Further tags

Αυτός που ψωλαρμενίζει, που τα ξύνει.

Απο Ελληνοφρένεια:
- (γηραιά κυρία) Δεν τον έχεις ακούσει πώς μιλάει αυτόν το Γιώργο (ΓΑΠ); Σαν Αρμένης.
- (Αποστόλης) Τι; - Σαν Αρμένης!
- Ο Γιώργος δεν είναι Αρμένης. Είναι ψωλαρμένης.

Got a better definition? Add it!

Published

Επιδίδομαι σε ντραμακουινικές κλαψομουνιές, με ναρκισσισμό και αυτολύπηση.

Είμαι κλαψομούνης/α, κλαψαρχίδι, κλαψούρης, κλάψας, πίκρας, καζαντζίδης, Παναγιώτης Γιαννάκης: ένα εκ πεποιθήσεως, cat εξακολούθηση και cat αγνώστου γκραν γκρινιόλ με αύρα χρονίως κατεβασμένης προβοσκίδας, το φελέκι και την κενωνία μου μέσα...

1.
οσοι κλαψομουνιαζουν για το φορουμ που σερνετε, παρακαλω να βαλουν το χερι στην τσεπη για να αγοραστουν καινουριοι σερβερ

2.
Καλο μηνα να εχουμε. Πηρα μια αποφαση χτες.Θα σταματισω να κλαψομουνιαζω, θα μιλαω οπως γουσταρω, θα εστιασω στις σπουδες μου, στον χορο μου, στην γυμναστικη μου, στους φιλους μου και στην οικογενεια μου. Σε μενα..

3.
Το να είσαι φασίστας είναι μια διαρκής πάλη ενάντια στην πραγματικότητα. Για αυτό κλαίγονται μετά οι φασίστες και μας τα πρήζουν ότι όλοι τους πετάνε λάσπη, για αυτό μια κλαψομουνιάζουν και μια περηφανεύονται ότι είναι «εναντίον όλων». Ε, πώς να μην είστε «εναντίον όλων» ρε βόδια, αφού ζείτε σε έναν κόσμο φαντασιακό και δημιουργημένο από τα χωλά μυαλά σας;

(από σφυρίζων, 03/10/13)(από σφυρίζων, 03/10/13)(από σφυρίζων, 08/10/13)Ο αρχετυπικός κλαψομούνης της μπάλας (από Khan, 12/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ζητά με τσαμπουκαλεμένο ύφος να του πάρουν τσιμπούκι. Αλλά και αυτός που παίρνει τσιμπούκια ο ίδιος.

Όταν τον βλέπανε να περνάει δεν τον φωνάζανε με το όνομά του, αλλά λέγανε: «Καλώστον τσιμπουκαλή».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρίπτυχο του κλασικού άντρα που ρίχνει πούτσα, αλλά βλέπει και μπάλα και δε σηκώνει πολλά πολλά. Επίσης «πούτσα ξίδι και κοψίδι».

Απορώ πώς μια κοπέλα με τα πτυχία της, αλλά και εμφανίσιμη και ερωτεύσιμη, κατέληξε με αυτόν τον πούτσα μπάλα και τραμπάλα!

(από Khan, 12/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεχρίτισσα, η βρωμιάρα, η παρακμιακή.

Με αυτές τις λεχρόλες που έβγαινε, πώς δεν το είχε τσιμπήσει το αφροδίσιο νωρίτερα θαύμα είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη (ξεφτίλα + πούστης) που χαρακτηρίζει τον ομοφυλόφιλο που κάνει κρα λόγω της κραυγαλέας θυληπρεπούς του εμφάνισης που συνδυάζεται με γυναικεία φωνή και γενικότερα γυναικωτούς τρόπους.

Ρε τον ξεφτιλόπουστα! Βαμμένο μάτι και φτερά στην πλάτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στενοκώλης (αρσ.)- στενοκώλα (θηλ.): Έχει ένα φάσμα σημασιών που περιλαμβάνει αυτόν/ήν που έχει στενό κώλο με την καυλή έννοια, αλλά και τον πρωκτικάντζα, τον σφιχτοκώλη, τον στενόκωλο, τον στριμόκωλο. Ωστόσο, ειδικά στο στενοκώλης-α επικρατεί λίγο παραπάνω η κυριολεκτική (άνευ λινκ) σημασία από ό,τι στα άλλα.

1. Θα σου μεταφέρω πάντως μία φάση από την Αμερική για να καταλάβεις τη διαφορά του να είναι κανείς στενοκώλης και του να χαίρεται το παιχνίδι που παίζει.

  1. Μας προέκυψε στενοκώλα η κυρά κι εγώ μεγαλοψώλης ξάφνου στα σαραντατόσα μου!Τι άλλο θα ακούσω ο βλάχος δεν ξέρω ακόμα! (Από μπουρδελοσάιτ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δειλός, ο φοβιτσιάρης, ο χέστης, ο οποίος κλάνει μέντες μπροστά στους κινδύνους. Διαθέτει και το ισπανικό ονοματεπώνυμο Antonio Eclasamentes.

1. Ο τουμπανατος, νυχτοπερπατημενος, νταηχεστης μολις βλεπει μπροστα του τη Μαργαριτα γινεται κλασομεντας.

  1. Τελικα ο τρομοκρατης αποδεικνυεται κλασομεντας. (Από το Φέισμπουκ)

3. Εν τω μεταξύ έλαμψε δια της απουσίας του, ο δημοτικός συμβούλος της Χρυσής Αυγής, το παλληκάρι αλλά στα δύσκολα κλασομέντας...

(από Khan, 01/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το γλειφοκώλι, το υπερβολικό γλείψιμο με κολακίες, ψεύτικους επαίνους και στήσιμο κώλου, αλλά λέγεται και για μέρη και καταστάσεις που είναι κάτσε καλά, πολύ γκλαμουριά και χαϊλίκι. Είναι δηλαδή και επίθετο «κωλομεγλειφάτος».

  1. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα πάει και πολύ μακριά στην καριέρα του. Όλοι το βαριούνται το κωλομεγλειφάτο από ένα σημείο κι έπειτα.

  2. Ε, για το πρώτο μας ραντεβού την πήγα σε ένα κωλομεγλειφάτο εστιατόριο, μην με πάρει και για κανά λέτσο.

Στο 0.20 ο Μητσικώστας το λέει μάλλον "κωλομελογλειφάτο". (από Khan, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι πάρα πολύ έμπειρος, είναι χρόνια στο κουρμπέτι, έχουν δει πολλά τα μάτια του, έχει μάθει πολλά ο κώλος του, και ωσεκτουτού είναι τετραπέρατος, καπάτσος, αλλά και αδίστακτος και κυνικός, μαθημένος όπως είναι και στις τριβές και στις ματαιώσεις των ιδανικών.

Εκ του κώλος και πετσώνω, το οποίο χρησιμοποιείται για κάτι που γίνεται σαν πετσί και χάνει την ελαστικότητά του (δες).

Μια διαδεδομένη ερμηνεία του κωλοπετσωμένου είναι, λοιπόν, ότι πρόκειται για αυτόν που έχει πάψει προ πολλού να είναι τρυφεροκώλης και ότι ο κώλος του έχει εκτεθεί στην τραχύτητα της ζωής. Εδώ ως «κώλος» νοούνται δηλαδή οι γλουτοί, τα κωλομάγουλα. Φρονώ πάντως ότι πολλοί που χρησιμοποιούν την έκφραση εννοούν κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) την κωλοτρυπίδα, οπότε κωλοπετσωμένος είναι αυτός που έχει απωλέσει την τρυφερότητα της άλλης παρθενιάς που έχει δώσει την θέση της στη σκληρότητα της πέτσας, με θετική ωστόσο κωλάντεραλ ντάματζ ότι η πολυμάθεια του κώλου του τον έχει κάνει παλιά καραβάνα, πονηρίδη με συνέπεια όχι μόνο να μην πιάνεται κότσος, αλλά να είναι και λήντερ.

Η άποψη του γούγλη: η μεγάλη πλειοψηφία των γουγλικών ευρημάτων αναφέρεται σε πολιτικούς και συνήθως θεωρεί το να είναι κανείς κωλοπετσωμένος ως σημαντική πολιτική αρετή.

Πάσα (Δ.Π.): Ironick.

1. Να ξεφύγουμε από τη νοοτροπία ότι, για να επιβιώσεις στη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα, πρέπει να είσαι σβέλτος, καπάτσος και κωλοπετσωμένος.

2. Αν δεν σε απελυαν οι φαρμακοβιομηχανοι θα συνεχιζες να εισαι διαφθορεας και τωρα που εχεις μαγαζι απλα ως κωλοπετσωμενος θα κανεις ντηλ

  1. Κωλοπετσωμένοι πολιτικοί:

α) Ο ΚΩΛΟΠΕΤΣΩΜΕΝΟΣ ΑΔΩΝΙΣ.

β) Ο Παναγιωτακόπουλος είναι γεννημένος για να δίνει μάχες. Κωλοπετσωμένος, γεμάτος εκλογές στην πλάτη του, κομματικά σκληροτράχηλος.

γ) Ο μπάρμπα-Φώτης είναι πολύ πιο κωλοπετσωμένος απ' όσο δείχνει η φαινομενική νηφαλιότητα του λόγου και η μειλιχιότητα της εικόνας του.

δ) Γεννηθείς κάτω από το αυλάκι, κι ως εκ τούτου δεόντως κωλοπετσωμένος, και πλημμυρίσας τας Αθήνας δια αναριθμήτων καγκέλων (εξού και καγκελάριος ή καγκελαρίτης)

ε) «Μπορεί ο Παπακωνσταντίνου να είναι καλός. Αν είναι. Αλλά δεν είναι «κωλοπετσωμένος». Όφειλε, να έχει πάρει δίπλα του, μερικούς ανθρώπους της πιάτσας. Να του δίνανε συμβουλές περί του πρακτέου. Με θεωρίες δεν βάφονται αυγά».

στ) Και οι δολοφονικές σφαίρες αυτού του εκτελεστικού αποσπάσματος εκπυρσοκροτούνται από το παλιωμένο αλλά καλά δοκιμασμένο και αποτελεσματικό όπλο-εργαλείο που λέγεται Κάρολος Παπούλιας και οι υπογραφές που βάζει -με σταθερό χέρι ο κωλοπετσωμένος αυτός γέρος-για μαζική εκτέλεση λαών αλλά και από την άλλη πλευρά για ατομικές αποδόσεις χάριτος των εκτελεστών του αυτού του λαού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified