Προφέρεται γαλλιστί «αμπζολεμάν ντε λα μουνικλασιόν», είναι προφανώς ηχοποίητη έκφραση και σημαίνει «του κώλου τα εννιάμερα», ή «κλάιν μάιν», ή, ακόμη, «γάμησέ τα», ή «χεσ' τα κι άσ' τα» κλπ. Πάντως, σε αντίθεση με αυτές τις αγοραίες εκφράσεις, δείχνει άνθρωπο εξευγενισμένο, πιο μορφωμένο, με κάποιο επίπεδο.

Λέγεται όταν θέλουμε να απαξιώσουμε κάποιο πρόσωπο ή κατάσταση, ή όταν τα πράγματα δεν μας βγαίνουν, ή περιπλέκονται σε βαθμό που δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε.

  1. - Είδα τη Μαίρη και μου είπε ότι σας είδε αγκαλιά με τη γυναίκα τού Αλέκου.
    - Absolemand de la municlasion! Το γαμήσαμε τη μάνα!

  2. Ο Νίκος πάει Μπαλί και Ταϊλάνδη. Absolemand de la municlasion, βρακί δεν έχει ο κώλος μας η τσουτσού καπέλο θέλει.

  3. Όλο το τριήμερο θα βρέχει. Absolemand de la municlasion!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα μέσα. Έκφραση χρησιμοποιούμενη για γυναίκα ανοιχτή, ή άνδρα ομοίως όπενχολ, έως χωνί, από κατόψεως διαμέτρου εμπροσθίου και οπισθίας οπής.

Υπονοεί την ευρύχωρη γυναίκα, ή άνδρα δυνάμενη-ο να ικανοποιήσει-φιλοξενήσει άνω του ενός μουσαφιραίων, μετά των αβγουλακίων τους, ήτοι ορχεόσακκων, μετά της φυσικής μάλλινης επενδύσεώς των.

- Ιωσήφ, κρύο κάνει, πάμε να κάνουμε μια ερωτική συνεύρεση με τον Φίφη, που είναι σε οίστρο;
- Άσε μωρή, μη σπάσουμε κανά γεννητικό μόριο… Πάμε στον Τασούλη που είναι all-in και θα βάλουμε και τα μπαλάκια μέσα να ζεσταθούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!

Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..

Got a better definition? Add it!

Published

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θετικός χαρακτηρισμός ανδρός. Ο έχων μεγάλα αρχίδια.

Ο μάγκας, ο ικανός, αυτός που δεν κωλώνει, ο ατρόμητος, ο άφοβος.

- Αρχιδάτος ο αδερφός σου, πέρασε με την πρώτη στις εξετάσεις!

(από Khan, 20/01/14)(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χαρακτηρίζει κάποιον που τα θέλει όλα δικά του, κάποιον που θέλει και την πίτα γερή και τον σκύλο χορτάτο, κάποιον που θέλει και τον Παναθηναϊκό πρωταθλητή και τον Ολυμπιακό στη Β Εθνική (ή το ανάποδο), κάποιον που σε τελική ανάλυση δεν ικανοποιείται με τίποτα.

- Κοίτα το μαλάκα, δεν φτάνει που κέρδισε το τζακποτ στο τζόκερ , παραπονιέται γιατί υπάρχει και άλλος νικητής. Εμ βρήκαμε μουνί εμ το θέλουμε και ξυρισμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ εύκολη γκόμενα. Αυτή που δεν θέλει και πολύ ψήσιμο για να τη ρίξεις στο κρεββάτι.

- Τελικά πολύ ζόρικη αυτή η γκόμενα του Κώστα ρε, του έχει βγάλει το λάδι!
- Ποια, αυτή; Αυτή ρε γαμιέται για ένα πιάτο χόρτα! Άσχετα αν αυτός είναι τελείως μουρόχαβλος και δεν μπορεί να τη γαμήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασική ατάκα αμφίθυμου θαυμασμού για την εμφάνιση και σεξουαλική ρώμη τινός. Φυσφιρής είναι ο φανταχτερός, ο κυριλές, ο καγκουρογαμόσαυρος, αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει».

Η εναλλακτικά χρήση του φιρφιρή που σημαίνει φλώρος καθιστά το τσιτάτο περισσότερο αμφίθυμο έως και προσβλητικό (βλ. 4ο παράδειγμα).

1. μας το κανε αυτο ενας καφρος θειος,ημουν εγω 5 και ο αδερφος 4 και σε μια μαζωξη μας εστειλε να πουμε στον κολλητο τους (μπαμπα και θειο) τον μητσο «γεια σου ρε μητσο φισφιρη που χεις μια πουτσα σαν σφυρι», ε το παμε μπροστα σε 20 ατομα και μας εκραξε ο πατερας και δεν πιστευε οτι μας εβαλε ο θειος να το πουμε, και η παλιοκουφαλα ο θειος γελουσε.

2. Lolipop,lolipop ouuu loli loli loli lolipop. Αφιερωμενο στον Βαγγελα τον φισφιρη που χει μια πουτσα σαν σφυρι #Meimarakis

3. Tραβέλια με προσόντα: H Ναντια ειναι ο νεος John Holmes (ή Τελης Σταλονε αν μεινουμε σε Ελληνικα πλαισια) Γεια σου Ναντια φυσφιρη, που χεις μια ουτσα σαν σφυρι ..

4. Ο Π. Τατσόπουλος ξαναχτύπησε… Φιρφιρή, Φιρφιρή, με τον πούτσο σάν σφυρί.

(από σφυρίζων, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη εκδοχή της εκφράσεως διαφοροποιείται από το έλα κούτσα κούτσα και πιάσε μου την πούτσα καθώς παραπέμπει στην Σισύφεια ματαιότητα.

Η ειδοποιός διαφορά είναι το «κλάσε» (χωρίς σεξουαλικά υπονοούμενα) από το «πιάσε» (που παραπέμπει σε φραπέδες κιέτσ'). Αναλύοντας τα επί μέρους:

  • Έλα: αποτελεί πρόκληση σε αγώνα ή αναμέτρηση.
  • …κούτσα - κούτσα: για να αντιπαρατεθεί, ο αποδέκτης της πρόκλησης θα ταλαιπωρηθεί είτε από αντικειμενικές δυσκολίες ή από δικά του μειονεκτήματα.
  • …και κλάσε μας τη μπούτσα: Ο εκστομίσας την φράση δεν έχει λόγο ανησυχίας λόγω των γνωστών περιορισμών του προκληθέντος. Το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο.

Ταυτόσημη σημασία έχουν οι φράσεις: θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, κλάσε μας τα αρχίδια, στ' αρχίδια μου σε γράφω και κάνω τον ζωγράφο, κουτουλού.

Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.

.#
@gatti201 ΕΛΑ ΚΟΥΤΣΑ ΚΟΥΤΣΑ ΚΑΙ ΚΛΑΣΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΠΟΥΤΣΑ. ΚΟΙΤΑ ΠΟΙΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΝΙCΚΝΑΜΕ;!!! AKOY GATTI... HAHAHAHAH!!! (σχόλια από το συσιφόνι)

(από perkins, 07/06/10)κουτσα κούτσα αλλά με όπλο (από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified