Παρά την χρήση του κτητικού «μου», σε καμία περίπτωση αυτός που το λέει δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει την ιδιωτική του πουτάνα, ή ότι είναι προαγωγός, αφού, ως γνωστόν οι πουτάνες είναι κοινά αγαθά.

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει έντονο συναίσθημα αγανάκτησης, νεύρων, δυσφορίας, αδικίας λόγω διαφόρων λόγων.

Χρησιμοποιείται και ως «γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ» προσδίδοντας μεγαλύτερη έμφαση στην αγανάκτηση και όχι στο γαμήσι της πουτάνας.

Συναφή / συνώνυμα: γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ, γαμώ την καταδίκη μου.

  1. Στο γήπεδο
    - Κοίτα το μαλάκα τι έχασε.
    - Ναι ρε. Διώξτε το ρε το παλτό, γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ.

  2. Στη δουλειά
    - Ρε Θανάση, τι έκανες, γαμώ την πουτάνα μου; Έσβησες το αρχείο;
    - Χέσε με. Το έχω backup.

  3. Φανάρι Φραντζή και Συγγρού.
    - Ρε μαλάκα τροχονόμε, εμείς θα περάσουμε ποτέ, γαμώ την πουτάνα μου; Σύνταξη θα πάρουμε εδώ ρε; Ξύπναααααααα !!!!

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεύεται και με το «και πούτσες σερπατίνες» δημιουργώντας την εξεζητημένη φράση «αρχίδια χαρτοπόλεμο και πούτσες σερπατίνες».

Παρεμφερή / Συνώνυμα: αρχίδια, πούτσες, παπάρια μέντολες, παπάρια μάντολες κ.ο.κ., με τη διαφορά ότι η χρήση της συγκεκριμένης φράσης προσδίδει στις πιο πάνω έννοιες έμφαση, καθώς και μια πιο χαλαρή ή / και καρναβαλίστικη διάθεση.

  1. - Ρε ο Γιάννης λέει ότι η Τζούλια δεν κάνει βίζιτες.
    - Αρχίδια χαρτοπόλεμο και πούτσες σερπατίνες. 1500 € μίνιμουμ πάει το μαλλί, πες του μαλάκα.

  2. - Αν παίξουμε σοβαρά στο camp nou, μπορεί να πάρουμε και χι.
    - Αρχίδια χαρτοπόλεμο θα πάρετε. Με 7 μπαλάκια θα φύγετε ρε μαλάκες.

και μουνί οριγκάμι (από Galadriel, 13/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκφέρων την φράσιν βασίζεται εις τας εξής τρεις παραδοχάς:

Παραδοχή Α: Εις τον συνομιλητήν του είναι αυτονόητος ο συνειρμός που προκαλείται από το σχήμα ή/και το μέγεθος του εν λόγω ζαρζαβατικού, ο οποίος κατ' εμέ είναι προφανής. Πάντως δια λόγους πληρότητος του ορισμού της φράσεως, αλλά και επειδή υπάρχει περίπτωσις, οι επισκέπται ή/και χρήσται του παρόντος ιστοτόπου να είναι αγαθώς σκεπτόμενοι συνάνθρωποί μας, αναφέρω το εξής: το αγγούρι ομοιάζει με ανδρικόν σεξουαλικόν όργανον. Κοινώς μαλαπέρδα (οποία έκπληξις !!!!).

Παραδοχή Β: Υπάρχει κάποιο σημείο, το οποίον ημπορεί να είναι περιβόλι, μποστάνι ή τόπος γεωγραφικώς προσδιοριζόμενος, σπαρμένος με ώριμα, ευμεγέθη και αυτοβούλως δρώντα αγγούρια - μαλαπέρδες, τα οποία αναμένουν εναγωνίως κάποιον/-α γυμνό, στου οποίου τον πάτο θα εισβάλουν.

Παραδοχή Γ: Ο συνομιλητής του είναι τουλάχιστον κατά το ήμισυ γυμνός. Ειδικώς δεν φέρει εσώρουχο και πολύ περισσότερο πανδαλόνι/φούστα και δύναται να διασχίσει το σημείο όπως αυτό περιγράφεται εις την παραδοχήν Β#.

Οπότε, και βάσει των ανωτέρω παραδοχών, η φράσις χρησιμοποιείται ως εκ των προτέρων προσδιορισμός της έκβασης μιας υπόθεσης ή ως προειδοποίησις προς τον συνομιλητήν, υποδηλώνοντας ότι με τις πράξεις του ή τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί, θέτει εαυτόν εις μέγιστον κίνδυνον να του ξεσκιστούν τα κωλοβάρδουλα, αφού δεν θα του μπει ένα μόνο, αλλά τουλάχιστον ένα μποστάνι αγγούρια εις τον πάτον.

  1. - Φίλε, θα πάω να ζητήσω αύξηση από το αφεντικό.
    - Πού πας ρε ξεβράκωτος στα αγγούρια... Αφού σε έχει στη μπούκα.

  2. Που πάτε ρε μαλάκες ξεβράκωτοι στα αγγούρια δίχως αμυντικά χαφ στο old trafford;

  3. Φίλε, ξεβράκωτοι στα αγγούρια πάμε με τη μαλακία τη διαφήμιση που λανσάρουμε το τελευταίο δίμηνο.

  4. - Θα την πέσω στη Μαρία, κολλητέ.
    - Πού πας ρε κακομοίρη ξεβράκωτος στα αγγούρια. Θα φας χυλόπιτα.

  5. Πάει ο πρωθυπουργός ξεβράκωτος στα αγγούρια να ζητήσει οικονομική στήριξη από την Ε.Ε. Αφού μας έχουνε πάρει χαμπάρι οι Ευρωπαίοι ρεεεεεεε!»

(από dimitriosl, 26/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο του «παίρνει πίπα με σκαμπό», χρησιμοποιείται ως υπερθετικός του Π.Π.Ο.και του Π.Τ.Ο.. Συνήθως, δεν στέκεται εντός φράσεως σαν απόλυτος υπερθετικός, αλλά μόνον σε σύγκριση με τα προαναφερθέντα λήμματα.

Αξιοσημείωτο, βέβαια, ότι λόγω της υπερβολής του, ουκ ολίγες φορές χρησιμοποιείται σαρκαστικά ως θετική έννοια, από τους λάτρεις των μανετζέβολων κοντοπούτανων, και των λοιπών τσιμπουκοϋβριδίων.

(πραγματικός διάλογος υπό τον ήπιο αττικό καιρό εντός των χώρων ανάπτυξης του πνεύματος πέριξ της περιοχής Ζωγράφου-Ιλισσίων)

- Ρε σεις, για την Αννούλα τι λέτε, καλό; Ιππεύσιμο;
- Καλούτσικο... λίγο Π.Π.Ο, βέβαια, δεν είναι για σκληρή χρήση θα σου μείνει στα χέρια... με πιάνεις; ε;
- (ο 3ος, ο ερχόμενος) ρε σεις ήμαρτοοοο! ποια Αννούλα ρε! αυτή είναι Π.Π.Μ.Σ.!
- (οι άλλοι δύο μαζί) εε;;
- (με απόλυτη απάθεια ο καθισμένος πλέον 3ος)... τι ε; με σκαμπό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπουκαμπίλιτι (tsiboukability): η τέχνη (ικανότητα) του τσιμπουκώνειν. Από το τσιμπούκι και ability.

  1. - Ωραία χειλάκια έχει η Βανέσσα... - Φιλαράκι ... άσε ... μιλάμε για τοπ tsiboukability!

  2. - Γαμώτο, για άλλη μια φορά τον ήπιε η ομάδα μας...
    - Άσ' τα ... στο tsiboukability πρώτοι είμαστε !

βλ. και στοκαμπίλιτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικός χαρακτηρισμός για την διαστολή του γυναικείου κόλπου κατά τη συνουσία ή κατά τις νωρίτερες, προκαταρκτικές περιπτύξεις.

Στην καθημερινή πρακτική απαντάται σε συναναστροφές ανδρών σε κωλόμπαρα και χαμαιτυπεία, όπου οι παλλακίδες που διαθέτουν περισσότερο προϊόν προς τους χρήστες, αφήνουν να ακουμπήσεις περισσότερα μέλη τους ή και να εισδύσεις αντικείμενα στον κόλπο τους ή και να έχεις κατ' ιδίαν ολοκληρωμένη επαφή...

Επιπλέον, γενικολογώντας, θα μπορούσε να απαντηθεί και στην προς φίλους εξιστόρηση ενός μη αγοραίου, ανιδιοτελούς, χτεσινοβραδυνού έρωτος....

(όλοι τέντα, έτσι;)

  1. Τη βλέπεις τη Λουντμίλα, αυτή με το ροζ στρίγκο; Δε φαντάζεσαι τι έγινε τις προάλλες! Με δυο ποτά, με πήγε πίσω και την πήρα χέρια-πόδια μέσα...

  2. Καλά, χτες βράδυ πήγα το Μαράκι στη ρεματιά και εκεί, κάτω από το γεφυράκι, το πήρα χέρια-πόδια μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει αποτυχημένη έκβαση σε προσπάθεια ή ματαίωση που συνεπάγεται δυσμενή κριτική ή καυστική απογοήτευση.

  1. - Τι κάναμε, νικήσαμε;
    - Ναι καλά, Πούλεφ! τον ήπιαμε με 3 γκολ διαφορά.

  2. Πω πω κίνηση. Και εγώ που έλεγα θα φτάσω γρήγορα σπίτι. Πούλεφ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ εύκολη γκόμενα. Αυτή που δεν θέλει και πολύ ψήσιμο για να τη ρίξεις στο κρεββάτι.

- Τελικά πολύ ζόρικη αυτή η γκόμενα του Κώστα ρε, του έχει βγάλει το λάδι!
- Ποια, αυτή; Αυτή ρε γαμιέται για ένα πιάτο χόρτα! Άσχετα αν αυτός είναι τελείως μουρόχαβλος και δεν μπορεί να τη γαμήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρής διάρκειας «ασθένεια» που εμφανίζεται στον άνδρα όταν, προχωρώντας σε πολυσύχναστο δρόμο ή χώρο, «τυφλώνεται» από το μεγάλο πλήθος από μουνάρες ή Λίλιαν που κυκλοφορούν τριγύρω. Το φαινόμενο είναι παροδικό και διαρκεί από μερικά λεπτά μέχρι και ένα εικοσιτετράωρο, είναι δε συνηθέστερο σε άτομα που δεν έχουν κάνει σεξ κατά το πρόσφατο παρελθόν. Ενίοτε συνοδεύεται από άνοδο του αίματος στην κεφαλή ή από... άνοδο της κεφαλής. Περιττό να τονιστεί ότι η ασθένεια γνωρίζει άνθιση κάθε Άνοιξη και Καλοκαίρι...

Η λέξη προέρχεται από τον όρο «μουνί» που αναφέρεται στη γνωστή θηλυκή θεότητα που ρυμουλκεί πλοίο (σέρνει καράβι) και από τη κατάληξη «-ίαση» που δηλώνει ασθένεια, π.χ. ηλίαση.

(πραγματικό περιστατικό)
Το πρωί στο Πολυτεχνείο:
- Τι έχεις ρε φίλε και είσαι αποσυντονισμένος;
- Άσε ρε Μήτσο, τι είναι αυτά που κυκλοφορούν; Δε μας λυπούνται καθόλου; Μουνίαση έπαθα πάλι όταν ερχόμουν! Έχω και μέρες να γαμήσω...
- :-))))))))))

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified