείται με τίποτα.
- Κοίτα το μαλάκα, δεν φτάνει που κέρδισε το τζακποτ στο τζόκερ , παραπονιέται γιατί υπάρχει και άλλος νικητής. Εμ βρήκαμε μουνί εμ το θέλουμε και ξυρισμένο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1. Ουσιαστικό: Γυναίκα σε απελπισμένη αναζήτηση ερωτικού συντρόφου.
2. Επίθετο: Κατάσταση υστερίας που πλήττει σεξουαλικά ενδεείς γυναίκες.
Εκ των μουνί και λύσσα.
- Γιατρέ μου, είναι σοβαρό;
- Νομίζω ότι μπορώ να σας θεραπεύσω άμεσα, αλλά θα χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις. Παρακαλώ γδυθείτε.
Got a better definition? Add it!
Ο γκομενοφύλακας, ο γκομενοβοσκός, ο καληνυχτάκιας, ο ποτεγαμήσης, ο ανέραστος, άτομο που κοντεύει να στραβωθεί από την πολλή μαλακία. Οι σεξουαλικές του εμπειρίες μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Και σίγουρα η τελευταία φορά που είδε μουνί live ήταν σε τίποτα βαφτίσια.
- Αυτός ο Μηνάς γαμάει ποτέ;
- Ποιός να γαμήσει ρε; Αυτός έχει να δει μουνί από βάφτιση.
Got a better definition? Add it!
Κλασική έκφραση ψόγου προς όσους δεν θέλουν να καταβάλουν προσπάθεια για την επίτευξη των στόχων (τους), όχι μόνο στη σεξουαλική αρένα αλλά και γενικότερα. Ολόκληρη η έκφραση είναι «εσύ θες και το μουνί στο πιάτο» σε διάφορες παραλλαγές, και είναι ένας πολύ πιο εύγλωττος τρόπος να πεις «συν Αθηνά και χείρα κίνει» ή «εσύ θες και το παξιμάδι βρεγμένο».
Απευθύνεται γενικά σε όσους θεωρούν ότι το σύμπαν τους χρωστάει, και αντλεί τη δύναμή της από την σπλατεροσουρεαλιστική εικόνα ενός αιδοίου σε πιάτο μόλις ακουμπισμένο στο τραπέζι από έμπειρο σερβιτόρο και με μαχαιροπίρουνα εκατέρωθεν (να μη συγχέεται, ωστόσο, νοηματικά με την παραπλήσιας εικονοπλασίας φράση μουνί με ρύζι).
αισθητικός συζητά με φίλη της
- Αναδουλειές Μάρω μου, το μουνί δεν έχει λεφτά, τώρα με την κρίση όλες κάνουν μπραζίλιαν στο σπίτι, μόνες, με φίλες, δεν ξέρω....
- Ε και συ βρε Λέλα, βάλε μια διαφήμιση στην τοπική εφημερίδα., δικτυώσου με κανένα καλλυντικάδικο....περιμένεις κι εσύ το μουνί στο πιάτο....
- Τι να σου πω βρε Μάρω, εσένα σ' έχωσε ο Κωνσταντίνος στο γραφείο και ησύχασες, νομίζεις εύκολο είναι για μας τις ελεύθερες επαγγελματίες....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προ καιρού υπέβαλα στο δημόσιο πρόχειρο έκκληση για λήμμα που να ορίζει την εκνευριστική συνήθεια αρκετών γυναικών να φιλούν στο στόμα τον σύντροφό τους μετά της ολοκλήρωση μίας πίπας (μπλιάχ!).
Ο Γεώργιος Πρεζάκκης ανταποκρίθηκε με το ευρηματικότατο λήμμα Φιλοπίππου το οποίο αφ' ενός μεν συνδυάζει «αρχαιότητα, θέα, πίπα και ίππο» αφεδύο δε παραπέμπει στου Φιλοπάππου, «το πάλαι ποτέ στέκι για τσιμπούκι στο αυτοκίνητο (και πατάμε τα φρένα για σύνθημα να έρθουν οι ματάκηδες)».
Ωστόσο, το Σιδηρούν Προσωνύμιον έθεσε μια σκωπτική παρατήρηση, αφήνοντας μια πικρή επίγευση στα χείλη όλων μας: «υπάρχει και το φιλί μετά το γλειφομούνι, το η πίπα μετά τον κώλο και μετά φιλί (χα!) και όλ' αυτά που πρέπει να συμπεριληφθούν)». Κατέστησε λοιπόν επιτακτική την εύρεση ενός λιγότερο φαλλοκεντρικού λήμματος που να εμπεριέχει κάθε πιθανό συνδυασμό και παραλλαγή του φαινομένου «εκδικητικόπιπα».
Εξ ου προτείνεται η μπαγαποντολειχία (εκ των μπαγαπόντης και λείχω) ως επαμφοτερίζων και μητροσεξουαλικός συμβιβασμός.
Φτού Κύριε (φυλακήν) τω σπέρματί μου!
Η ανταπόκριση του σλανκεπώνυμου πλήθους στην αρχική μου ερώτηση στο Δημόσιο Πρόχειρο υπήρξε σπερματορροϊκή. Δυστυχώς όμως, τα λήμματα δεν αναρτήθηκαν, ίσως για τον φόβο των Ιουδαίων. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παρουσιάσω τις καλύτερες σχετικές προτάσεις:
Τσιμπούμεραγκ, ιδέα του Χαλικού. Κττμγ πρόκειται για το απόλυτο σχετικό λήμμα, άξιο μυρίων σπεκ και καραπέκ, είθε να αναρτηθεί πάραυτα! [σ.ς.ήδη αναρτήτηκε] Ο ίδιος πρότεινε και το προσφυές μακάριοι οι πτωχοί τω σπέρματι.
Χυσόφιλο και εκδίκηση της πιπατζούς από τον συμπάσχοντα acg. Δεν θα περίμενε κανείς κάτι λιγότερο από το αδιαμφισβήτητο ρεμάλι του σαϊτόστ!
Πιποφιλία, από τον πνευματικό Αγιατολάχ και μπυροκροτητή μας Χεσούς!
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.
Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.
Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.
Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).
Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!
Got a better definition? Add it!
Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.
Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.
Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.
- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…
- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…
- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.
Σχετικά: ωραία φέτα, τρία πουλάκια κάθονται, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., τζούρα μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια
Got a better definition? Add it!