Το αρχίδι, με την κυριολεκτική έννοια.
- Βγάλε το σκασμό ρε συ, μας έπρηξες τα ούμπαλα πια!
Το αρχίδι, με την κυριολεκτική έννοια.
- Βγάλε το σκασμό ρε συ, μας έπρηξες τα ούμπαλα πια!
Got a better definition? Add it!
Σαν ουσιαστικό σημαίνει πουτάνα. Σαν επίθετο, απ' όπου και κατάγεται ετυμολογικά το ουσιαστικό, χαρακτηρίζει κάτι με την ιδιότητα του καθαρού.
Η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, όπου η έφεση των γυναικών προσφύγων στην καθαριότητα προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους ιθαγενείς, οι οποίοι όπως φαίνεται ήταν τσακωμένοι με τα σαπούνια.
Τη μοναδική εξαίρεση ως τότε αποτελούσαν οι ντόπιες πουτάνες, που η φύση της εργασίας τους τις υποχρέωνε να πλένουν συχνά τα ρούχα τους, τα σκεπάσματά τους αλλά και τους εαυτούς τους. Έτσι, οι σοφοί ημών πρόγονοι ταύτισαν επαγωγικά την ιδιότητα της καθαρής με την ιδιότητα της πουτάνας.
Μαρίκα: Να χαίρεσαι τη νύφη σου, καλή κοπέλα φαίνεται. Και καθαρή...
Κατίνα: Άσε με Μαρίκα μου, να δω τι θα κάνω με τη παστρικιά που μου κουβάλησε ο γιος μου!
Got a better definition? Add it!
Ιδιαιτέρως μειωτικός-απαξιωτικός χαρακτηρισμός που προφέρεται με υφάκι και τόνο ειρωνικό, χρησιμοποιείται δε προκειμένου να επειτείνει το χαρακτηρισμό μιας γυναίκας ως τιποτένιας. Αν και δεν υπάρχει διάκριση ηλικίας, συνήθως δεν χρησιμοποιείται όταν απευθυνόμαστε σε κοπέλα μικρής ηλικίας (αυτή θα είναι συνήθως ψωλίδι ή ψωλίτσα).
- Ρε μαλάκα, αφού ο Βάζελος είναι ομάδα της χούντας...
- Και πού το ξέρεις εσύ ρε μαλάκα;
- Είδα χθες στην τηλεόραση τη γυναίκα του Παπαδόπουλου που το έλεγε!
- Ποιά μωρέ, αυτή η ψώλα... γάμησέ την αυτήν...
Βλ. και σχετικά λήμματα ψωλέτα, ψωλού, η, ψωλίστ, ξεψώλι, το
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι ρωμαλέοι(!) και τριχωτοί όρχεις.
Συνων.: αρχιδάρες, καμπανέλια
Αντων.: αρχιδάκια, αρχιδούλια, αρχιδουλίνια
- Πάλι σκατά έγραψα στ' αρχαία! Αντί για περισπωμένες έβαζα ουμλάουτ! Πάλι τ' αρχίδια μου θα του δώσει ο Παπαπέτρου ο καργιόλης στο εξάμηνο!
- Τι σκας ωρέ! Γράψ' τον στους τσοχανταραίους σου τον μαλάκα!
- Τι σημαίνει τσοχανταραίοι ρε;
- Εγώ θα σου πω; Μπες στο slang.gr να δεις μόνος σου...
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι η κολλητή φίλη της (/του (ουδ.)) Λίλιαν.
Είναι πραγματικά αχώριστες, πάνε πάντα πακέτο!
Είναι και οι δύο θήλεα νέας κοπής, αλλά η διαφορά τους είναι η εξής: Ενώ η/το Λίλιαν είναι το υπερβατικό θεόμουνο, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας στην κατηγορία τριφασικό μουνί, η Καυλάουρα δεν έχει αντίστοιχες φυσικές προϋποθέσεις για να οδηγηθεί στην επίτευξη ανάλογων προσόντων. Κι έτσι μένει στον β' γυναικείο ρόλο, για τον οποίο, όμως, της αξίζει Όσκαρ!
Είναι καυλιάρα, γιατί η κοπέλα δείχνει ότι το παλεύει πραγματικά πολύ. Έχει δοκιμάσει τα πάντα, σιλικόνες, τσιμπουκόχειλα, εξτένσιον, ψεύτικα νύχια κ.ο.κ. Κι έτσι τελικά δεν σε καυλώνει με την ίδια την ομορφιά της, όσο με την προσπάθεια που καταβάλλει για να σε καυλώσει.
Και το πιο συγκινητικό απ' όλα είναι ασφαλώς το ονοματάκι της! Ετυμολογείται από το Ευαγγελία, που έγινε Βαγγελίτσα, από εκεί Λίτσα, και το Λίτσα θεωρήθηκε εκ των υστέρων ότι προκύπτει απ' το Λάουρα. Καθώς όλη αυτή η αγωνία και επιμονή έχει κάτι το καυλωτικό, τελικά χαρατηρίζεται ως Καυλάουρα.
-Τι μου λες ρε φίλε; Θα ξεμοναχιάσεις εσύ την Λίλιαν, και θα μ' αφήσεις εμένα με την Λάουρα; Δεν παίζω!
-Γιατί σε χαλάει; Μια χαρά Καυλάουρα είναι! Άμα θες άσ' τις μου εμένα και τις δύο!...
Got a better definition? Add it!
Κορασίς πρόθυμη όπως καταπιεί τα άπαντα εξερχόμενα εκ του ανδρικού μορίου κατά την ολοκλήρωση της σεξουαλικής διαδικασίας. Διψασμένη σφόδρα για το ανδρικό σπέρμα, το οποίο καταναλώνει όσο συχνότερα και σε όσο μεγαλύτερες ποσότητες βρίσκει και μπορεί. Τρόπω τινά, νυμφομανής με το σπέρμα ή αλλιώς σπερμοδουλάρα.
Μάγκα μου η Μαρίτσα είναι μία καταπιόλα... σκέτη σπερμοστραγγίχτα... ούτε για τα μάτια του κόσμου δεν άφησε μία σταγόνα. Έγλυψε και το πιάτο μετά. Σου λέω μου τον έκανε λαμπίκο.
Βλ. και σχετικά λήμματα σπερμοδιψής, ο, σπερματοδιψάζουσα, η, σπερματοζητιάνα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνδυάζει όλες τις ιδιότητες του μαλάκα, αλλά σε υπερθετικό βαθμό. Δηλαδίς:
(πούτσος + λεβιές)
- Ρε πουτσολεβιέ, σταμάτα να την παίζεις γαμώ το ξεσταύρι σου.
- Καλά ρε μπαμπά, μη βρίζεις... (κλαψ κλαψ)
Bλ. και σχετικό λήμμα παπαρολεβιές, ο
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός γυναίκας, που από το λαιμό και κάτω λαμβάνει βαθμολογία άριστα αλλά που από πρόσωπο δεν βλέπεται... Οπότε πετάς το κεφάλι και τρως το υπόλοιπο...
-Καλά ε, η Πόπη είναι και γαμώ τις γκόμενες..τν ξέσκισα χθες..;]
-Ναι, αλλά από μούρη...
-Γαρίδα, φίλε, γαρίδα..
Ακόμη: γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα.
Got a better definition? Add it!
Αρχίδια με μουστάκια.
Διάλογος:
- Θες να φας μαζί μας;
- Αμέ! Τί θα φάμε;
- Αστάκια
- Τι είναι αυτά;
- Αρχίδια με μουστάκια.
Βλέπε και γειώσεις.
Got a better definition? Add it!
Γνωστή και ως μαλακία ή μότκα ή αυνανισμός. Ο όρος τσούκα προήλθε από την πράξη: τσουλκανάω.
Τι κάνει ο Μήτσος όλη μέρα στο σπίτι; Μάλλον θα ρίχνει και μια τσούκα...
Got a better definition? Add it!