Selected tags

Further tags

  1. Τα δάκρυα. Εκφράσεις: αρχίζω τα ζουμιά, με πιάνουν τα ζουμιά, με παίρνουν τα ζουμιά.

  2. Τα χύσια, κυρίως τα γυναικεία (μουνόχυμα, μουνόγαλα, μουνόγαλο), αλλά και τα αντρικά (αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα).

Πάντα στον πληθυντικό.

βλ. και με παίρνουν τα σορόπια ορισμός 2.

1.α. Δεν ξαναπάω μαζί σου σινεμά, σε κάθε ταινία σε πιάνουν τα ζουμιά, ρεζίλι με κάνεις!

1.β. Πάνω που πάω να της κάνω μια σοβαρή κουβέντα για τη σχέση μας, την πιάνουν τα ζουμιά και δεν βρίσκω το θάρρος να της πω ότι χωρίζουμε.

  1. Μωρό μου, όχι πάλι στο κρεββάτι, δε γουστάρω πάλι να γεμίσουν τα σεντόνια με ζουμιά, δεν το κάνουμε καλύτερα στο μπάνιο;

Στο 2.47 τον παίρνουν τα ζουμιά (από poniroskylo, 25/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλακομούνι, δηλαδή στάση λεσβιακού σεξ όπου τα δύο αιδοία τρίβονται μεταξύ τους.

Εγώ εντωμεταξύ είχα γίνει μούσκεμα από την καύλα και μη χάνοντας ευκαιρία, της άνοιξα τα πόδια, πέρασα το δικό μου σταυρωτά πάνω από το ένα της γόνατο και ένωσα τα μουνάκια μας ξεκινώντας ένα τρελό καπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Έχω πάθει πλάκα με κάτι, αλλά μόνο ως αντίδραση σε κάτι εξαιρετικά θετικό. Λέγεται και από άντρες για κάποιον λόγο.

Συγγενές: παθαίνω λαλά.

Καμία σχέση: έχει πιξελιάσει το μουνί μας, έχει πήξει το μουνί μας.

Μαλάκααα! Έτυχε να γνωρίσεω χθες σε ένα σπίτι το Λίλιαν... Τι'ν'τούτο ρε, έχω πάθει τη μούνα μου λέμετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νιώθω μεγάλη αηδία. Το αίσθημα περιστροφής της αρχιδοσακκούλας μετά του περιεχομένου της, μπορεί να θεωρηθεί ως ισοδύναμο του ιλίγγου και της ναυτίας που νιώθουμε σε καταστάσεις έντονης απαρέσκειας, δυσφορίας ή αποστροφής.

«Μου γυρίζουν τ' αρχίδια μ' αυτά που βλέπω να συμβαίνουν στη Γιουβέντους», δήλωσε ο νέος πρόεδρος της Μεγάλης Κυρίας, Αντρέα Ανιέλι. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κλάσε μας τα αρχίδια και υπερθετικός βαθμός του «κλάσε μας μια μάντρα».

- Ρε θα σου κάνω μήνυση παλιοαλήτη!
- Θα μου κλάσεις μια μάντρα πέρδικες γεροξούρα!

Γιατί να λέμε μόνο για τη Μάντρα κι όχι π.χ για την Ελευσίνα (φωτό);   (από GATZMAN, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι με πάρα πολλή ένταση, με αποτέλεσμα την εξάντληση. Μου φεύγει ο κώλος, ο τάκος. Σωματικά είναι σα να με ξεσκίσανε -και τα λοιπά φανταστείτε τα.

Επίσης: το παρακάνω, υπερβάλλω.

Είναι συνώνυμο του γαμιέμαι (αρ. 8: γαμιέμαι σε κάτι, έχω γαμηθεί να κάνω κάτι).

  1. Μαλάκα πάψε πια να χλαπακιάζεις, έχεις ξεκωλωθεί να τρως, αηδίασα!

  2. Δεν πήγα πουθενά για διακοπές, έκατσα σπίτι και ξεκωλώθηκα στις δουλειές και τα μερεμέτια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεσκίζομαι στο γαμήσι και τα παραφερνάλια του μέχρι να μου φύγει ο πάτος.

Το ενεργητκό ξεκωλιάζω είναι λιγότερο συνηθισμένο. Πρβλ. ξεπατώνω.

Καμιά φορά χρησιμοποιείται και με την έννοια του ξεκωλώνομαι.

  1. Η Σούλα όχι μόνο ξεπαρθενεύτηκε, ξεκωλιάστηκε εκείνη τη μέρα κανονικά, τα έδωσε όλα.

  2. Μαλάκα, μου σκάει παρθένα, λέω πάει την κάτσαμε, αλλά το κορίτσι σούπερ, την ξεκώλιασα και ήθελε κι άλλο.

  3. Είπαμε να πάμε μια βόλτα ποδαράτοι Ξεκωλιάστηκα ρε πστ, περπατάγαμε 4 ώρες [σερί].

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (σ)έξαλλη ερωτική ζωή, γεμάτη καταχρήσεις, τρελό σεχ, ντρόγκες κουτουλού. Καταστάσεις που σε σε ξεκωλιάζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Δεν λέγεται στον ενικό παρά μόνο για πλάκα.

Βλ.

Μην την κοιτάς που έγινε θεούσα, είναι επειδή μετάνιωσε για τα ξεκωλαριλίκια που έκανε μια ζωή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πουτανέλι (το): Χαρακτηρισμός για τη μικρόσωμη γυναίκα που είναι και πιθανότατα νέα. Βασικός χαρακτηρισμός είναι η κουτοπονηριά έκδηλη και στο ύφος της. Εμφανώς της λείπει η εμπειρία για να το παίξει κυριλέ πουτάνα. Τα προκλητικά άγουστα ρούχα είναι κυρίως αξεσουάρ. Η τσίχλα δευτερεύον.

Το λήμμα προφανές: πουτάνα.

.

- Ρε την είδες την κόρη της γειτόνισσας πως ήταν ντυμένη;; - Ναι εντελώς πουτανέλι !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified