Selected tags

Further tags

Ο ανήρ ο οποίος αρέσκεται κατά κόρον να αναζητεί ερωτικούς συντρόφους (όποιου γένους επιθυμεί) σε οίκους ανοχής (λαϊκιστί: μπουρδέλα).

Ετυμολογία: μπουρδέλο (=οίκος ανοχής) + τσάρκα (=ο περίπατος).

- Καλά, αυτός ο Γιάννης, πολύ μπουρδελότσαρκας μας βγήκε! Επειδή δεν μπορεί να σταυρώσει γκόμενα μας γυρνοβολάει όλη την ώρα στα μπουρδέλα!
- Ναι, τραβάτε με κι ας κλαίω...

Η Ινδή ηθοποιός Bhuwaneshwari συνελήφθη για μπουρδελότσακρας. (από Vrastaman, 03/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστός τοις πάσι ο ορισμός και το περιεχόμενο της παρτούζας. Είναι η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για υγιή κοινωνικοποίηση, όπως το αναφέρει αναλυτικά ο Αριστοτέλης.

Εις το ως άνω εκστομισθέν τριπάρτουζο παρατηρείται έντονη συνουσιαστική δραστηριότητα επιτείνουσα την απόλαυση των συμμετεχόντων, άλλως δε τον χαβαλέ αυτών καθώς εκ του γέλωτος μπερδεύουν πού μπαίνει τι. Ο όρος τριπάρτουζο είναι συνήθως απείκασμα αναμνήσεων από χρόνων πολλών και η αχλύ η περιβάλλουσα τα διημειφθέντα τα αναγάγει εις γεγονός κοσμογονικό.

Οι συμμετέχοντες εις το τριπάρτουζο ενίοτε διοργανώνουν χοροεσπερίδες ίνα, ενθυμούμενοι τα πεϊκά τους έπη, βαυκαλισθώσιν αυταρέσκως. Τόπος διεξαγωγής της μυσταγωγίας είναι συνήθως τουριστική νήσος με συμπαρομαρτούν αυτής το άπειρο αλκοόλ. Κατ' εξαίρεση εις Μύκονο το τριπάρτουζο συνομολογείται ως τρίκαβλο ή ιντερσίτι. Εις την μορφή αυτή ευνοημένος είναι πάντα ο δεύτερος του χορού ο οποίος, έχων το γενικό πρόσταγμα, παίρνει, δίνει και παίζει την τουλούμπα στον πρώτο.

(μονόλογος φίλου προς συνομώτη-συνένοχο) :
- Θυμάσαι την Νίκη την αδερφή της Κλάρας της αλληθωροβύζας που την είχαμε τρελάνει στο τριπάρτουζο ένα φεγγάρι στην Ρόδο; Ε, την είδα προχτές και συγκινήθηκα... Τί γούστα είχαμε βγάλει ρε φίλε...

(από GATZMAN, 02/03/11)Τζερονύμο Γιάνκα ->τραινάκι.... intercity, Εναλλακτικοί όροι για το τριπάρτουζο (από GATZMAN, 02/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Τα κάτσε στην F-Laplace, και χλάαατς στην F-Laplace (προφέρεται: εφ λαπλάς) με ταυτόχρονη την επίδειξη του κωλοδάχτυλου υπονοούν πως κάποιος, πάνω στην (ή παρά την) προσπάθεια να κάνει κάτι, τα γάμησε τη μάνα, τα ‘χεσε μ’ αποτέλεσμα να[/I] την πιεί, να του ‘ρθει το τσιβί στον κώλο να καρφωθεί σαν πούστης, να πάθει μεγάλη νίλα, να υποστεί μέγιστη ταπείνωση, να [I]του τη φέρουν από πίσω και όλα τα αντίστοιχα.

Απευθύνεται προς τον παθόντα με χαιρεκακία, στυλάκι: εγώ σου τα ‘λεγα, δεν ήξερες, δεν ρώταγες;, τα ‘θελε ο πάτος σου και τα σχετικά.[/list]

Κλασική λυκειακή σλαγκιά εμπνευσμένη από τον «κανόνα των τριών δακτύλων του δεξιού χεριού» που εφαρμόζουμε όταν θέλουμε να βρούμε τη φορά της δύναμης Laplace η οποία εμφανίζεται όταν ένας αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα βρίσκεται μέσα σε μαγνητικό πεδίο.

Κρατήστε τον αντίχειρα, το δείκτη και τον μέσο (κοινώς κωλοδάχτυλο) του δεξιού σας χεριού όπως κάνουν τα παιδιά όταν θέλουν να παραστήσουν πως κρατάνε ένα όπλο (κάθετα το κάθε δάχτυλο στα άλλα δυο: βλ. μήδι).

Αν ο αντίχειρας δείχνει τη (συμβατική) φορά που έχει το ρεύμα που διαρρέει τον αγωγό και ο δείκτης δείχνει τη φορά των δυναμικών γραμμών του μαγνητικού πεδίου τότε τη φορά της δύναμης Laplace (F) τη δείχνει το... κωλοδάχτυλο οπότε και εξού!!

Από τους μνημονικούς κανόνες που έφεραν σε αμηχανία πολλούς καθηγητές Φυσικής στην προσπάθεια τους να εξηγήσουν τις αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού σε ορμονικά διαταραγμένους εφήβους κι έδωσε σε άλλους πιο προχώ την ευκαιρία να τις εντυπώσουν, έστω επιφανειακά, σε ανεπίδεκτους ως προς τέτοιου είδους... φυσικά φαινόμενα μαθητές τους.

2. Όμως ο μεγαλοφυής Pierre-Simon, marquis de Laplace (1749 – 1827) είναι ο εμπνευστής και των περίφημων, στα σινάφια μαθηματικών και φυσικών, «μετασχηματισμών Laplace» που οι γνώστες τους διατείνονται πως διευκολύνουν τα μάλα στην επίλυση γραμμικών διαφορικών εξισώσεων. Οι υπόλοιποι νοιώθουν την ομώνυμη δύναμη να τους χτυπά την πίσω πόρτα.

Εξού λοιπόν τα: τράβα / κάτσε / εφάρμοσε / φερμάρησε (της) έναν Laplace (να ξεμπερδεύεις / ξενοιάσεις) και τα παρόμοια που κυριολεκτικά υπονοούν την πουτάνα... εξίσωση και μεταφορικά... τα πάντα όλα αφού οι συνδυασμοί είναι ατελείωτοι:

  1. –Πω ρε πούστη μου τσαλάκα!! -Γάμησέ τα. Ό,τι μαλακία και να του πω θα με γαμήσει ανάποδα. -Ξύδια και φιγούρες γούσταρε ο γκαζοφονιάς. Κάτσε τώρα στην F-Laplace και μόκο!!

  2. –Μμμ, ναι…καλά – καλά. Θα σε πάρω ‘γω.
    -Χαχαχα.
    -Τι γελάς ρε μαλάκα;
    -Πάρτην ντε!! μόνο λόγια!! Χαχα!!
    -Δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις; λέω ‘γω!
    -Εκείνη η γαρίδα η ..Πάτη πάλι;
    -Θέλει να διαβάσουμε ΜΜΦ-2 μαζί. Έχει απορίες λέει.
    -Βρε φερμάρησ’ την έναν Laplace να την ξεμπερδέψεις την κοπέλα!-Λες ε;

  3. Συγκαλυμμένη χρήση και εδώ

Ο μνημονικός κανόνας των 3 δακτύλων του δεξιού χεριού (από sstteffannoss, 06/03/11)Ο μνημονικός κανόνας των 3 δακτύλων του δεξιού χεριού (από sstteffannoss, 06/03/11)Εκπαιδευτικό βινεομήδι - πείραμα για αγγλομαθείς. Προσφορά στη δια βίου μάθηση. (από sstteffannoss, 06/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιχλώδες λόγω κάπνας χαμαιτυπείο όπου, άγνωστο γιατί, μαζεύονται όμορφες μεναγκό, δηλαδή ωραία τσιμπούκια, εξ ου το «τσιμπουκάδικο».

Να πάμε καμιά μέρα στα Εξάρχεια στον «πούστη γάτο», έχω ακούσει πως είναι καλό τσιμπουκάδικο, μαζεύει φίνα μωρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο πιο συγκεκριμένα από τον ορισμό που δίνει σύσλανγκος, το τσιμπουκάδικο είναι ένα ευαγές ίδρυμα/ putzinstitut, το οποίο προσφέρει μεταξύ των υπηρεσιών του στοματικό σεξ, το τσιμπούκι ή μπουκιτσί.

Ασφαλώς ως τσιμπουκάδικο δεν θα χαρακτηριστεί το σταντέ γαμάδικο, που θα προσφέρει και το περισσότερο, δηλαδή το πλήρες γαμήσι. Το τσιμπουκάδικο ανήκει στον χώρο της ενδεχομενικότητας, δηλαδή είναι ένα από τα ευαγή ιδρύματα που δεν προσφέρουν το σεχ επισήμως, αλλά στην ζούλα και καλούα. Πρόκειται για ένα ενισ-χυμένο φραπενείο που σερβίρει τον φραπέ με καλαμάκι. Συνήθως λέγεται για μασατζίδικα, και λίγο λιγότερο για πονηρά στριπτιτζάδικα ή κωλόμπαρα. Πάντως, κανονικά, για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως τσιμπουκάδικο πρέπει το τσιμπούκι να είναι το μάξιμουμ που προσφέρει, ώστε να συνιστά ειδοποιό διαφορά του.

Για τις πρωϊνές καύλες σε μασατζίδικο ή σε τσιμπουκάδικο, γιατί τα γκογκο μπαρα ανοίγουν το απόγευμα. (Εδώ).

(από Khan, 09/03/11)σχετική περίπτωση μετά το 1:00 (από anchelito, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ο) ουσ., εκ του πούτσα και ζητώ.

Ο ζητιάνος της πούτσας, ο διακονιάρης. Αυτός που παρακαλάει να συνευρεθεί ερωτικά. Χρησιμοποιείται κυρίως για περιπτώσεις γένους θηλυκού και ειδικότερα για στερημένες, παντρεμένες, στραβογαμημένες κλπ.

Αμάν αυτή η Κατερίνα! Με έχει πρήξει. Όλο το σεξ έχει στο μυαλό της. Τι πουτσοζήτουλας έχει καταντήσει ρε φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθεί τη φράση στ' αρχίδια μου.

- Στα αρχίδια μου!
- Στο στόμα σου!

Εκεί που θέλει να βρίσκεται το στόμα σου (κοίτα τι έκανε ο άλλος τώρα...) (από Galadriel, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον τρώω, τον πίνω, τον ρουφάω, ενν. όχι τον πικρό καφέ της παρηγοριάς όπως σαφώς ειρωνικά λέει ο ατσεγκές στον ορισμό του, αλλά τον πέοντα, είτε μεταφορικά, ή κυριολεκτικά.

Μου την κάθονται δηλαδή, εισπράττω τα δέοντα, εννοείται τη στιγμή που μου αξίζει ή τη στιγμή που δεν το περιμένω και δεν το επιθυμώ καθόλου.

Γιατί, όπως γνωρίζουν οι γυναίκες και οι αδελφές και δεν γνωρίζουν οι υπόλοιποι -που έχουν όμως να λένε, όταν τον τρως χωρίς να τον θες, δεν είναι ωραίο πράμα.

Η έκφραση αυτή και τα συνώνυμά της, απαντώνται συνήθως στον αόριστο: τον εισέπραξα, τον ρούφηξα, τον ήπια, τον έφαγα.

  1. Πολύ γαμιάς μας το παίζει, δεν έχει καταλάβει ακόμα πόσο αδελφή είναι... Ε, θά 'ρθει η μέρα που θα τον εισπράξει, θα καταλάβει τη γλύκα του και θα το γυρίσει.

  2. Μαλάκα, ο πατέρας μου τα έμαθε όλα, τον εισέπραξα για τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του λιποζάν. Τα λεπτεπίλεπτα αλλά καλλίγραμμα τσιμπουκοχειλάκια, ενίοτε συνδυαζόμενα και λιγουλάκι λιπγκλοςς.

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΟΧΙ ΟΙ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΧΕΙΛΑΡΕΣ (αυτό είναι άλλο).

- Είδες φωτό κολέτσα πώς ήτανε παλιά;
- Τι να δω ρε φίλε, αφού έιναι όλο φτιαγμένο στο χέρι. Κώλος, βυζί, χειλάκι για πιποζάν και τα ρέστα.

(από stratos98, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά για το «την πουλεύω».

- Έλα να τον ιππεύσουμε σίγα σιγά, γιατί πέρασε η ώρα.
- Ρε καθίσετε μέχρι να φύγετε...

στο 0.58 λεει να την πουλέψω εν ετει 1981, μαλλον πιο παλια η εκφραση απ οσο νομιζουμε (από daisy_mantroskylos, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified