Selected tags

Further tags

Όχημα που μεταφέρει πόρνες. Στην Τσεχία (αλλά και σε άλλες χώρες που πουλάνε μουνί) τα εν λόγω οχήματα είναι ειδικά διαμορφωμένα, με μεταξόνιο τουλάχιστον τριών μέτρων (άρα τρεις με τέσσερις πόρτες σε κάθε πλευρά), φέρει δε διακριτικά λογότυπα και χρώματα του εκάστοτε στριπτιτζάδικου στο οποίο εργάζονται οι επιβαίνουσες.

Κοίτα, ρε παπάρα! Περνάει μια πουτανοφόρα φουλ στο μουνί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερμεγέθες πέος του ανδρός. Όχι απλά το μεγάλο, αλλά το τεράστιο.

Ως εκ τούτου το λήμμα αποκλείεται να έχει σχέση με το μικροσκοπικό συμπαθές ομώνυμον έντομον. Επομένως, πρόκειται δια άλλον έναν παραλληλισμόν του ανδρικού γεννητικού οργάνου με διάφορα εργαλεία όπως λοστάρι, στυλιάρι, καλέμι, κ.λπ.

Παρότι ο παραλληλισμός αυτός είναι σύνηθες φαινόμενον, δεν είναι βέβαιη η προέλευσις του λήμματος «γρύλος». Πιθανώς η χρήσις του όρου να υποδηλώνει ότι το εν λόγω πέος είναι τόσο μεγάλο που μπορεί μεταφορικά να χρησιμοποιηθεί και ως γρύλος δια ανύψωση οχημάτων ή ενδεχομένως άλλων βαρών. Γενική πεποίθησις είναι παρόλ' αυτ'α, ότι απ' όσους διατείνονται πως διαθέτουν γρύλον, ελάχιστοι λένε την αλήθεια.

Επιπροσθέτως επισημαίνεται πως: Ος θεωρεί ότι διαθέτει γρύλον αντί πέους, καλόν θα είναι να μην προβεί εις δοκιμάς άρσης βαρών. Το ανδρικόν πέος δεν προορίζεται δια ταύτην χρήσιν.

  1. - Αν είσαι μάγκας, κατέβα κάτω μωρή κότα.
    - Τράβα ρε απο 'δω μη βγάλω το γρύλο έξω και φύγεις τρέχοντας.

  2. - Γιώργο, είδες το dvd της Τζούλιας;
    - Ναι ρε. Μαλακία ήτανε. Πάντως ο τύπος είχε ένα γρύλο ....

(από dimitriosl, 13/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα η οποία καθήμενη στο έμπροσθεν τμήμα του σκαμπώ μπάρας club ή καφετέριας, κουνιέται μπρος πίσω εναλλάξ, προσπαθώντας να πετύχει : α) διέγερση αιδοίου - πρωκτού
β) πρόκληση αρσενικών οφθαλμών εστιαζόμενων στην κωλάρα της.

(σε μπαρ δύο φίλοι) - Πω πω!! Κοίτα μια κωλάρα η σκαμπωγαμιόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίμονο και ρουφητχό τσιμπούκωμα, από κορίτσι που ξέρει από καλό λάδι. Ο όρος αποτελεί μετάπλαση του γνωστού «μπιμπερό», με επίδραση του «πίπα».

Όταν τα πέταξε χαλάστηκα λιγάκι, αλλά όταν άρχισε το πιπερό, τα είδα όλα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μικράν έχων την ψωλήν, ωσεί γυμνοσάλιαγκα τινά.

Ο τοιούτος συχνά μετατρέπεται σε σαλιγκαρόπουστα στην λογική του δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;

Τι πήδημα μωρέ να καταλάβει με τον σαλιγκαροψώλη; Σαν κωλοσκούπισμα ήτανε...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρής διάρκειας «ασθένεια» που εμφανίζεται στον άνδρα όταν, προχωρώντας σε πολυσύχναστο δρόμο ή χώρο, «τυφλώνεται» από το μεγάλο πλήθος από μουνάρες ή Λίλιαν που κυκλοφορούν τριγύρω. Το φαινόμενο είναι παροδικό και διαρκεί από μερικά λεπτά μέχρι και ένα εικοσιτετράωρο, είναι δε συνηθέστερο σε άτομα που δεν έχουν κάνει σεξ κατά το πρόσφατο παρελθόν. Ενίοτε συνοδεύεται από άνοδο του αίματος στην κεφαλή ή από... άνοδο της κεφαλής. Περιττό να τονιστεί ότι η ασθένεια γνωρίζει άνθιση κάθε Άνοιξη και Καλοκαίρι...

Η λέξη προέρχεται από τον όρο «μουνί» που αναφέρεται στη γνωστή θηλυκή θεότητα που ρυμουλκεί πλοίο (σέρνει καράβι) και από τη κατάληξη «-ίαση» που δηλώνει ασθένεια, π.χ. ηλίαση.

(πραγματικό περιστατικό)
Το πρωί στο Πολυτεχνείο:
- Τι έχεις ρε φίλε και είσαι αποσυντονισμένος;
- Άσε ρε Μήτσο, τι είναι αυτά που κυκλοφορούν; Δε μας λυπούνται καθόλου; Μουνίαση έπαθα πάλι όταν ερχόμουν! Έχω και μέρες να γαμήσω...
- :-))))))))))

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και ξερόπουτσα. Πρόκειται για τη συνουσία -συνήθως σύντομη- που περιλαμβάνει μόνο πούτσα σε μουνί (άντε και σε κώλο, σπανιότερα), χωρίς προκαταρκτικά. Ούτε πίπες, ούτε γλειφομούνια, ούτε δαγκωνιές, ούτε τίποτα... Για τους βιτρινιάρηδες, το κλασικό γαμησάκι του μπουρδέλου.

Εγώ, φίλε, δεν γουστάρω ξερόπουτσες. Θέλω το γλειφομούνι μου, θέλω πρόστυχα λογάκια στ' αφτάκι κ.λπ. Κατάλαβες, μανάρι μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωκτάρης, πρωκτάρα: Μπούστης που είναι πρωτάρης στο σεξ.

Υπάρχει και το θηλυκό πρωκτάρα, που είναι η κοπελιά που τον παίρνει από πίσω για πρώτη της φορά.

  1. - Μίλτο μου, είμαι πρωκτάρης, γι' αυτό με το μαλακό!

  2. - Γιώργο μου, είμαι πρωκτάρα, δεν τον έχω δώσει αλλού, να το ξέρεις. Μόνο για σένα το κάνω, αλλά πρώτη και τελευταία. Εντάξει Γιωργάκη μου;
    - Καλά, καλά, φά' τον τώρα και βλέπουμε. (της τόνε βάζει) - Μωρή, εδώ μέσα χάνεις καρπούζι ολόκληρο. Τι πρωκτάρα και μαλακίες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αποδίδεται στον Γεώργιο Καραϊσκάκη λίγο πριν πεθάνει, ενώ έχει δεχθεί βόλι, μάλλον εκ των ενόντων και όχι από απέναντι.

Το μοιραίο επήλθε ενώ ήταν ταμπουρωμένος στην ομώνυμη πλατεία στον Πειραιά από όπου βάραγε απέναντι το μοναστήρι του Άγιου Σπυρίδωνα του Δράκου όπου ήταν ταμπουρωμένοι οι τούρκοι.

Μαζί του ήταν και Στρατηγός Μακρυγιάννης, ο οποίος μη κοιτάτε τα απομνημονεύματα του! είχε και αυτός ένα βρωμόστομα, άλλο πράγμα.

- Στρατηγέ σε φάγανε με μπαμπεσιά ; - Άμα αποθάνω, θα μου κλάσετε τον μπούτσον, ώρε γομάρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο εξόχου γκαντεμιάς, κωλοκατάστασης και εν γένει ανεπιθύμητων εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα και τομείς (π.χ. σχέσεις, εργασία, στρατό, τροχαίες παραβάσεις καιτελειωμόδενέχει...)

Εβραίος χρησιμοποιείται στο στρατό για φαντάρους μουλτιπιπωμένους, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει στα καλά καθούμενα, απροειδοποίητα και καθ'εξακολούθηση.

Να μην συγχέεται με τον Μητσοτάκη, σπανίως η γκαντεμιά του τσιμπουκομαγνήτη φέρει παράπλευρες απώλειες, είναι επί το πλείστον αυτοκαταστροφική.

Αντίθετο του κωλόφαρδου!

  1. - Τί'ν'αυτός ο Λάκης ρε, δέκα αυτοκίνητα παρκαρισμένα παράνομα, μόνο το δικό του έγραψε η τροχαία.
    - Τσιμπουκομαγνήτης, λέμε, τσε βάλε!

  2. - Πάλι τιμωρημένος ο Καραμήτρος; Τί έγινε;
    - Τι να γίνει, κοιμόταν στο σκοπέτο.
    - Από πίπα σε πίπα τον πάει ή μου φαίνεται;
    - Έλα ρε, διάσημος τσιμπουκομαγνήτης το παλουκάρι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified