Further tags

Χρησιμοποιείται κυρίως με δύο έννοιες:

1. Υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα, αντίστοιχο του μαλάκω.

2. Η ανδρική σούφρα, στην λουμπινίστικη υποκουλτούρα.

1η έννοια

«...στο Μοναστηράκι, την ώρα που κλείνουν οι πόρτες μια κοπέλα τρέχει και καταφέρνει να χωθεί στο φορτωμένο βαγόνι. Ένας απ’τους φύλακες του σταθμού, με στολή και γυαλί Ray-ban, που του δίνουν αέρα «είμαι ο γαμάω και δέρνω του σταθμού», λέει το ανεπίτρεπτο «θα σου γαμήσω, κωλόμουνο», στην κοπέλα, που είναι ήδη μέσα στο βαγόνι κι αυτός έχει κολλήσει έξω από την πόρτα, γρυλλίζοντας...» (από blog)

2η έννοια

«... όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου, κοιτάνε αμήχανοι τις βρομιές που έχουν παγιδευτεί στις ρυτίδες του προφυλακτικού, και εγώ τους λέω, 'γούρι, γούρι, λεφτά θα πάρεις'...» (Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, «Επώνυμη»)

- Τι σε ξενερώνει;
- Λούγκρες σαν και σένα που θέλουν διακαώς να πηδήξω το κωλόμουνο τους αλλά με κουράζουν με τις μικροαστικές αναστολές τους.
(Gay νταηλίκι του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου στον Κύπριο blogger Ππουστόπαιδο)

«...οι ροχάλες του ήταν αρκετές για να μου σαλιώσουν καλά το κωλόμουνο μου και να το μεταχειριστεί όπως γούσταρε. Ανέβαινα ξανά προς τον πούτσο του όταν η μυρωδιά του κώλου του με έβαλε σε πειρασμό να του τον γλύψω...»
(Ρομαντικό αφήγημα από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάλε μυαλό: Συνετίσου, συμμορφώσου
Βάζω κεφάλι: Διείσδυση πέους στο αιδοίο μέχρι ΚΑΙ την βάλανο (κεφάλι).

Έκφραση που φανερώνει έναν απροκάλυπτο εκβιασμό προς το αδύναμο φύλο. Χρησιμοποιείται κυρίως από μισογύνηδες, μικροτσούτσουνους και από παντρεμένους αλκοολικούς. Λέγεται με ωμό και βάρβαρο τρόπο με σκοπό να συνετίσει παύλα ερεθίσει το εκάστοτε θηλυκό...

Αυτή η μορφή απειλής προσδίδει στο φαλλοκρατικό αρσενικό μπόλικη αυτοπεποίθηση όπως επίσης και μεγαλύτερο φαλλό! Όσο για το θήλυ, ανάλογα με το μπάσο της φωνής του αρσενικού, κυριεύεται από ένα ρεύμα φόβου που μετατρέπεται σιγά σιγά σε ηδονή (λέμε τώρα!)

- Θοδωράαααα!!! Τις παντόφλες...
- Αααα, να σου πω Γιάννη δεν είμαι δούλα σου. Τελείωσαν αυτά!
- Κουνήσου μωρή σαβούρα μην έρθω από κει!
- Για έλα αν τολμάς! Με τόσο κρασί που έχεις πιει, αμφιβάλλω!
- Μωρή ξεκωλιάρα, βάλε μυαλό και πρόσεχε τι λες, μην έρθω απ' εκεί και μαζί με τις παντόφλες σου βάλω και κεφάλι! Ακούς..!!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δεν με φοβίζεις, δεν ψαρώνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα.

  2. Ο κλασικός μπερντές στις πόρτες το καλοκαίρι, προκειμένου να μην μπαίνουν οι μύγες μέσα. Όταν φυσήξει κάνα αεράκι (και αν το σπίτι είναι και διαμπερές, όπως κώλος - μουνί), κουνιέται ο μπερντές και παρομοίως κουνιούνται τα αρχίδια, ιδιαίτερα τα σακουλιασμένα.

Βλέπε φώτο γέρικων αρχιδιών.

Ιδεοφέρων: ιρονικ

  1. Τι είπε;;; Ναι, σιγά, για κοίτα, κουνιούνται ρε;

  2. Χωριό, μεσημέρι, σιέστα. Περαστικοέξυπνος, βλέποντας ένα παππού να τον παίρνει (τον μεσημεριάτικο ύπνο) και θέλοντας να τον πειράξει, τον σκουντά και τον ρωτά:

- Τι ώρα είναι παππού;

Αυτός πάει στον παρακείμενο γάιδαρο, του κουνά τα αρχίδια με το χέρι (λες και ανακατεύει την σούπα) και λέει την ώρα.

Ο περαστικοέξυπνος τσεκάρει το ρολόι του και ο παππούς είναι ακριβέστατος. Ρωτάει έκπληκτος τον παππού πως το έκανε αυτό το τρομερό και απαντάει ο πάππος:

-Παιδάκι μου, κούνησα τα αρχίδια του γαϊδάρου, γιατί μου έκρυβαν τη θέα από το ρολόι της εκκλησίας…

(Τι περιμένουμε;;; - το καλοκαίρι - ΑΑΑ!!!).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από ομοφυλόφιλους άνδρες, προκειμένου να προσεγγίσουν άγνωστους, με πρόστυχο αλλά συνάμα συγκαλυμμένο τρόπο.

«Γεια σου. Σε κοιτάζω εδώ και πολύ ώρα. Θέλεις να πάμε στην τουαλέτα να σου παίξω μια μαλακία με τον κώλο μου;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω δάχτυλα ή άλλα πράγματα στον κώλο μου.

Ρε φίλε, έχω βαρεθεί να παίζω το πουλί μου. Γάμησέ με να πούμε... πω πω... Τον τελευταίο καιρό παίζω τον κώλο μου και την έχω καταβρεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του κλασικού ζμπούτσαμ για χρήση και μπροστά σε ανηλίκους. Αρχικά ως απάντηση στην Χαρρυ-Κλυννική έκφραση «Ωράιος κάιρος!».

Πηγή: Άψογος acg.

- Ακόμη στο Αμπιτζάν βρίσκεται ο Πέρι!
- Ζμπόυ τσομόυ!
- Α, γύρισε;

βλ. και ζμπότσομ, ζμπούτσαμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παταγώδης ανταπόκριση του θηλυκού πληθυσμού για έναν άντρα, προφ για έναν γκραν γαμάω τύπο που σκάει μύτη σε έναν χώρο, ή στην πιάτσα γενικώς. Αλλά και για έναν κοινό θνητό, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που όμως δείχνει στις γκόμενες πως είναι ο άντρακλας α λα Humphrey Bogart, με λίγα λόγια και αντρίκια και βλέμμα που κάνει τα λιοντάρια γατούλες.

Ανάλυση της έκφρασης: Όπως σλανγκικώς έχει καταδειχτεί από το φαινόμενο του γραμματοσήμου και άλλα ηχηρά παρόμοια, το γυναικολογικό επακόλουθο ενός τέτοιου εξ αποστάσεως σεξουαλικού ερεθίσματος είναι το νιμού να σαγηνευτεί και να ετοιμαστεί όλο προσμονή για δράση υγραίνοντας τα σκέλια του, αρκεί να να μην το παρακάνει και τελειώσει εντυπωσιακά ον δε σποτ. Υπερβολικό; Άβυσσος το μουνί της γυναίκας!

Υ.Γ. Να μην συγχέεται με το κατούρημα!

  1. - 'Ασε κολλητέ, η δικιά μου άρχισε να μου κάνει νερά...
    - Ξύνεται το μουνάκι της να σου τα φορέσει;
    - Εκεί πάει το πράγμα. Μου 'χει φάει τ' αυτιά γι' αυτόν τον ζεν πρεμιέ τον Γιάννη από το γραφείο. Και τι συμπαθητικός τύπος είναι, και να βγούμε μια φορά με τα παιδιά από τη δουλειά σου και τέτοιες πίπες. Σε τα μας τώρα το Δεσποινάκι;
    - Πάντως φίλε να την προσέχεις τη φάση, γιατί γι' αυτόν τον τυπά βρέχονται βρακάκια όπου περνάει, έχει μεγάλο σουξέ.

  2. - Καλά ρε μαλάκα, πώς ντύθηκες έτσι; Για ένα καφέ θα πάμε, όχι στα μπουζούκια.
    - Καλός είμαι;
    - Ζαγοραίος! Θα βραχούνε βρακάκια για την πάρτη σου!

  3. - Και που λες, γίνεται του μουνιού το ξέσκισμα, αυτός ο λεχρίτης απειλεί γενικώς για απολύσεις και μαλακίες, εμείς έχουμε μείνει παγωτό, δυο-τρεις γκόμενες κλαίνε...
    - Και μετά;
    - Μετά εμφανίζεται από το πουθενά ένα παλικάρι από άλλο τμήμα, ψύχραιμος κι ωραίος, και του λέει «άνθρωπέ μου, ηρέμησε, άσε τις απειλές γιατί είμαι μάρτυρας και θα σου φέρω εδώ επιθεωρήσεις, δικηγόρους και κανάλια να πάρεις και για το σπίτι». Είχε μια φωνή, ψάρωσαν όλοι. Έκανε τουμπεκί ο ρουμάνος, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια κι έφυγε. Οι κοπέλες λιώσανε, βρέξανε βρακάκια, αφού μετά πήγανε να τον βρουν και τον αγκάλιαζαν...

(από patsis, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται το ίδιο επιτυχώς κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά.

Μελωδικό και με ρίμα, ελαφρώς αυτοκριτικό και μοιρολατρικό, εν μέρει ειρωνικό, αλλά κυρίως δείγμα συνειδητοποίησης και αυτοψαξίματος καλύπτει κάθε δραστηριότητα, στην οποία άλλα περιμέναμε και άλλα (και από νωρίς) μας ήρθαν.

Πρόωρη εκσπερμάτιση, γκολ του αντιπάλου από τα αποδυτήρια, ρεστάρισμα στην πρώτη παρτίδα κούκο μονό αβολοντέ, γκόμενα που σε παρατάει στο πρώτο ραντεβού για το σερβιτόρο κ.α.

.....- Τα 200 σου και τα ρέστα μου.
- Μέσα. Τι έχεις;
- Δυο βαλέδες. Εσύ;
- Καρέ του Άσσου.
- Ακόμη δεν αρχίσαμε, χύσαμε, χύσαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επικρατεί βαβούρα, γίνεται μπάχαλο, το έλα να δεις, ο καθένας μιλάει δυνατά και λέει ό,τι νά 'ναι, δημιουργώντας τελικώς ένα γενικό μπουρδέλο όπου κανείς δεν ακούει κανέναν.

Σύνηθες φαινόμενο στην παραθυρομουρμούρα με τους εισαγγελάτους και τους δημοσιοκάφρους να δίνουν το σύνθημα και οι μόνιμοι φωνακλάδες καλεσμένοι να στήνουν ένα κωλοχανείο.

Λέγεται όμως και για μαγαζιά που έχουν πολλή και θωρυβώδη πελατεία.

Από τον όλο αυτό τζερτζελέ δεν πρόκειται να βγει τίποτα, διότι ακόμα κι αν ο μουγκός πονάει πάνω στο φίκι-φίκι δεν μπορεί να μιλήσει, αλλά και να μιλούσε, στου κουφού την πόρτα...

- Αποστόλη σήμερα θα φέρω μια παρεούλα στην ταβέρνα που παίζεις, να μας πεις κανένα τραγουδάκι από τα καλά που ξέρεις. Κλείσε τραπέζι δίπλα στο παταράκι να σ' ακούμε καλύτερα.
- Κοντά-μακριά ρε Νικόλα, τζάμπα θα έρθετε. Γίνεται πανικός εκεί μέσα, τους μουσικούς μας γράφουν στην καραπουτσακλάρα τους ο κόσμος. Ούτε ραδιόφωνο να ήμασταν.
- Τόσο πολύ ρε κολλητέ;
- Χαμός σου λέω... Γαμάει ο κουφός τον μουγκό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ω ρε πράμα που σαλεύει και τον μουστερή γυρεύει...

  • εκλεκτή πραμάτεια για εκλεκτούς πελάτας που την φωνάζει πλανόδιος πραματευτής,
  • ή και η τσατσά για τα κορίτσια της,
  • ή και ο εμποράκος ναρκωτικών για του εξαρτημένους,
  • ή και στον τεκέ ο τεκετζής, από όπου και πρωτοακούστηκε το ανωτέρω...
  • και η ψωλή καθώς αρχίζει να ανατέλλει,
  • και οι κάποιας ηλικίας κυρίες το παίρνουν μάτι και αναστενάζουν λέγοντας «ΕΡΕ πράμα που σαλεύει!»,
  • και ο έχων την ψωλή αναφωνεί «έχω πράμα που σαλεύει και το κωλομούνι γυρεύει».

Και τα στήθια τα βλέπαμε μόνο σε απαγορευμένα περιοδικά για το σεξ, και τώρα είναι από τα χαράματα φόρα παρτίδα: σαλεύουν και τον μουστερή γυρεύουν. ...

Όταν όμως τυχαίνει και πέφτει στα χέρια σου, «πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει», όλα αυτά, αποκτούν σχετική μόνο σημασία.

οι κάποιας ηλικίας κυρίες (από ο αυτοκτονημενος, 06/04/09)Μαχαιρίτσας. "και πράγμα που σαλεύει"... (από Hank, 06/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified