Λέγεται όταν κάποιος πηγαίνει στο σπίτι μιας κοπέλας που είτε είναι πρώην του, είτε φακ μπάντι, ή κάποια που είναι σίγουρος ότι θα βάλει.
Λέγεται όταν κάποιος πηγαίνει στο σπίτι μιας κοπέλας που είτε είναι πρώην του, είτε φακ μπάντι, ή κάποια που είναι σίγουρος ότι θα βάλει.
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!
Άνευ πέρατος ταλαιπωρία που αποδίδεται μεταφορικά ως συνεχής και επίπονη σοδομιστική πράξη με διαλείμματα πεολειχίας.
Κατάλληλη έκφραση για περιγραφή δυσχερών καταστάσεων.
Πολύ δουλειά φιλαράκι. Πίπα κώλο (εμπλοκή) και στο διάλειμα τσιμπούκι. Δε μας αφήνουν να αγιάσουμε τα λαμόγια!
Βλ. και πίπα κώλο εμπλοκή
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο καπάτσος, ο καταφερτζής. Ο διαόλου κάλτσα. Ο σαρβάιβορ.
Και γενικότερα: ο μαγκιόρος, ο έμπειρος, ο καραμπουζουκλής.
Λέγεται για γυναίκες, αλλά και για άντρες. Και στις δύο περιπτώσεις έχει το γούστο του, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Όταν το πεις σε γυναίκα, αλλά είσαι λίγο φλωράκος ή φοβάσαι μην παρεξηγηθείς, μπορείς να προσθέσεις το εκτονωτικό με την καλή έννοια. Κάτι σαν το να βάζεις emoticon στον γραπτό ιντερνετικό λόγο. Το καλύτερο είναι βέβαια να τις παινεύεις πουτάνες σκέτο νέτο, χωρίς πισωγύρια και επιφυλάξεις. Όπως μου έλεγε και μια φίλη μου πορνίδιο 22 Μαΐων, «το πουτάνα είναι τίτλος τιμής σήμερα για μια γυναίκα»...
Κάποιος μπορεί να είναι πουτάνα γενικώς στη ζωή του, είτε να είναι πουτάνα σε κάποιον ειδικό τομέα.
Στη δεύτερη περίπτωση είναι συνώνυμο με το μανούλα.
- Ο Khan είναι μεγάλη πουτάνα στη φιλοσοφία.
Λόγω του καταρχήν υβριστικού περιεχομένου της, η λέξη διαθέτει ισχυρές, ισχυρότατες συνδηλώσεις (connotations, που αφορούν κατά τον Μπάμπη ιδίως το συγκινησιακό, βιωματικό επίπεδο). Ακούς λ.χ. να φωνάζουν κάποιον πουτάνα και αμέσως σου 'ρχεται κείνο το μπουρδελάκι στη Θήρας όπου είδες για πρώτη φορά στη ζωή σου πουτάνα live.
Eξ ου τώρα και οι εξίσου ισχυρές υποδηλώσεις της λέξης (implications): αυτό που λανθάνει στη σημασία της λέξης, αυτό που δεν λέγεται ρητά αλλά υπονοείται.
Εν προκειμένω, αυτό που δεν λέγεται ρητά αλλά εννοείται είναι πως ο άνθρωπας πουτάνα-έμπειρος δεν είναι αυτό που λέμε με το σταυρό στο χέρι. Δεν είναι αυτό που λέμε καλό παιδί. Συνήθως (όχι πάντα ωστόσο) είναι χωμένος σε βρομοδουλειές και η ικανότητά του έγκειται στο να επιβιώνει και να βγαίνει κερδισμένος ισορροπώντας σε τεντωμένο σκοινί, στα όρια μτξ του νόμιμου και του παράνομου.
βλ. και δεν ακούς τη γριά πουτάνα...
Got a better definition? Add it!
Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.
Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.
— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...
Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που καταφέρνει να ρίξει τη γκόμενα, να τη φιλήσει, να κάνει χαμούρεμα.
Ο γλείφων κοκαλάκι είναι το κλασικό αρσενικό ντόπερμαν, ο άντρας κυνηγός, που δεν ξεμένει ποτέ από το αγαπημένο του παιχνίδι (κοκαλάκι - γυναίκα).
Got a better definition? Add it!
Τα κολπικά υγρά. Σύνθετος όρος από το «μουνί» και «φτύμα» < «φτύνω», ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) στην ανατολική και βόρεια Πελοπόννησο.
- Πού πας βρε Δήμητρα; Πάνω στο κα(υ)λύτερο το κόβεις...
- Τι πού πάω, ρε Γιωργία; Τη φάτσα μου πάω να πλύνω, έχω γεμίσει όλη μουνόφτυμα.
Κολπικά υγρά: βρέχονται βρακάκια, ζουμιά, μουνιαγάρας, μουνικά, μουνόγαλα/μουνόγαλο, μουνόσαλτσα, μουνόφτυμα, μουνόχυμα, μουνοχύσια, σιντριβάνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το υγρό που βγάζει το μουνί και αντιστοιχεί (τυπικά, τουλάχιστον) στο χύσι του πούτσου. Σύνθετος όρος από το «μουνί» και «χύσι». Χρησιμοποιείται και στον ενικό, «μουνοχύσι», αλλά ο πληθυντικός είναι πολύ πιο συνηθισμένος.
Συνώνυμο: μουνόφτυμα
- Θα μου κάνεις γλειφομούνι, Γιάννη μου;
- Αφού σιχαίνομαι τα μουνοχύσια, το 'χουμε πει εκατό φορές! Θες μήπως ένα μπούτσο;;;
Κολπικά υγρά: βρέχονται βρακάκια, ζουμιά, μουνιαγάρας, μουνικά, μουνόγαλα/μουνόγαλο, μουνόσαλτσα, μουνόφτυμα, μουνόχυμα, μουνοχύσια, σιντριβάνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το άσπρο σμηγματοειδές έκκριμα του κόλπου όταν πάσχει από μυκητιασική, βακτηριακή κ.τ.λ. κολπίτιδα. Η λευκόρροια. Ανάλογα με το είδος της λοίμωξης, η μουνόκρεμα μπορεί να είναι από εντελώς άοσμη και άσπρη έως φρικτά βρωμερή και κιτρινοπράσινη. Είπα τίποτα που δεν είναι politically correct, μήπως;
- Τελικά το κάνατε με τη Βαρβάρα;
- Ε, όχι ακριβώς... Πήγαμε να το κάνουμε, αλλά μόλις έβγαλε το βρακί της είδα απάνω τη μουνόκρεμα και την έκανα με ελαφρά.
- Μπλιάχ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γυναικείος αυνανισμός, η μαλακία στο θηλυκό της.
- Έχω να γαμηθώ δέκα μήνες...
- Και πώς τη βγάζεις, μωρή;
- Άσε, από το πολύ μουνοδάχτυλο, έχει παπαλιάσει το δαχτυλάκι μουουου (με άφθονο, γλοιωδέστατο νάζι).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνουσιάζομαι έτσι και έτσι, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.
Χρησιμοποιείται όταν ο μπήχτης βάζει από υποχρέωση, απλά και μόνο επειδή του ζητείται από την δικιά του, χωρίς ο ίδιος να γουστάρει εκείνη τη χρονική στιγμή.
Ο βάζων ντεμί συνήθως δεν ολοκληρώνει τη συνουσία, αφήνοντας το μωρό του ντεμί-ικανοποιημένη.
- Πώς πάει ρε, διαβάζεις καθόλου για τις εξετάσεις;
- Ε προσπαθώ, αλλά έχω και τη δικιά μου που θέλει όλο κόλπα και δεν προλαβαίνω, τι να κάνω δεν ξέρω, άσ' τα.
- Θα σου πω εγώ ρε. Βάλε ντεμί και διάβασε.
Got a better definition? Add it!