Selected tags

Further tags

Ο μαλάκας. Αυτός που αυνανίζεται. Αλλιώς παιξοπούλης ή τραβομαλακίας.

Χουφτιάρης από χουφτιάρη όμως διαφέρει. Κατηγορίες:

  • Ο χουφτιάρης από ανάγκη: έχει να δει πεϊνιρλί από τότε που είχε πάει στη Δροσιά και έφαγε. Δεν του κάθεται καμία, δεν έχει καμία επιτυχία στο άλλο φύλο, γι'αυτο καταφεύγει στην παλιά αγαπημένη. Τη χούφτα.
  • Ο χουφτιάρης από επιλογή: Έχει φάει φρίκες με γκόμενες, είναι ανώμαλος, βαριέται να βγει έξω. Για κάποιον λόγο αυτός ο τύπος χουφτιάρη προτιμά την «προπόνηση», απ' τον πραγματικό αγώνα.
  • Ο χουφτιάρης από άποψη: Θεωρεί την μαλακία στάση ζωής και ξέρει όλα τα μυστικά της. Είναι μερακλής χουφτιάρης, θα βάλει το ποτάκι του, θα κάνει το τσιγαράκι του, θα βάλει τσόντα στο dvd, θα χαμηλώσει τα φώτα και θα του δώσει να καταλάβει. Αγαπάει τη μαλακία, δεν υπάρχει καν σαν ενδεχόμενο στη ζωή του το σεξ. Γράφει ερωτικά γράμματα στη χούφτα του, της παίρνει δώρα και την πάει ταξίδια. Ένας πραγματικά ερωτευμένος χουφτιάρης, ένας ορκισμένος σολίστας, ένας επαγγελματίας μαλάκας.

-Ρε συ, δεν μου κάθεται καμία... έχω καταντήσει μεγάλος χουφτιάρης!

-Ρε, σε ποιόν γράφει το ποίημα αυτός;
-Στη χούφτα του ρε. Είναι χουφτιάρης από άποψη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που γουστάρει να χουφτώνει ανδρικά κωλαράκια. (Σίγουρα έχετε έναν στην παρέα σας!)

- Ρε τον παλιο-κωλόμπο το Γιάννη, όλο τον κώλο μου πιάνει..!

(από Vrastaman, 18/03/09)Μας τον έπιασε σε βάθος χρόνου (από Vrastaman, 18/03/09)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπα, κωλομπαράς, κολομπαράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση νέας εσοδείας, την οποία αλίευσα σε άρθρο της εφημερίδας Real News. Αναφέρεται σε κατάθεση νυν μοναχού, ο οποίος στο παρελθόν και σε μικρή ηλικία έπεσε θύμα των άρρωστων ορέξεων του παλαιοημερολογίτη πατέρα Νύφωνα, του πατέρα που κατηγορείται για ασέλγεια εις βάρος ανηλίκων.

Η έκφραση, σύμφωνα με κατάθεση του παθόντος, ήταν έμμεση αναφορά στη γενετήσια πράξη, η οποία καθ' ότι γλυκιά, παρομοιάζεται με το μέλι. Βλ. επίσης κεχρί.

Το λήμμα αποδεικνύει, ότι κάποιοι πατέρες είναι δραστήριοι όχι μόνο σε θέματα κτηματομεσιτικά, αλλά και σε γενετήσια, και δυστυχώς εις βάρος αφελών νέων.

  1. Απόσπασμα άρθρου της εφημερίδας Real News:

«Σύμφωνα με τον μάρτυρα, η ηγούμενος τού είπε ότι τον επισκέπτονται οι δαίμονες και τού ζήτησε να πάει στο κρεβάτι του για να προστατευτεί. Εκεί άρχισε να τον χαϊδεύει, λέγοντάς του ότι έτσι θα τού μεταδώσει την απάθεια. Για διάστημα περίπου ενός χρόνου με καλούσε τα βράδια στο κελί του για να μού δώσει το μελάκι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως συμπλήρωμα του λήμματος πούτσος:

  1. αντικείμενα ευτελή, μπανάλ, που μας είναι τελείως αδιάφορα, κττ.
  2. μαλακίες, αηδίες, σαχλαμάρες, μπαρούφες, παπαριές, αρλούμπες

Υποκοριστικό: πουτσίδια.

  1. - Ρε πστ!, καλή χρυσή η θεία Ευδοκία, αλλά όποτε έχω γενέθλια, μου χαρίζει κάτι πούτσες... άσε που δεν μπορώ να τα ξεφορτώνομαι γιατί όποτε έρχεται επίσκεψη ζητάει να τα δει...

  2. - Τα έμαθες; σπουδαία τα νέα της Ελένης!
    - Καλά, πούτσες τώρα, κόψε κάτι... μην τα πιστεύεις όλα και συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφοπλιστική ατάκα απο το νέο ελληνικό κύμα πορνογραφίας, ειπωμένη απο τον ανεπανάληπτο «Γιατρό Ντίνο», στην ταινία «Αθλήτριες, σεξ και ντόπα». Καθώς ο γιατρός ετοιμάζοταν να «καταθέσει» λέει στην γκόμενα: «Έχω μαζέψει πολλά χύσια στα μπαλάκια μου ... θα τα πάρεις με τόκους υπερημερίας!!»

Μετά απο παρατεταμένη σεξουαλική αποχή, το προϊόν της εκσπερμάτισης εξέρχεται του πέους σε μεγάλη ποσότητα. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι, λόγω της αποχής, προστίθεται τόκος στα χύσια (που το ποσοστό του επί του αρχικού κυμαίνεται ανάλογα με τις μέρες αποχής), ο λεγόμενος τόκος υπερημερίας.

Χρησιμοποιείται συχνότερα απο φετιχιστές οικονομολόγους. Υποθέτω και απο οικονομόκαυλους.

- Και για πες ρε, τη γάμησες την Λάουρα;;
- Αν την γάμησα λέει;; Είχα και καιρό να γαμήσω και της τα 'δωσα με τόκους υπερημερίας!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά εκ του αγγλικού post-op, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από σύντμηση του post-operation, δηλαδή μετά την εχγείρηση. Όπου βέβαια «εγχείρηση» δεν είναι ούτε σκωληκοειδής απόφυση, ούτε αμυγδαλές, αλλά η αφαίρεση του κάτω συστήματος, της οικογένειας ολόκληρης, μπαργαλάτσου και αρχιδόμπαλων συμπεριλαμβανομένων. Στην θέση τους προφανώς προστίθεται ψωλότσεπη, η επονομαζόμενη και χοάνη, για τους μη μυημένους μουνί.

Το τραβέλι που έχει κάνει το μεγάλο βήμα είναι πλέον ποστόπι, ενώ οι άλλες οι κραγμένες είναι απλά pre-op και άρα έχουν ακόμη ένα στάδιο μέχρι να χαρακτηρισθούν εντελώς τελειωμένες.

Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για να περιγράψει κυριολεκτικά άτομο της κατηγορίας Αναΐς από το Παναής, όσο και για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον που είναι εντελώς φλωρόκουπας και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αρχίδια και τσαγανό.

Το ποστόπι μόνο καταχρηστικά μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια και θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, μπορεί όμως θαυμάσια να λέει στο μουνί μου το ιδιότροπο και, αν είναι της περιοχής, μουνί απ' τα Καλάβρυτα.

Απαντάται ενίοτε και στην εισέτι υποτιμητικότερη εκδοχή η ποστόπα, οπότε και συντάσσεται αποκλειστικά με το «ου μωρή».

Προσοχή: Να μη συγχέεται με το τυφλοκόπι. Καμμία σχέση...

  1. - Τι θεόμουνο είναι αυτή η Τζίλντα ρε μεγάλε...
    - Νννναι... Τώρα που είναι ποστόπι εννοείς, διότι πριν από λίγο καιρό ήταν ψωλαρέος με βυζιά.
    - Τι λες τώρα;!!

  2. - Και πώς να της το πω δηλαδή; Θα πάω έτσι εκεί και θα της το ξεφουρνίσω; Θα με πάρει με τις πέτρες. Πώς να το κάνω; Φοβάμαι...
    - Πω πω ρ' αδερφάκι μου, τι ποστόπι είσαι 'συ; Grow some balls ρε μαλάκα! Κι άμα σου πει και τίποτα, ρίξε και κανά δυό ψιλές να κουλάρει το μουνί της λάσπης και του αγρού...

  3. - Σιγά μην πάω να του κάνω θέμα του κυρίου Σκορδοπούτσογλου. Δεκαπέντε τοις εκατό μείωση μισθού δεν είναι και τόσο άσχημα υπό αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και...
    - Ου μωρή ποστόπα! Ου ρε! Χεζμεντέν έτσι; Νταξ ρε μαλάκα, θα πάω μόνος μου να καθαρίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «εργατοπατέρας», ο πούστης, κατά κανόνα γερομπινές (με την καλή έννοια) που είναι πούσταρχος και διατηρεί ολόκληρη πουστωδία από νεαρότερα στην ηλικία πουστράκια, τα οποία ενισχύει, επιβοηθεί, προωθεί και γενικά παγιώνει στην δέσμευση και στράτευσή τους στο πουστρηλίκι.

Ίσως και ο πούστης που υιοθετεί παιδί (στο εξωτερικό πιο πολύ συμβαίνει μέχρι αποδείξεως του εναντίου).

Ασίστ: Μάρκο ντε Σαντ.

Ύστερα από τον γάμο στην Τήλο μαζευτήκανε όλοι οι πουστοπατεράδες και συνεδριάζανε πώς να ενισχύσουν τον Τήλιο δήμαρχο που βάλλεται.

Ψηλά τις σημαίες, κορίτσια ! (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:

Αυτή η οποία αρέσκεται στην πεολειχία και μάλιστα διαθέτει (ενδεχομένως) ταλέντο σε αυτο. Μπορεί να χρησιμοποιηθει απαξιωτικά ή/και επαινετικά.

  1. - Ωραία και καλή κοπέλα η Μόνικα, έτσι;
    - Σιγά ρε, μία ρουφοκαυλέτα είναι!

  2. - Τι έγινε με τη Γεωργία ρε συ; Καλή στο κρεβάτι;
    - Πο πο φίλε τρελή ρουφοκαυλέτα σου λέω!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονόητος ορισμός. Όλα τα χωρά ο σάκκος ... κι άλλα τόσα!

Μ' αυτή ρε μαλάκα θα βγεις; Την ψωλαποθήκη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται περιπαικτικά και δηκτικά σε κάποιον από την παρέα που κλάνει χωρίς να χρησιμοποιεί πορδοσιλανσιέ (δηλ. κλάνει ηχηρά).

Ακούστε ρε μάγκες πώς τρίζει η φωλιά του πούτσου μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified