Κλαψομουνιά, κλαψομουνίαση, κλαψομούνιασμα: η τάση που έχουν οι γυναίκες να κλαίγονται με το παραμικρό. Λέγεται και για άντρες.

Από το κλάμα > κλάψα και μουνί (=γυναίκα). ρ.: κλαψομουνιάζω

παράγωγα: κλαψομούνης, κλαψομούνα, κλαψομούνικο, κλαψομούνιασμα, κλαψομουνέικος

Ανάλυση-σχόλιο

Κάποτε οι γυναίκες εξέφραζαν το αδιέξοδό τους με κομιλφό λιποθυμίες. Τώρα που οι καιροί άλλαξαν προς το φεμινιστικότερο δικαίωμα στο να τα πρήζουμε τα του άλλου απροκάλυπτα, το «αααααχ!» της λιποθυμίας αντικαταστάθηκε με γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια. Στο μεταξύ, ευθαρσώς πως, η λέξη «γυναίκα» αντικαταστάθηκε με τη σειρά της με τη λέξη «μουνί», άρα η γυναικεία κλάψα έγινε τελικά «κλαψομουνιά» ή «κλαψομούνιασμα» ή «κλαψομουνίαση» (το τελευταίο ακούγεται και σαν αρρώστια, όπως και είναι -από μια άποψη).

Πλην αλλ΄όμως, ωιμέ και φευ!, η κλαψομουνιά χαρακτηρίζει και τον άντρα. Και κει τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Κλαψομούνης άντρας είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να σου τύχει. Δεν ξέρεις με τί έχεις να κάνεις και πώς κι από πού να τον πιάσεις. Γιατί ο κλαψομούνης δεν το κάνει για να κερδίσει κάτι, όπως η γυναίκα. Το κάνει επειδή είναι κλαψομούνης, είναι εκ γενετής ανικανοποίητος και ακαταστάλακτος, έχει την κακιά πλευρά της γυναίκας μέσα του. Να πω επίσης ότι σε κάθε άντρα, όταν αρρωσταίνει με μια απλή γριππούλα ή έναν πονόδοντο, η κλαψομουνιά είναι εκ των ων ουκ άνευ (καλία ήταν αυτό).

Τώρα τι εστί κλαψομουνιά ακριβώς: είναι όταν μας φταίνε όλα, όταν τίποτα δεν μπορεί να γίνει όπως το θέλουμε επειδή και καλά όλοι στέκονται εμπόδιο μπροστά μας, είναι τεσπα μια επιφανειακή εκδήλωση απόγνωσης και του αισθήματος του ανικανοποίητου, είναι αφόρητη γκρίνια, συχνά συνδυασμένη με φάση γούτσου και πιθανόν και με ορμονικές εμπλοκές, τύπου προεμμηνορρυσιακού συνδρόμου (σκέτο μεγαλείο).

Είναι αληθινή κλαψομουνιά όταν το μυαλό δεν μπορεί να σταθεί παρά μόνο στο παράπονο και είναι ψευτοκλαψομουνιά όταν θέλουμε να μας κάνουν το χατήρι ή βαριόμαστε να κάνουμε αυτό που είναι να κάνουμε, ή τεσπα το παίζουμε έτσι γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος που διαθέτουμε ώστε να μας δώσουν σημασία. Κλαψομουνιάζουμε επίσης όταν ντρεπόμαστε να παραδεχτούμε ότι είμαστε ευτυχισμένοι και όλα μας πάνε καλά. Νομίζουμε έτσι ότι παραέξω δίνουμε ένα προφίλ που δεν θα ξεσηκώσει τον φθόνο του άλλου και το οποίο θα μας εξισώσει με κάποιους λιγότερο ευτυχείς από μας ή θα μας καταστήσει θύμα της ζωής στα μάτια των άλλων, άρα πιο μάγκα, πιο ρεμπέτη, πιο άξιο /-α της προσοχής των.

Η κλαψομουνιά είναι δυστυχώς δομικό στοιχείο του χαρακτήρα όποιας /-ου την φέρει, άρα και δυσκολότατο να την αποβάλει. Προκύπτει από το μέγα αμάρτημα κατά του εαυτού μας: την αδυναμία μας να εντοπίσουμε μέσα μας το μερίδιο ευθύνης που φέρουμε όταν οι καταστάσεις δεν έρχονται όπως θα τις επιθυμούσαμε. Είναι, ως γνωστόν, πιο εύκολο και καθόλου επώδυνο να φταίνε πάντα και μόνο οι άλλοι, άρα και να τους ζητάμε (τα ρέστα ή τα πάντα). Πρόκειται καθαρά για σύμπτωμα ναρκισσιστικού χαρακτήρα.

Γενικά οι γυναίκες θεωρούμαστε κλαψομούνες από φύση. Τις περισσότερες φορές αυτό είναι πολεμική τακτική παρά τρόπος ζωής. Ε, μια και δυο, γίνεται και τρόπος ζωής. Και η αλήθεια είναι ότι πολλοί λυγίζουν μπροστά στην κλαψομουνιά, είτε επειδή τους πείθει ή επειδή θέλουν να ξεμπερδεύουν (νομίζουν) και κάνουν τα χατήρια, μπας και το «θύμα» συχάσει.

Τέλος, η κλαψομουνιά είναι επίσης παρεξηγημένο παράπονο, όταν δηλαδή ο άλλος αντιλαμβάνεται το αίτημά μας μόνο ως τέτοιο. Αυτό συμβαίνει επειδή α. δεν θέλει να παραδεχθεί ότι πράγματι είμαστε ενοχλημένοι από το αντικείμενο του παράπονού μας, β. επειδή δεν μπορεί (φύσει και θέσει) να διακρίνει την παραπάνω αλήθεια, γ. υπεκφεύγει γιατί δεν μπορεί να μας ικανοποιήσει / παρηγορήσει / βρει λύση και το ρίχνει στο ότι αυτό που λέμε είναι κλαψομούνικο.

Η αλήθεια είναι ότι δεν πείθει η κλαψομουνιά ούτε καν αυτόν που την εκφράζει.

Και να μην ξεχνάμε τι είπαν κάποιοι για τον πόνο:

«Οι μικροί πόνοι φλυαρούν, οι μεγάλοι σιωπούν» - Curæ leves loquuntur, ingentes stupent (Σενέκας), και

«Όποιος μπορεί να πει ότι καίγεται έχει απλώς αρπάξει λίγο» -Chi puo dir com'egli arde è in picciol fuoco (Πετράρχης).

Από τον Montaigne και το «Περί Θλίψης» δοκίμιό του όλ' αυτά.

ΥΓ: Οι κακές γλώσσες λένε ότι είμαστε κλαψομούνικος λαός. Το αφήνω στην κρίση σας.

από το ΔΠ, νονός allivegp

βλ. και μπαρμπουνομουρμούρα

  1. - Τι έγινε, πώς πάει;
    - Ε, πώς να πάει μωρέ... Φτώχεια, ανεργία, το κράτος... Σπίτι όλη μέρα και πουλοβαράω...
    - Πάψε ρε πούστη πια, όλο τα ίδια και τα ίδια, πες επιτέλους ότι έχεις και τρως τα έτοιμα και ότι την ξύνεις κανονικά και κόφ' την κλαψομουνιά, έλεος!

  2. - Τι έγινε, πώς είσαι;
    - Να, εδώ, μόνη σαν το λεμόνι, τηλέφωνο δεν χτυπάει, δεν έχω με ποιον να πάω μια βόλτα, όλη μέρα μέσα στο σπίτι κλεισμένη, μαγειρεύω για τον εαυτό μου, βλέπω λίγη τηλεόραση, ε, πώς να πάει...
    - Ρε συ σου έχω πει χίλιες φορές, τράβα γράψου σε κανα γυμναστήριο να γνωρίσεις κανα γκόμενο, καμιά φιλενάδα...
    - Απαπα, δεν μπορώ να φοράω φόρμες και αθλητικά εγώ...
    - Ε άρχισε ζωγραφική, κεραμική, κάποια τέτοια τέχνη...
    - Απαπαπαπα, εκεί πάνε όλες οι τρελές. Εξάλλου μια χαρά ζωγραφίζω μόνη μου...
    - Γράψου στο κολυμβητήριο να κάνεις και τα μπανάκια σου.
    - Απαπαπα, θα μου χαλάσει το μαλλί, αστειεύεσαι;
    - Ε μα τι θες τέλος πάντων για να κόψεις την κλαψομουνιά;
    - Έναν γκόμενο τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό μου, με λεφτά, ελεύθερο, να μην είναι αδελφή, να μην είναι χωρισμένος, να μην θέλει παιδιά, να μην είναι μαμάκιας, να γουστάρει ταξίδια και θέατρα και εστιατόρια, να είναι καλός οδηγός και να έχει γαμώ τ' αμάξια, να είναι ωραίος, ψηλός, γυμνασμένος, καλοντυμένος, καλόγουστος, να έχει το δικό του σπίτι, να μη θέλει γάμο, να μην κοιτάει άλλες και να με έχει στα ώπα-ώπα.
    - Α μάστα. Και τι του δίνεις εσύ για όλ' αυτά;
    - Ε τι του δίνω... Ένα ρετιρέ και την ομορφιά μου!

(πραγματικός διάλογος...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τί να λέμε τώρα; Η έκφραση αποτελεί ακανθωδέστατη μεσογειακή δοξασία, που κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, σηκώνει όχι σεντόνι, αλλά πάπλωμα...

Τέλος πάντων, απηχεί αταβιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποίαν η γυναικεία παρθενία (όχι μόνον η σωματική) δεν έγκειται στην διάτρηση του υμένα, (δύναται πλέον να απολεσθεί και με ταμπόν). Κυρίως οι βυζαντινοί κι οι Οθωμανοί δεν έπαψαν στιγμή να επιδίδονται στο σοδομισμό. Παρ’ όλα αυτά, η λύσσα απάντων των μεσογειακών λαών για τον ορθό, έχει και κάποιες πρακτικές εκφάνσεις.


Παρθενία

Τα αυστηρότατα ήθη των Ελλήνων, των Αράβων, των Εβραίων, των Ιταλιωτών, των Ιβήρων κλπ, ουδέποτε επέτρεψαν στη γυναίκα το παραμικρό κοινωνικό ατόπημα. Η γυναικεία παρθενία υπήρξε το πρώτιστο μέλημα της ανδροκρατούμενης κοινωνίας μέχρι πολύ πρόσφατα στην ευρωπαϊκή Μεσόγειο (με μικρούς επίμονους θύλακες π.χ. Σικελία, Ανδαλουσία, Κρήτη κλπ) και εξακολουθεί να υφίσταται στο νότιο και ανατολικό όριό της μέχρι και σήμερα.

Εν Ελλάδι, επεδείκνυαν (σε διάφορα χωριά) το αιματοβαμμένο σεντόνι δημοσία, εν είδει ius primae noctis, μέχρι και πριν καμιά 30αριά χρόνια (βλ. «Στον Αστερισμό της Παρθένου»). Η «φιλημένη» κορασίδα, που ήταν αυτόχρημα και ατιμασμένη, ελάχιστες ελπίδες διατηρούσε να στεφανωθεί (εκτός βέβαια κι αν είχε γενναία προίκα)...

Η συντριπτική πλειοψηφία των παλιών ελληνικών ταινιών (μιλάμε για το 90%), υπήγαγε υποχρεωτικά το (απαραίτητο για να δέσει η σάλτσα του σεναρίου) ειδύλλιο στο κατώφλι κάποιας εκκλησίας, πριν να πέσει η μακέτα «Τέλος». Ούτω πως, οι επίδοξοι γαμιάδες άνδρες, αλληλοταλαιπωρούνταν από τους περιορισμούς, που είχαν θέσει άλλοι άνδρες στις θυγατέρες και στις αδερφές τους, το οποίο ισχύει με διάφορους τρόπους και σήμερα ακόμη και εν Αθήναις, όπως ορθότατα (!) το έθεσαν τα Ημισκούμπρια στον «Κύρη του Σπιτιού». Έτσι, δεν απέμενε στα ζευγαράκια, παρά η ερζάτς προγαμιαία συνεύρεση (μπαλαμούτι / χαμούρεμα, αλληλομαλακία, μπαντανάς / πινέλο, σπάτουλα κ.λπ. άπαντα τα οποία καλούνταν «εργολαβίες», ή μποστικά «γουργουλαβίδες» κατά το Μπαρμπα-Γιώργο), ή η «παρά φύσιν» συνουσία (από τους τολμηρότερους), προκειμένου να διαφυλαχθεί «ό,τι πολυτιμότερο» διέθετε το κορίτσι.

Εδώ, έχουν τη θέση τους δυο ανέκδοτα. Ένα ελληνικό κι ένα εγγλέζικο:

  1. (Διάλογος συμμαθητών):
    - Τελικά, τί έγινε με τη Σούλα;
    - Τί να γίνει; Πήγαμε και καλά βόλτα με τα ποδήλατα στο πάρκο.
    - Και μετά-και μετά; - Ε, κάτσαμε κάτω από’ να δέντρο, αρχίσαμε τα σορόπια, οπότε μου λέει αυτή «αγόρι μου, πάρε μου ό,τι πολυτιμότερο έχω!»
    - Και τί έκανες;
    - Πήρα κι εγώ το ρολόι της κι έφυγα...

  2. - Είναι σωστό να κάνεις σεξ πριν το γάμο;
    - Ναι, αρκεί να μην αφήσεις πολλή ώρα τον παπά να περιμένει!

Οι Ιταλίδες, οι Ισπανίδες και οι Ανατολίτισσες, ανέπτυξαν (όλως επικουρικώς!) και την τεχνική της πίπας, προς ανακούφιση των φουσκωτών καβάλων (βλ. Ζ. Μπρέλ «Στο λιμάνι του Αμστερντάμ» απόδοση στα ελληνικά Γ. Αραπάκης), ιδίως δε οι πρώτες ανεδείχθησαν σε πρωθιέρειες του κλαρίνου. Στη μίζερη Ψωροκώσταινα, εισήχθη νεωστί η πεολειχία από τους κακομαθημένους στα ξένα μπουρδέλα ναυτικούς μας και καθιερώθηκε η Ελλάς σε ζηλευτό βάθρο έναντι των άλλων κρατών της Ε.Ε. μόλις πρόσφατα, μετά από την πλύση εγκεφάλου που πραγματοποίησε με τις φυλλάδες του ο Κωστόπουλος. Τα ανωτέρω ελάμβαναν χώρα στα πάρκα και στα αλσύλλια (π.χ. βλέπε τις τσαϊράδες στο Σεϊχ-Σου), όπου όμως ελλόχευαν οι μπανιστηριτζήδες, οι οποίοι μπορεί να ήσαν ακίνδυνοι, μπορεί και όχι (βλ. την ιστορία του αδικοεκτελεσμένου «Δράκου» Αριστείδη Παγκρατίδη).

Αξίζει να σημειωθεί ότι και σήμερα ακόμη, υπάρχουν στέκια για τα κακόμοιρα τα «άστεγα» (βλ. έκφραση Αυλωνίτη στο ρόλο του θρυλικού Γύλου στη «Σωφερίνα»), που εξυπηρετούνται εντός του αυτοκινήτου π.χ. στο Λυκαβηττό της Αθήνας, στην πλαζ της Πάτρας κ.λπ. Στους απόμερους αυτοσχέδιους γαμιστρώνες της Νάπολης, βρίσκει κανείς ένα πάκο εφημερίδες, που χρησιμεύουν στην απόκρυψη του εσωτερικού του αυτοκινήτου. Μόλις τελειώσει η παράσταση, οι ναπολετάνοι, (όλως οικολογικώς) αφήνουν τις εφημερίδες στη θέση τους, για να τις χρησιμοποιήσει και κάνας άλλος...

Συνεπώς, ήταν (και είναι ακόμα σε πολλά μέρη, βλ. ανωτέρω) σύνηθες, η από-ληψις του απαγορευμένου καρπού να προηγείται χρονικώς της βεριτάμπλ συνουσίας, εν είδει προκαταβολής, αφού άλλωστε ο γάμος από νομική άποψη αποτελεί σύμβαση (!)

Οικογενειακός προγραμματισμός

Ωραία. Άντε και παντρεύτηκε το ζεύγος και κάνει όσες εισαγωγές-εξαγωγές θέλει. Τί θα γίνει τώρα; Γαμήσι και κουδουνίστρα θα το πάμε; Σαφώς και η αταβιστική πνευματική ένδεια, που μας κληροδότησαν οι μεσαιωνικοί πάτρονές μας, σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια, απηγόρευσε επί μακρόν την λήψη τεχνητών μέτρων αντισύλληψης και προφυλάξεως (και δεν εννοώ το κλείσιμο της πόρτας βλ. Monty Python «The Meaning of Life»). Εξ άλλου, πάντοτε συνέφερε το Κράτος (δια των Εκκλησιών) να αυξάνεται και πληθύνεται το κρέας για τα κανόνια σ’ έναν ενδεχόμενο πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, το δίπολο μουνί (=αναπαραγωγή) – κώλος (ευχαρίστηση) υποδηλώνεται ήδη από το ίδιο το σωματικό πρότυπο κι έτσι οι παπαρδέλες των εκκλησιών περί μη διαχωρισμού των δυο εναυσμάτων, περιττεύουν.

Έπρεπε λοιπόν, να βρεθεί μια σολομώντειος λύσις, ώστε και η πίτα να φαγωθεί κι ο σκύλος να χορτάσει και ευρέθη (εκτός κι αν νομίζετε ότι οι παππούδες μας έκαναν σεξ τόσες φορές όσα παιδιά είχαν). Εξ άλλου, υπήρχαν και τα μπουρδέλα. Βέβαια, η μακρά χρήσις του απευθυσμένου, υπερκερνά βαθμηδόν το πρακτικιστικό (δήθεν) έρεισμά της και αρχίζει να αποτελεί έξιν, οπότε περνάμε στην:

Μύηση

Όπως έχει ειπωθεί, ορισμένα γούστα προκύπτουν σε πολλούς αφ’ εαυτού, λόγω παν-ανθρωπίνως παραδεδεγμένων ιδιοτήτων τους (π.χ. η ζάχαρη είναι παγκοσμίως γλυκιά, το παστίτσιο είναι ανεκτό ακόμα και απ’ τους εχθρούς του, το χοσάφ -νύν παγωτό- πάντοτε δροσίζει, ένα καλό χέσιμο υπό κατάλληλες συνθήκες αποτελεί ευωχία κ.λπ.) και άλλα επιδέχονται και προϋποθέτουν μαθητεία, αφού είναι prima facie δυσάρεστα. Έτσι, δεν τρώγονται παντού τα έντομα ως επιδόρπιο, ούτε το ουίσκι αραρίσκει σ’ ένα πεντάχρονο (οι νεοέλληνες που το δοκίμασαν ευρέως μετά τον 2ο Παγκόσμιο έλεγαν χαρακτηριστικά «βρωμάει σαν κοριός!»), αλλ’ ούτε και το πρώτο τσιγάρο αφήνει καμιά ηδεία επίγευση (μάλλον το αντίθετο). Ομοίως, το χώσιμο ενός επιμήκους αντικειμένου στον κώλο σου, δεν είναι κι ο,τι καλύτερο (εν πρώτοις).

Δεν πρέπει όμως να συγχέεται η ανάγκη με το γούστο και η μεταλαμπάδευση με το καπρίτσιο. Ο λόγος λοιπόν για το λεγόμενο acquired taste (επίκτητο γούστο), το οποίον έχει κοινωνικές και άλλες ρίζες (βλ. habitus σε Pierre Bourdieu «La Distinction»). Στην πρώτη περίπτωση η ανάπτυξη οικειότητας με το αντικείμενο, αποκτάται χωρίς ιδιαίτερο κόπο, εφ’ όσον είναι άμεσα ευχάριστη και κοινωνικώς αποδεκτή εμπειρία για το άτομο. Στην δεύτερη, η προσέγγιση του αντικειμένου είναι έμμεση, αφού πρέπει αναγκαστικώς να επιτευχθεί κάμψη των αντιστάσεων του ατόμου/να ρίξει τα μούτρα/σφίξει τα δόντια, να υπερπηδήσει κοινωνικά εσκαμμένα (το οποίον όμως επουδενί στοιχειοθετεί κόπο παρά την εσωτερική πάλη κι έτσι την πατάνε οι βαυκαλιζόμενοι πρεζάκηδες), διά μέσω μαθητείας κοντά σε κάποιον εμπειρότερο-πρότυπο, σαν φιλομαθής κάλφας που έχει την υποψία-συνεπίγνωση ότι θα ανακαλύψει (;) μια καινούρια γλύκα στη ζωή του και θα την καταχωρήσει-εντάξει στον σκληρό δίσκο της προσωπικότητάς του με file name = Τα αγαπημένα μου.

Έτσι, η διαλεκτική σχέση μύστη-μαθητευομένου (αλλά και θύτη-θύματος), έχει ως εξής: Παρουσιάζεται ψυχική μεταστροφή του νεοφώτιστου και ενδεχόμενη πεοσήλωση στο αντικείμενο του πόθου (βλ. κόλλημα στον πρώτο γαμιά), ενώ αντίστροφα ο μύστης του «κόβει το βήχα»/«παίρνει τον αέρα», όπως λέμε. Ο νέος πρέπει να πήξει μέχρι να μάθει, χωρίς όμως ποτέ να δύναται να αμφισβητήσει ή να προσπαθήσει να ανατρέψει τον πάτρονά του, καθ’ όσον διάστημα ο τελευταίος βρίσκεται εν ενεργεία (δηλαδή καβάλα), μιας και ο Δαίδαλος καθάρισε το καλφούδι του, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Τα προβιομηχανικά βυζαντινοσμανλίδικα ισνάφια έπονται.

Ο ζητών ευρήσει και τω κρούοντι την θύραν ανοιχθήσεται, όταν πρόκειται για ενεργητική κι εξελικτική διεύρυνση των αισθήσεων που συντελείται προοδευτικά (όχι που πλακωθήκαμε πρόσφατα με το άστε ντούα στα λασπωμένα σούσα), χωρίς όμως να συνοδεύεται απο επανάπαυση στην ηδονή (βλ. τοξικές ουσίες), αφού το άτομο έχει κατασταλλάξει στο ποιός είναι και τί ακριβώς ψάχνει. Ο συνετός περιηγείται – ο βλάξ περιπλανάται.
Ποιός παραδέχεται ότι έχει άδικο όμως; Οι βετεράνοι των λεωφορείων έχουν αλλόκοτα σουσούμια (π.χ. Άλλος ξέρει οτι δεν είναι ωραίος, άλλος έχει επίγνωση ότι δεν είναι και κάνας πλούσιος, άλλος εκλογικεύει κάνοντας μπαϊράκι την αμορφωσιά του κλπ), τα οποία συγκλίνουν σ’ ένα μόνο: Κανείς δεν υποστηρίζει ότι είναι μαλάκας(!)

Μια παροιμία λέει «απ’ τα γλυκά πνίγεσαι κι όχι απ’ τα ξινά». Λάθος. Τελικά υπάρχουν και (τ)όξινα γούστα που αν τα συνηθίσει ο κοινωνός, μπορούν να προκαλέσουν πνιγμό, π.χ. η έξη στα ναρκωτικά επιτυγχάνει τον συνδυασμό των δυο ανωτέρω περιπτώσεων, με μια ψευτο-εσάνς συνειδητής αυτοκαταστροφής.

Στην αρχαία Ελλάδα λοιπόν, το κωλομπαριλίκι μετά μυήσεως έδινε κι έπαιρνε, αλλά ο Διογένης κορόιδευε έναν θηλυπρεπή νεαρό, που του’ χε χαρίσει ένα μαχαίρι ο γαμιάς του, λέγοντάς του ότι «η κόψη είναι καλή-αλλά η λαβή αισχρά».

Παρ’ όλα αυτά, το κωλογαμήσι, δεν αποτελεί απαραίτητα αντικείμενο διαπραγματεύσεων. Δουλειά δεν είχε ο Δουρής, γαμούσε τα παιδιά του, συνεχίζοντας αποκομμένος από την κοινωνία, μια παλιοκαιρίσια αρβανίτικη αιμομικτική παράδοση. Οι δημοσιογράφοι τηλε-έφριτταν, αλλά είχαν σίγουρα ακούσει την έκφραση «φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό να με λες θείο», όπως και τα αμέτρητα κωλομπαρίστικα σχολικά πειράγματα (που δεν υπάρχουν στην Ισπανία-Ιταλία, αλλά απαντώνται στην «γείτονα» και νυν «φίλη» Τουρκία).

Στο «120 μέρες στα Σόδομα», απαραίτητη προϋπόθεση της συνουσίας ήταν η έλλειψη ευχαρίστησης εκ μέρους του υποβαλλομένου σε δοκιμασίες θύματος.
Σε όλες τις ανδρικές φυλακές του κόσμου, ο αναγκαστικός σοδομισμός ενέχει το στοιχείο του εξευτελισμού και διενεργείται προς ξεκάβλωμα, τιμωρία ή αποκαθήλωση.

Οι πουτάνες κι οι μουρλοί ταυτίζουν το ξύλο με την αγάπη (και στις δυο περιπτώσεις η φυσική εξουσίαση σφραγίζεται πανηγυρικά με την υποβολή σε σωματικό πόνο, ενώ στην πρώτη ενυπάρχει και η επιθυμία εξιλέωσης-κάθαρσης του θύματος βλ. «Ευδοκία»).
Το παιδί σου και το σκυλί σου όπως το μάθεις.

Κατά μια έννοια, τα γυναικεία στήθη αποπνέουν πεπερασμένη ηδονή σε σχέση με τους παρομοίως σχηματισμένους γλουτούς, δεδομένου ότι δεν διαθέτουν πύλη, που να οδηγεί κάπου. Τελικά, ποιός μυεί ποιόν;

Οι W.A.S.P. Αμερικάνες κι οι Βορειοευρωπαίες (και βέβαια δεν εννοώ τις Γαλλίδες!) απεχθάνονται την από έδρας συνέντευξη, θεωρώντας την σικχαμερή και ανώμαλη (!) αμαρτία, διότι άλλα tempora και άλλα mores. Θα’ ρθει κι αυτωνών η ώρα τους.
Άλλωστε οι Germani επί σειρά αιώνων εκτελούσαν τους πούστηδες κι όσους γαμούσαν κώλο, πηγαίνοντας αυτόχρημα στη Βαλχάλλα με λευκό μπαστούνι και σκύλο συνοδείας. Αυτό δεν εμπόδιζε φυσικά τον αρχηγό των ναζιστικών S.A. Ernst Julius Röhm να τον κολατσίζει απ’ τους υφισταμένους του (που τονε φάγανε γι’ άλλο λόγο).
Ο Οιδίπους τυφλώθηκε, αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ τί ακριβώς παίχτηκε με την Ιοκάστη. Είναι ενδεικτικές οι αργκοτικές εκφράσεις του κώλου, που αποδίδουν τιμές και προδίδουν οικειότητα στον σοδομισμό (π.χ. γαλλικά enculé, ιταλικά vaffanculo, ισπανικά que te den por culo, χώρια μερικές ελληνικές, αραβικές και τουρκικές αντίστοιχες που δεν θυμάμαι τώρα)...

Σύμφωνα λοιπόν με την δοξασία αυτή, μόνον ο πρώτος άνδρας που κατέπεισε μέσω μιας μυητικής διαδικασίας (που περιλαμβάνει και πολύ μπίρι-μπίρι) την γυναίκα να υποστεί τον σοδομισμό, μέχρι να τον συνηθίσει και να τον επιζητεί και η ίδια, μπορεί να θεωρεί ότι την κυρίευσε παίρνοντάς την από το χεράκι, από το έρεβος της αγνότητας στο φώς του συνειδητού.

Ας μη γελιόμαστε όμως. Η καρκινική ρήση του αρχιερέα της νεοελληνικής αργκό Ζώρζ Πιλαλί «η γυναίκα αναζητεί τον διαφθορέα της», παραπέμπει στην απλή υπόμνηση της μεθόδου της διαφθοράς αυτής από τον χαζο-θύτη, αφού αυτή έχει (πάντα) το πάνω χέρι...

- Τί έγινε με τη Σούλα; Τη γάμησες;
- Ναι αμέ!
- Κώλο σου' δωσε;
- Όχι! Δε γουστάρει λέει και δεν το' χει κάνει ποτέ.
- Καλά αγόρι μου! Σε φουμάρει η γκόμενα. Η παρθενιά της γυναίκας είναι από κώλο βρεεε!
- Κι άμα λέει αλήθεια;
- Ακόμα χειρότερα! Ή είναι ξενέρα η γκόμενα ή δε σε πολυγουστάρει και σε βλέπει σαν ξεπέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μορφή την καλαφάτισα: Την πήδηξα, την διακόρευσα, την έσκισα.

-Πώς πέρασες το χτεσινό βράδυ με την τύπισσα;
-Καλά, την καλαφάτισα!

Πασπάτης-Καλαφάτης (Βεγγος-Σταυρίδης), στην ταινία :Οι δοσατζήδες   (από GATZMAN, 12/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο διακατεχόμενος από έντονο και σφοδρό σεξουαλικό πόθο βρίσκεται σε πλήρη και περήφανη στύση. Ο όρος απαντάται κυρίως στην Κρήτη και τυγχάνει κυριολεκτικής αλλά και μεταφορική χρήσης, εκφράζοντας ακατανίκητη επιθυμία.

Παραλλαγή: ολοκαύλωτος.

  1. - Ξαπλωμένος όλο το βράδυ δίπλα της και αυτή να τρίβεται συνέχεια πάνω στη γκλίτσα. Καταλαβαίνεις, να προσπαθώ όλο το βράδυ να κοιμηθώ, ολόκαυλος!

  2. - Θα κατέβουμε στον αγώνα ολόκαυλοι και δεν σας βλέπω να την βγάζετε καθαροί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και να το δει κανείς τα πράγματα που μπορεί να κάνει στο κρεβάτι του (και εννοώ το σεξ) είναι λίγο πολύ περιορισμένα. Θα κάνεις αυτό, θα κάνεις αυτό, θα κάνεις το άλλο και το παράλλο και ίσως και το τελευταίο. Παραδόξως το ίδιο συμβαίνει και οπουδήποτε αλλού προσπαθήσετε να ολοκληρώσετε την σχέση σας, όπως με παρακάλεσε μια φίλη μου να γράψω. Αν αυτός ο ορισμός είχε γραφτεί λίγο νωρίτερα, η παραπάνω, ψιλοεξαντλητική εδώ που τα λέμε ρε μικροαστοί, γραφιάδες και υπάλληλοι με τρομερά ενδιαφέρουσες δουλειές, λίστα θα περιείχε και το συγκεκριμένο λήμμα.

Το πλοπ είναι η προσπάθεια της γυναίκας (ή του άντρα, ή του άντρα. Ποιος σας εμποδίζει να είναι άντρας;) να γλείψει με τέτοιο τρόπο τη βάλανο ώστε να κλειδωθεί συγκεκριμένη ποσότητα αέρα στο στόμα και με την έξοδο της βαλάνου από το στόμα να ακουστεί ο συγκεκριμένος ήχος. Για να το καταλάβετε καλύτερα φαναστείτε πως το δάχτυλό σας -- ή, καλύτερα, μη φανταστείτε τίποτα και απλά βάλτε το δάχτυλό σας στα πλάγια του εσωτερικού του στόματός σας και βγάλτε το με σφιχτά αγκαλιασμένα τα χείλη στη βάση του δαχτύλου σας. Φαντάζομαι θα ακολουθήσουν πολλά media που να απεικονίζουν την συγκεκριμένη τεχνική αλλά το καθήκον έπρεπε να γίνει και η παρουσίαση της συγκεκριμένης ενέργειας έγινε όσο το δυνατόν πιο παραστατική χρησιμοποιώντας λέξεις.

Δεν χρειάζεται να αναφερθεί ότι το πλοπ αποτελεί και γαμώ τις διεγέρσεις εφάμιλλης ίσως αξίας με το δάγκωμα και το γλείψιμο του αυτιού αλλά χρειάζεται να αναφερθεί ότι το λήμμα είναι ηχομιμητικό οπότε μπορεί και να ακουστεί με διάφορους τρόπους. Απλά έτυχε ο γράφων να ακούσει την ρηματική μορφή του «με πλόπαρε κιόλας μαλάκα, άσε τα είδα όλα, μαστόρισσα στο τσιμπούκι σου λέω, δεν κρατιέται με τίποτα η αχόρταγη» οπότε το καταγράφει ως έχει. Και επειδή η τελευταία πρόταση σας ιντρίγκαρε οι άλλοι είναι ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Ναπολέων και ο Μάρλον Μπράντο. Άντε, ίσως και ο Αλέφαντος.

- Καλά ε, θεά της πίπας η Βασούλα!
- Σώπα ρε!
- Τι να σου πρωτοπώ, για το πως τον έφτυνε, για το πως τον έσφιγγε, με πλόπαρε κιόλας μαλάκα, άσε τα είδα όλα, μαστόρισσα στο τσιμπούκι σου λέω, δεν κρατιέται με τίποτα η αχόρταγη. Τι να σου λέω.
- Καταρχήν κάτι πρωτότυπο γιατί αυτά τα έχω ξανακούσει.
- Πού ρε;
- Λίγο πιο πάνω.
- Ε;

Περιμένατε κάτι διαφορετικό; (από Jim Blondos, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο μαλάκας μάς φορτώνει το πρόβλημά του, ή όταν είμαι εγώ τόσο ψυχαναγκαστικός (και καλά ευαίσθητος) ώστε να φορτωθώ το ξένο πρόβλημα από μόνος μου, λες και δε μου φτάναν τα δικά μου.

Τα κωλογαμήσια, ως γνωστόν, είναι δύσκολη ιστορία (όσο και ευχάριστη για όσους τό 'χουν), είτε είσαι άντρας είτε γυναίκα. Άρα ισοδυναμεί, μεταφορικά, με πρόβλημα. Τα κωλοντέρτια είναι το άμεσο επακόλουθο... σωματικά και μεταφορικά πάλι.

Παρόμοια έκφραση: «ήμασταν μέσ' τα σκατά, μας ήρθαν κι απ' το Πέραμα».

  1. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Έχω μπελάδες με τον μικρό... πάλι άρρωστος είναι...
    - Τι λες μωρέ, πάλι; Μπας κι είναι κανα αρρωστιάρικο;
    - Μπα... μαλάκας είναι, χειμώνα καλοκαίρι με το κοντομάνικο, ε αυτή τη φορά τράβηξε μια πνευμονία και είμαι δύο βδομάδες χωρίς βοηθό, τά 'χω παίξει κανονικά... Ξένα κωλογαμήσια, δικά μας κωλοντέρτια, κατάλαβες;...

  2. - Έχω σκάσει από τη στενοχώρια μου που χώρισαν ο Τάκης και η Νερίνα... Ήταν τόσο ταιριαστοί... Πολύ στεναχωρέθηκα...
    - Άσε μας ρε Αντιγόνη, χαλλλάρωσε, στο μουνί σου το ιδιότροπο ο Τάκης κι η Νερίνα... Γκατάλαβα, ξένα κωλογαμήσια δικά μας κωλοντέρτια δηλαδή; Δεν κοιτάς τα δικά σου καλύτερα, λέω γω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται γαλλιστί «αμπζολεμάν ντε λα μουνικλασιόν», είναι προφανώς ηχοποίητη έκφραση και σημαίνει «του κώλου τα εννιάμερα», ή «κλάιν μάιν», ή, ακόμη, «γάμησέ τα», ή «χεσ' τα κι άσ' τα» κλπ. Πάντως, σε αντίθεση με αυτές τις αγοραίες εκφράσεις, δείχνει άνθρωπο εξευγενισμένο, πιο μορφωμένο, με κάποιο επίπεδο.

Λέγεται όταν θέλουμε να απαξιώσουμε κάποιο πρόσωπο ή κατάσταση, ή όταν τα πράγματα δεν μας βγαίνουν, ή περιπλέκονται σε βαθμό που δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε.

  1. - Είδα τη Μαίρη και μου είπε ότι σας είδε αγκαλιά με τη γυναίκα τού Αλέκου.
    - Absolemand de la municlasion! Το γαμήσαμε τη μάνα!

  2. Ο Νίκος πάει Μπαλί και Ταϊλάνδη. Absolemand de la municlasion, βρακί δεν έχει ο κώλος μας η τσουτσού καπέλο θέλει.

  3. Όλο το τριήμερο θα βρέχει. Absolemand de la municlasion!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα αργής και αγανάκτησης προς κάθε μαλάκα της ασφάλτου.

- Ρε τον πούστη τον μπάρμπα-Μπρίλιο, πάει με 60 στην δεξιά λωρίδα... - Το ένα χέρι στο τιμόνι, το άλλο μες' το παντελόνι, το ένα κάνει περιστροφικές και το άλλο παλινδρομικές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην ερωτική ορμή, στύση και καρποφορία εφήβων και νεαρών ανδρών οι οποίες είναι τόσο ισχυρές ώστε να μπορεί ο νεαρός επιβήτορας να κρατήσει τα μπόσικα με μια προπορευόμενη γαϊδούρα στον ανήφορο.

Αγαπημένη έκφραση παππούδων όταν αναπολούν την (πραγματική ή φανταστική) σεξουαλικότητα των νιάτων τους και όταν αναρωτιούνται για τους γιους η εγγονούς τους στην Ηλεία.

- Θα σε πάω στη Μαρία τη χορεύτρια να μου πει μετά αν γκαστρώνεις γαϊδούρα στον ανήφορο ή τζάμπα σου δίνω χαρτζιλίκι για σουβλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω. Τόσο απλά.

Κι αν θέλουμε να το κάνουμε και φραγκοδίφραγκο, να πούμε πως ο γαμιάς «φορτώνει» τη ψωλή του στο «θύμα», της τον ακουμπάει. Για να «φορτώνει» όμως την ψωλή, πρέπει κι η ψωλή να είναι «φορτίο», να έχει δλδ κάποιο υπολογίσιμο βάρος. Η χρήση λοιπόν του ρήματος υποδηλώνει slightly το μεγάλο μέγεθος της πούτσας αυτού που γαμεί.

Κι επειδή επανάληψη μήτηρ μαθήσεως κλπ, ας κάνουμε μια λιστούλα - ενδεικτική, not εξαντλητική - συνωνύμων, έτσι για την καύλα μας.

Σπρώχνω - σπρώξιμο.

Σφίγγω - σφίξιμο.

Πνίγω

Κομματιάζω

Σφυρίζω (ένα πούτσο to sbd)

Τον ακουμπάω (τον πούτσο to sbd)

Aλλάζω τα υδραυλικά

Πετάω τα μάτια όξω (to sbd)

Kάνω παρέλαση

Παίζω καράτε

Χρακάρω (από τον ήχο «χρακ» / «κρακ» που κάνουν οι εισαγωγές-εξαγωγές)

Φιστικώνω

Πατάω (συνηθ. στη φράση «της πάταγες ένα πούτσο;»)

Μανικώνω / ρίχνω ένα μανίκι

Ταΐζω κρέας (sbd)

Σερβίρω ένα πούτσο (π.χ. της τον σέρβιρα άνετα)

Κερνάω (π.χ. το κέρναγες το μωρό που περνάει;)

Σφάζω (π.χ. το έσφαζες; - στο γόνατο...)

Σπάω στον πούτσο sbd - Σπάσιμο (π.χ. κορμάκι λεπτεπίλεπτο για σπάσιμο)

Ξηγάω τ' όνειρο

Πετσώνω - πέτσωμα.

Τεντώνω - τέντωμα.

Τον βρέχω (κάπου ζεστά και υγρά)

  1. - Βγήκατε τελικά με το μωρό απ' το FB;
    - Ναι, την Παρασκευή. Κάτι φιλάκια πέσανε στην καφετέρια και λίγο μπαλαμούτι μέσα στ' αμάξι όταν τη γύριζα.
    - Άρα το φόρτωμα αναβλήθηκε να υποθέσω..
    - Όχι για πολύ φίλος, όχι για πολύ...

  2. - Μαλάκα δε στα είπα, ξαναβρεθήκαμε με το μωρό απ' το Face...
    - Ένα μόνο θα σου πω. Φόρτωσες;
    - Όχι ρε γμτ, μου είπε πως είχε τα ρούχα της.
    - Κι εσύ το 'χαψες το μυθιστόρημα που σου σέρβιρε. Α ρε θύμα! Μια ζωή αγκαλίτσας θα μείνεις και καληνυχτάκιας περιωπής...

Θέλω να με φορτώσω, αλλά το ρουμλετάδικο είναι κατηλειμμένο. Που σου να μην κάνω κράτηση! (από GATZMAN, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified