Selected tags

Further tags

Πολύ συχνό στο μπουρδελοϊδίωμα. Πρόκειται για τον μπουρδελιάρη που ερωτεύεται τάνα.

Μπορεί να καψουρευτεί μπουρδελοκόριτσο ή στουντιοκόριτσο δίκην αντίστροφης παρά φύσιν ασέλγειας. Μπορεί, όμως, επίσης να υποστεί πουτανοκαψούρα κανονικά και με το νόμο σε δύο τουλάστιχον περιφτώσεις: σε πουτό σε πάσης φύσεως τελειωμενάδικα, οπότε καθίσταται πουτόπιστος, που λένε και οι κουμπάροι μας. Ή ακριβοπληρώνοντας υπηρεσίες γκουφουέ και σούπερ-γκουφουέ με γκομενοφάση - έσκορτζ ή τουρίστριες.

Η πλειοψηφία της μπουρδελοκοινότητας είναι δριμέως επικριτική προς τον τοιούτο πουτανοκαψούρη. Θεωρείται ότι χαλάει την πιάτσα για τους συναγωνιστές και ότι χαλάει δραματικά και τις υπηρεσίες των κορασίδων, καθώς τις καλομαθαίνει, αυτές και τα γαμαζιά τους. Αλλά η πουτανοκαψούρα θεωρείται και καθ' εαυτήν ως ασύγγνωστη μουνοδουλίαση και σύμπτωμα του κλασικού του μαλάκα του Έλληνα. Σε εποχές μάλιστα κρίσης, τσουβαλιάζεται μεταξύ άλλων ως ένας ακόμη λόγος που φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.

Ωστόσο, απέναντι σε αυτό το κυρίαρχο μπουρδελοντίσκουρς υπάρχει και μια μειοψηφική φωνή που ισχυρίζεται ότι οι πουτανοκαψούρηδες αποτελούν ένα αναγκαίο κακό. Θεωρείται δηλαδή ότι το ιδανικό ενός ελβετόψυχου μπουρδελιάρη που θα συνουσιάζεται χωρίς καθόλου συναίσθημα εξασφαλίζοντας το απόλυτο value for money είναι μια ουτοπία ή και δυστοπία. Για να είναι ο Έλληνας ο ούμπερ γαμίκουλας, που όλοι ξέρουμε ότι είναι, - επιβεβαιώνεται άλλωστε και από στατιστικές μετρήσεις-, είναι μέσα στο παιχνίδι και λίγη πουτανοκαψούρα δίκην κωλάντεραλ ντάματζ.

Συνώνυμο: αγαπούλης (αποτελούν το ίδιο target group κορασίδων με gfe χαρακτηριστικά).

  1. Tο oτι ο ελληνας ειναι πουτανοκαψουρης η' γενικως πολυ τρυφερος με τις γυναικες,το θεωρω καλο και πολυ νορμαλ θα ελεγα. Πως ειναι δυνατον να εισαι καλος εραστης,αν δεν λατρευεις τις γυναικες.Οι λοιπες θεωριες ειναι για μικρα παιδια..σκληρος και ψυχρος και φοβερος εραστης ας μου επιτρεψετε να μην το πολυπιστευω. Αυτη ειναι η φυση του ελληνα,τρυφερου και θερμου,και νομιζω πως μ αυτα τα χαρακτηριστικα ολ αυτα τα χρονια θεωρηθηκε μακραν ο καλυτερος και πιο φημισμενος εραστης στον κοσμο.

  2. ποσο ανοητοι μπορει να ειστε εσεις οι σπονσορες των μαγαζιων αυτων; το να παει καποιος μια στο τοσο, σε κανα μπατσελορ ή για το χαβαλε, μπορω να το καταλαβω. Το να εισαι ομως τακτικος θαμωνας-πουτανοκαψουρης δεν μπορω να το διανοηθω. Να ξημεροβραδιαζεσαι σα λακαμας, να σου αδειαζουν την πορτοφολα αυτα τα κορακια, να σου πουλανε αγαπες και να νομιζεις οτι εισαι και ο σουπερ γαμικος. Να χαλας χρονο-χρημα για να τον παιξεις τουαλετα ή στην καλυτερη να στον παιξει φραπα καμια εναντι αδρας αμοιβης.

  3. επισης συστηνεται σε πασης φυσεως αγαπουληδες και πουτανοκαψουρηδες αφου κατεχει το μπλα μπλα και την πουτανια στο μεγιστο βαθμο.

  4. Υποψη δεν ειναι για πουτανοκαψουρηδες και αγαπουληδες αυτες οι κοπελες αλλα για σκληροπυρηνικους χομπίστες γαμιαδες.

  5. Αλλά επειδη η πουτανα δεν κοβει ποτε το γαμησι επεστρεψε στα μπουρδελα απο τις πιο σοφες κουβεντες.ευγε. αυτο να τα βλεπουνε οι διαφοροι πουτανοκαψουρηδες που ερωτευονται πουτανες και θελουν να το παιξουν καλοι Σαμαρειτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος, το παλαμάρι. Συχνά αναφέρεται στο καβλί νεότερου σε ηλικία ανδρός.

- Έλα ρε τι έμαθα; Με τη Μαρία, μπαγασάκο; Πώς έγινε;
- Ε, όλο μου τριβόταν και σούξου μούξου. Της πετάω κι εγώ το πιτσιφλίκι και την πήγα πίπα-κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιό λαογραφικό μπινελίκι-γείωση από την Πελοπόννησο που σημαίνει μωρό, μικρός, λίγος. Προφ επειδή ο μικροτσούτσουνος (λόγω ηλικίας ή πεποιθήσεως) αποδέκτης είναι ακόμα άψητος, την έχει κυριολεκτικά ανάλατη.

Το αλμυρό γαριδάκι είναι, παραδόξως, σχεδόν συνώνυμο.

- Α ναχαθής ρε πουτσανάλατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερτικό γης, προίκας, κληρονομιάς, ή άλλης περιουσίας που προέρχεται από ή προορίζεται προς γυναίκα.

Εκ των μουνί (< μνίον, χνούδι) και μοῖρα (< μείρομαι, παίρνω το μερίδιό μου). Λαογραφική μουνοσλανγκιά της Θράκης, σταχυολογείται από την Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», εδώ.

- Εφόσον αποδειχτεί ότι ο μακαρίτης, δεν είχε προλάβει να συντάξει διαθήκη, τότε μιλάμε για εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην οποία καλούνται πρώτα-πρώτα, τα παιδιά. Επομένως, αφού είχε μία κόρη, αυτή είναι και η μοναδική κληρονόμος. Ο/η σύζυγος, που επιζεί, καλείται ως κληρονόμος, στο 1/4 της κληρονομιάς, όταν υπάρχουν παιδιά και στο 1/2, όταν δεν υπάρχουν παιδιά, αλλά άλλοι συγγενείς, όπως αδέρφια, γονείς, ανίψια, παππούδες κλπ. Στο παράδειγμά μας, επομένως, αν δεν εμφανιστεί διαθήκη, κληρονομεί το 1/4 η σύζυγος και τα υπόλοιπα 3/4 της κληρονομιαίας περιουσίας, η κόρη! Αν όμως εμφανιστεί διαθήκη, η οποία π.χ ορίζει ότι όλη η περιουσία καταλείπεται στη σύζυγο ή/και σε τρίτους, τότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί νόμιμης μουνομοίρας, για την κόρη, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, αλλά έχει απαίτηση για το νόμιμο μουνομοίρι της.

Got a better definition? Add it!

Published

«Απάγγειλέ μου την Ιλιάδα»: ατάκα που λέγεται ακριβώς μετά την συνουσία (συνήθως από τη γυναίκα) με διττή σημασία: 1) με σκοπό να κριτικάρει κεκαλυμμένα τον ποιότητα της συνουσίας, 2) με σκοπό να δώσει έναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα στην συνουσία.

  1. - Τι σου κάνω μανάρι μου, τι παιδί κολασμένο είσαι σύ [W=Kaulaoura_7381]Καυλάουρα[\W] μου... Τελειώνω... ΑΑΑΑΑ...
    - Χμμ κομπλέ Αρτεμίδωρε; Άντε, καλά γάμησες, απάγγειλέ μας τώρα και την Ιλιάδα.

  2. - Πωπωπωπω τι μου κάνεις; Τιιιιιι... Κι άλλο... Κρατήσου λίγο ακόμα μωρό μου ατελείωτο... Χύνω...ναι...ναι...ΝΑΙΙΙΙ...
    - Αχ είσαι ο άντρας της ζωής μου. Πρώτα με γαμάς καλά και μετά μου απαγγέλλεις την Ιλιάδα. - Λιώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λαογραφικούρα για την εκτός γάμου «διακορευθείσα» κορασίδα που έχει και το θράσος να παριστάνει την παναγία. Γιατί φραγκοπαναγιά όμως; Εδώ πρέπει να ανατρέξουμε στην πατροπαράδοτη περιφρόνηση της ορθολοξίας προς τους δυτικούς. Αντιγράφω από σάη χριστιανοταλιμπάν:

Κυττάξετε τις διάφορες Παναγίες, τις Μadonnes. που ποζάρουνε υποκριτικά, ακόμα κι’ οι θλιμμένες, που κλαίνε, που αυτές είναι ακόμα πιο ψεύτικες! Ξόανα και είδωλα για ρηχούς ανθρώπους. Ο λαός μας, που πήρε μεγάλη και βαθειά παιδεία από τη θρησκεία του Χριστού, επί αιώνες κι’ ας φαίνεται απέξω απαίδευτος, «φραγκοπαναγιά» λέγει τη γυναίκα που υποκρίνεται την τίμια, μα που δεν είναι στ’ αλήθεια, ξεχωρίζοντας έτσι την «Φραγκοπαναγιά» από την Παναγιά, από την αληθινή την Παναγιά, τη Μητέρα του Χριστού και Θεού την αυστηρή Οδηγήτρια (εδώ) Ας αφήσουμε όμως τις συζητήσεις περί του τι συνιστά παρθένα ή ψευδοπαρθένα στους αρμοδιότερους από εμάς θεολόγους κι ας πανηγυρίσουμε την παρθενοφθορά με ένα μικρό σλανγκομουνο(ξε)απάνθισμα για όσα κορίτσια απώλεσαν ότι πολυτιμότερο είχαν:

  1. αγγισμένη
  2. αδιάντροπη
  3. ακολασού
  4. ακουσμένη
  5. αλανιάρα
  6. αλαφριά
  7. ανθολογημένη
  8. ανοιχτή
  9. ανοιχτούτσικη
  10. απαρατημένη
  11. απαριασμένη κατσάκω
  12. αποπλανημένη
  13. ατιμασμένη
  14. αφημένη
  15. αφορισμένη
  16. βρωμoλoύλoυδo
  17. βρωμοθήλυκο
  18. γάνα
  19. γανάδα
  20. γανίλα
  21. δάνεισε το κορμί της
  22. δεν έχει μούτρα καθαρά να βγει στην κοινωνία
  23. δεν της άρεσε o ίσιος δρόμος της ανυπόληπτης
  24. έγινε θέατρο του κόσμου
  25. ελεεινή
  26. ελύσσαξε για άνδρα και λυσσoμάνιασε
  27. έπεσε στον δείνα
  28. έσκισε και λέρωσε τα μεζέα της (μεζέα: τα μεσαία, ο παρθενικός υμένας με τον κόλπο ως ευρισκόμενα μεταξύ της ουρήθρας και πρωκτού)
  29. εσούρε (έτρεξε σε άνδρα)
  30. έχει ακoυστεί η αθυβoλή της
  31. έχει μoύτρα να μας δει η μoυντζoυρωμένη;
  32. έχει φαγωμένα πoλλά κάστανα
  33. έχει φάειπoλλών πανηγυριών χαλβά
  34. έχει φάει την τσίπατης
  35. ζωηρούλα
  36. ήταν ζωηρή
  37. ήταν κυλίστρα πoυ ξώκυλε
  38. θα γεμίσεις λoύπακες μαζί της (αφρoδίσια)
  39. θεάτρα
  40. κoμμένη
  41. κακά της κoυρέματα
  42. κακακουσμένη
  43. κακονοματισμένη
  44. κακοστρατημένη
  45. κακόφημη
  46. κάσα (αχρεία)
  47. κατεργαρούλα
  48. κομμένη
  49. κορφολογημένη
  50. κριματισμένη (αμαρτωλή)
  51. κυλίστρα
  52. λαγγευμένη
  53. μαλαφαρισμένη
  54. μας έκανε την απήραχτη και ατήραχτη
  55. μασκαριλού
  56. μάτωσε την τρύπα
  57. μαυροπρόσωπη
  58. με ξεκούρδιστα βιολιά θα την πάνε στην μάνα της
  59. μεταχειρισμένη
  60. μούντζα
  61. μυσαρά
  62. νερoκoυτσέλα που κυλίστηκε σε βρώμικο νερό
  63. ντροπιασμένη
  64. ξελεγιασμένη
  65. ξεπεσμένη
  66. ξεπλανεμένη
  67. ξεπορτισμένη
  68. ξεσκονισμένη
  69. ξεσχισμένη
  70. ξεσχολιασμένη
  71. ξετσίπωτη
  72. ξευτελισμένjη
  73. οργιά
  74. που και που το κάνει με τον ξάδερφο
  75. παλιοκόριτσο
  76. παραδομένη
  77. παραστρατημένη
  78. παστρικιά
  79. πατημένη
  80. πατσαβούρα
  81. πειραγμένη
  82. περασμένη
  83. περιγέλαστη
  84. περιπαταριά
  85. που και που το κάνει
  86. πουρναροπιδίστρα
  87. ροκοκέφαλη (έχει το μυαλό στο ροκοκέφαλο: μουνί)
  88. σαλιασμένη
  89. σηκοσκελισμένη
  90. σκατογαϊδούρα
  91. σκύλα
  92. σκυλοπηδημένη
  93. σουβάλα (ανήθικη)
  94. στιγματισμένη
  95. στρούντζα
  96. συρομαδισμένη
  97. το δίνει
  98. το έκανε με το θείο
  99. το κάνει
  100. το λέει η περδικoύλα της με τoν ανεψιό
  101. τα αθέατα τα έκανε θέατρα
  102. τα έχει παίξει πρωτύτερα με άλλoν
  103. την πήδηξε o τάδε
  104. της βγήκε το όνομα
  105. τιντομούνα
  106. το άνθος παρθενίας χάθηκε
  107. τρυπημένη
  108. τρύπια
  109. τσολόχα (ερωτιάρα)
  110. φέρτε το γάϊδαρo να καβαλήσει
  111. φιλημένη
  112. φουρλαϊδα (άστατη)
  113. χαϊδεμένη
  114. χάλασε τo συστί τoυ τo βρωμoθήλυκo
  115. χαλασμένη
  116. χανεμένη (ανεπιτήρητη)
  117. χωριολόγα

(Πηγή: Χ.Θ. Οικoνoμόπoυλoς, Περί Παρθενίας, εδώ)

(από σφυρίζων, 15/04/13)(από σφυρίζων, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στιγμή που ο συνουσιαζόμενος διακατέχεται από αίσθημα βλαχιάς και προσπαθεί να δώσει οδηγίες στο έτερο του ήμισυ προκειμένου να έρθει σε οργασμό. Αναφωνείται φωναχτά, αλλάζοντας το πρώτο φωνήεν σε ου: ρουβοοοοοόλα το.

Ρουβοοοοόλα το μαναραααααάμ! (κοινώς: «χύσε μωρό μου«).

(από Khan, 15/04/13)

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην οδηγία κατά την οποία η συνουσιάζουσα καλείτε να αρπάξει το ανδρικό μόριο για το οποίο για άγνωστο λόγο ο κατέχων νιώθει υπερήφανος.

Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από γεωργό ο οποίος τα μπέρδεψε με την τσάπα και προσπάθησε να οργώσει το χωράφι με την τσαπού.

Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ και το ΕΣΟΥΡΟΥ απαγόρεψαν σχετικές αναφορές και παραδείγματα. Την ως άνω αναφορά προσπαθεί να μεταφράσει και το Γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.

(από Khan, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σεξουαλική πράξη κατά την οποία άνδρας δέχεται στοματικό καθώς βρίσκεται καθισμένος στη λεκάνη για να κάνει την ανάγκη του.
Λέγεται πως αυτό βοηθά τους δυσκοίλιους να ενεργηθούν πιο εύκολα, εξ ού και η ετυμολογία του, την οποία δεν αναλύω πολύ γιατί με αηδιάζει. Τέλος πάντων, κάνετε τη σύνδεση με την ετυμολογία μόνοι σας: πίπα + υπόθετο.

- Ρε Κώστα, πότε ήταν η τελευταία φορά που πήδηξες;
- Την ξέρεις τη Ρουσλάνα που κάνει πιάτσα στη Βενιζέλου;
- Ναι...
- Μου έκανε ένα πιπόθετο προχθές, πιάνει;
- Αηδία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχαιότερος επιθετικός προσδιορισμός κατά τον οποίο οι φιλόσοφοι τά 'χουν κάνει όντως μουνί προσπαθώντας να αποδείξουν αν η φράση είναι θετική ή αρνητική ως προς τον προσδιορισμό της. Τελικά το μουνί είναι καλό ή κακό; μας αρέσει ή μας απωθεί;

Αααα μουνί τάκανες. - Είσαι θεόμουνο μανάρι μου - τι μουνάρα είσαι εσύ παιδί μου ; - απαπαπα σαν μουνί καπέλο είσαι - το μουνί της μάνας σου - και άλλα διάφορα που κατά καιρούς μπερδεύουν άπαντες τους κατέχοντες πουλάκι.......

βλ. και μουνί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified