Selected tags

Further tags

Γυναίκα που επιμένει ότι η Ερεσός είναι η καλύτερη παραλία του κόσμου, και δεν δέχεται κουβέντα επ' αυτού.

Στην μαστορική διάλεκτο, το τριβίδι είναι το εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη λείανση κάθε επιφάνειας (ξύλο, σοβάς, πλαστικό κλπ). Στην σλανγκουάζ περίπτωσή μας όμως, αναφέρεται στην τριβή δύο αιδοίων, για την παραγωγή θερμοσεξουαλικής ενέργειας.

-Ωραίο κομμάτι η κοπελιά απέναντι. -Άσε με μωρέ. Τρεις ώρες την χαλβάδιαζα χθές, νόμιζα ότι πήγαινα καλά, και άξαφνα, μου σκάει το παραμύθι...
-Ποιο παραμύθι;
-Ότι είναι λεσβία. -Το μανουλομάνουλο τριβίδι ρε Φόντα; Ρε μπας κι ήθελε να σε ξεφορτωθεί ρε κακόμοιρε. Αυτή ακουμπάει τον πάγκο και αφήνει ορμόνες ρε...
-Ναι, λίγη τεστοστερόνη την αφήνει όσο να'ναι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της ερώτησης «Τι έγινε όσο έλειπα; Είχαμε τίποτα επιτυχίες; Κανα κέρατο; Ποια γαμήθηκε με ποιόν; Ποιος γάμησε ποια;»

Τα μουνιά αποτελούν τα λέλουδα ενός φανταστικού μποστανιού, το οποίο εμείς (στα όνειρά μας) ως κηπουροί τα ποτίζουμε, δηλαδή τα περιποιούμαστε αναλόγως. Και ως γνωστόν, τα λέλουδα θέλουν πότισμα κάθε μέρα, οπότε όταν πάμε διακοπές, κανονικά πρέπει να αφήσουμε κάποιον στο πόδι μας.

Η έκφραση λέγεται, όταν για κάποιο λόγο απουσιάσαμε ένα εύλογο διάστημα από το κουρμπέτι, ή στην περίπτωση που αργήσαμε να κατέβουμε το βράδυ, και αναρωτιόμαστε αν χάσαμε κάποιο επεισόδιο.

Βεβαίως η συγκεκριμένη έκφραση, αποτελεί επίσης ένεση αυτοπεποίθησης, αφού παρουσιάζουμε τον εαυτό μας ως τον σουπεργαμάω, τον μοναδικό κηπουρό των διψασμένων για νερό θηλυκών ορέξεων. Και λέγε λέγε, μπορεί να το πιστέψουμε...

- Βρε καλώς το Μαρκάκι! Πώς τα περάσαμε στας εξοχάς;
- Ας τα λέμε καλά, αλλά εμένα άλλο με ανησυχεί... Ποιος πότιζε τα μουνιά όσο έλειπα, δεν ξέρω.
- Εδώ, όλη η παλιοπαρέα. Καλέσαμε και κάτι τύπους από το καφενείο, γιατί εμείς οι τρεις δεν τα καταφέρναμε μόνοι μας. Απορώ πως τα βγάζεις πέρα εσύ;

(από electron, 31/08/09)(από patsis, 01/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα προκοφτικά είναι τα γαμησιάτικα που πληρώνει ο ιδιοκτήτης της κατσίκας, στον ιδιοκτήτη του τράγου.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα προκόβω, που σημαίνει πάω μπροστά, τα καταφέρνω.

Από την αρχαιότητα είναι γνωστές οι άκατάσχετες ορμές του συγκεκριμένου ζώου (βλέπε σάτυρους, οι οποίοι απεικονίζονται με πόδια και ουρά τράγου, και ήταν τα σύμβολα γονιμότητας). Και αν έχετε πλησιάσει (έστω και στα δέκα μέτρα) τράγο, σίγουρα θα αναρωτηθήκατε τι είναι αυτή η εσάνς που αναδύεται από αυτό το ζώον. Ε, λοιπόν ήρθε η ώρα να μάθετε. Είναι η μυρωδιά του σπέρματος του τράγου, η οποία εκτός από αποκρουστική ταξιδεύει γρήγορα και πολύ μακριά.

Η μοναδική χρησιμότητα του τράγου, όπως και κάποιων άλλων αρσενικών (βλέπε κηφήνες, αράχνες)* είναι η ικανότητα να καθιστούν σε ενδιαφέρουσα τα θηλυκά. Με αποτέλεσμα, στην περίπτωση του τράγου, α) την διαιώνιση του είδους, β) την συνεχή παραγωγή γάλακτος από τα θηλυκά του είδους για την παραγωγή ωραίων εδεσμάτων, όπως η φέτα, η παρμεζάνα, το μπρι και το καμαμπέρ.

Ως εκ τούτου, ο κατσικοκτηνοτρόφος δεν θέλει να έχει ένα ζωντανό που αναστατώνει το κοπάδι (αφού ο τράγος δύναται να γαμεί όσες ώρες είναι όρθιος) και που, όταν γαμεί πολύ, μετά τρώει τον αγλέορα (έξοδα, έξοδα). Εκεί ακριβώς, ένας άλλος χωριανός βλέπει ευκαιρία για business. Χωρίς να χρειάζεται χωράφια και χαϊ τεκ εγκαταστάσεις, αγοράζει έναν τράγο (φτηνά) και τον πηγαίνει όπου χρειάζεται. Δηλαδή ο ιδιοκτήτης του τράγου είναι ένας νομιμόφρων νταβατζής, και μάλλον ο ιδρυτής του επαγγέλματος. Το κέρδος του εν λόγω μπίζνεσμαν είναι το σύνολο των προκοφτικών, μείον έξοδα συντήρησης, μείον κεφάλαιο αγοράς ζωντανού.

Στη slangική τους μορφή, τα προκοφτικά αποτελούν το τρόπαιο των αρσενικών για την τέλεση της πράξης.

  • όλο το αρσενικό γένος πρέπει να διαμαρτυρηθεί για την κατάσταση αυτή!!! Τα αδέλφια μας, που έχουν πιάσει το νόημα της ζωής (όχι πια φίλοι, μόνο sex) μαρτυρούν στα αναχώματα της ηδονής (κηφήνες, αρσενικές αράχνες) ή υφίστανται κακομεταχείρηση (τράγοι) από τα μητριαρχικά καθεστώτα του ζωϊκού βασιλείου.

- Ακόμα δεν παντρεύτηκες και χάθηκες ρε Μαρκάκι. Δηλαδή, άμα κάνεις και κανά παιδάκι, θα σε βλέπουμε τας κυριακάς, τας αργίας, και χρόνια πολλά τον Αύγουστο.
- Άσε και με έχει πεθάνει η γυναίκα μου. Θέλει να κάνουμε παιδί γρήγορα και κάνουμε υπερωρίες. Έχει αναστενάξει το κρεββάτι. Δεν με άφησε να δω και το ποδόσφαιρο, ζω ένα δράμα.
- Ναι, αλλά δεν σε βρίσκω καθόλου κομμένο από την προσπάθεια.
- Οι γυναίκες ξέρουν τι κάνουν. Με ταΐζει οστρακοειδή και ξηροκάρπια όλη την ώρα. Και για πρωϊνό, μαρμελάδες, τσουρεκάκια και άπειρους χυμούς....
- Τα προκοφτικά σου δηλαδή τα παίρνεις σε είδος!!!

(κάγκουρας #1): - Μιλάμε χθες της άλλαξα τον αδόξαστο. Πολύ το φχαριστήθηκα.
(κάγκουρας #2): - Μπράβο ρε Μήτσο!
(κάγκουρας #1): - Πού να σου τα λέω, την ξεθέωσα σου λέω. Και ήθελε και άλλο. Μέλι έχω; Μιλάμε παραλίγο να την κόψω στα δύο, με τα κόλπα που της έκανα.
(μπαρμπέρης 60+): - Για γυναίκα μιλάς ρε μικρέ; (κάγκουρας #1): - Ε γιατί θα μιλάω κυρ Σωτήρη, για την μπέμπα του αδελφού μου, που δεν μου τη δίνει ο μαλάκας;
(μπαρμπέρης 60+): - Εάν της έκανες όσα λες, να πας να εισπράξεις τα προκοφτικά σου από τον πατέρα της ρε Καζανόβα του γλυκού νερού!

(ο δεύτερος διάλογος είναι πάνω κάτω πραγματικός)

(από electron, 30/08/09)(από electron, 30/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κασέρι μπορεί να σημαίνει:

  1. Τα μετρητά χρήματα εκ του αγγλικού cash, βλέπε τον άλλο ορισμό και κασερόπιττα.

  2. Το χασίς.

  3. Την ουρδική ουσία που σχηματίζεται στον πέοντα λόγω απλυσιάς και η οποία μοιάζει με τυρί, είτε κασέρι είτε φέτα, είτε κεφαλοτύρι.

  4. Παραπλησίως λέμε χύνω κασέρια όταν φεύγουν τα χοντράδια, δηλαδή όταν υπάρχει εκσπερμάτιση μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά και γενικότερα όταν χύνεται μεγάλη ποσότητα σπέρματος, ή και μεταφορικά για πολλαπλούς οργασμούς.

Η λέξη είναι τουρκική.

  1. Υπερήλικας Σλάνγκος από αυτούς που αποτελούν την πλειοψηφία του σάιτ:
    Καλά μιλάμε κάναμε σεξ χτες με την Λυσισλάνγκη μετά από χρόνια, και μιλάμε έχυνα Έμενταλ! Φίλος: Έμενταλ; Μιλάς με γρίφους, γέροντα.
    Σ.: Τώρα δεν είμαι και σίγουρος... Έμενταλ ήταν; Γραβιέρα, ροκφόρ; Γιατί έχω και μια ασθένεια που λέγεται κασέρι.

  2. Ό,τι κασέρι έχει το τρώει σε κασέρι.

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Καυλώστρα ή καβλώστρα.

Πρώτα από όλα, καμία σχέση με την ξαπλώστρα.

Η καβλώστρα έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Ηλικία από 17 ως 22 (άντε και 25 αν μικροδείχνει),
  • Κορμί φιδίσιο νεανικό (ουχί παχουλό).

Η καβλώστρα είναι:

  • Τσαχπινογαργαλιάρα, έχει μια καβλιάρικη στάση, έναν καβλιάρικο και πολλά υποσχόμενο τρόπο ομιλίας, και αφήνει υπονοούμενα στο φλου.
  • Ελαφρώς, αλλά πάντα ενδεδυμένη. Πρέπει να ρίξει καναδέζικο χιόνι για να καλύψει τον ομφαλό της και τα μπούτια της. Αλλά πρέπει να βρεθεί στην Σαχάρα για να κατεβάσει με ευκολία το κιλοτάκι της, παρουσία αρσενικού θηρευτή, που να μην είναι ίδιος ο Σάκης,
  • Ολίγον έξυπνη, ώστε να καταλάβει την δύναμη που κρύβεται στην τρύπα που κείται 20 πόντους από την τρύπα που δημιούργησε το κόψιμο του πλακούντα,
  • Ολίγον τολμηρή, διότι πειραματίζεται με τα κιλοπόντ της εν λόγω δύναμης, όχι σε ινδικά χοιρίδια αλλά στους ανυποψίαστους καυλωμένους,
  • Oλίγον φαντασμένη, διότι το φυλάει για τον πρίγκιπα, ενώ αυτό βράζει σαν καζάνι, και ως γνωστόν στην βράση κολλάει το σίδερο, και τους πρίγκιπες τους έσφαξαν οι προλετάριοι στις αρχές του αιώνα,
  • Oλίγον χαζή, διότι αν δεν καθαρίζεις το πουρί συχνά, δεν μαθαίνεις ποτέ την τέχνη του καπνοκαθαριστή (που μου’ ρθε πάλι αυτό;), οπότε γίνεται,
  • Χάλια στο κρεβάτι (από ό,τι μου λένε).

Συνήθως το συγκεκριμένο είδος απαντάται σε γκρουπ άνω των δύο. Η εξήγηση είναι εύκολη. Την κρίσιμη στιγμή, η καβλώστρα χρειάζεται δικαιολογία να την σκαπουλάρει, οπότε βρίσκει δικαιολογία τις φίλες της. Γι αυτόν το λόγο δεν βγαίνει ποτέ ραντεβού μόνη της!

Bonus track: Μετεξέλιξη [i]καβλώστρας[/i] Σε περίπτωση που δεν ξυπνήσει από το όνειρο που ζει η καβλώστρα γίνεται μετά από τα 25:

  • Εύκολη γκόμενα (γιατί προσπαθεί to catch up) και κρύα στο κρεβάτι (διότι δεν το δούλεψε πολύ το θέμα όταν έπρεπε),
  • Κομπλεξική νοικοκυρά, διότι παντρεύτηκε κάποιον που στο παρελθόν δεν του έριχνε ματιά! και θα του κάνει και του μίζερου τη ζωή αθλία, με σχόλια του στυλ «εγώ περπάταγα και έτριζαν τα πεζοδρόμια...»

Ασίστ: Pavleas

- Ρε Αλεξάκι, τις είδες αυτές που μπήκαν στο μαγαζί; Τι κορίτσαροι είναι αυτοί;
- Άσ' τες αυτές. Αυτές είναι καβλώστρες. Μπαίνουν στα μαγαζιά για να αναστατώνουν, και μετά την κάνουν στο σπίτι μόνες. Δεν γαμιούνται με τίποτα!!! - Καβλώστρες, ξεκαβλώστρες, εμένα μου ανέβασαν το ηθικό. Κέρνα τις τρία σφηνάκια.
- Βρε γύρευε τη δουλειά σου
(πραγματικός διάλογος σε νησιώτικο μπαρ, εν έτει 1996)

Πρώτα από όλα, καμία σχέση με την ξαπλώστρα. (από Vrastaman, 28/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σούφρα είναι το χείλος του παχέος εντέρου σε slang γλώσσα. Σουφρίδα είναι ο ίδιος ορισμός.

Χρησιμοποιείται ανάμεσα σε προτάσεις για πιο βαρείς χαρακτηρισμούς.

Θα σου γαμήσω την σουφρίδα σου μαλάκα. (Κοινώς: Θα σου γαμήσω το κωλαράκι σου μαλάκα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξήγηση είναι προφανής. Όταν η σκατολογία συναντάει το χρηματοοικονομικό σύστημα! Φαίνεται ότι υπάρχει χαρτονόμισμα δικούραδο, όπως το δίευρω. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να αποστομωθεί κάποιος ξερόλας, ή κάποιος ενοχλητικός τύπος, ο οποίος έχοντας το θάρρος μας περιπαίζει λίγο παραπάνω.

(ξερόλας)
- Και, όπως σου έλεγα, οι Εβραίοι έχουν βαλθεί να ξεριζώσουν και να μειώσουν τους απανταχού Έλληνες, γιατί εμείς, ως έξυπνος λαός τους είμαστε εμπόδιο. Στο απέδειξα προηγουμένως. - Συμφωνώ, αλλά μήπως σου βρίσκονται ψιλά σκατά να μου χαλάσεις δυο κουράδες, με τους Εβραίους και τους Υπερέλληνες. Οι Εβραίοι ρε παπάρα φταίνε για τα χάλια μας;

(ενοχλητικός)
- Γιωργάκη, πού χάθηκες ρε φίλε;
- Σπίτι, δουλειές, ξέρεις.... εσύ Θάνο;
- Εγώ άκουσα ότι η Μαιρούλα σου 'χει βάλει τα δύο πόδια σ' ένα παπούτσι (μας πείραξε αυτό το σχόλιο, γιατί είμαστε και ανατολίτες, και γιατί o Θάνος είναι φίλος της Μαιρούλας, και την χαλβάδιαζε στο σχολείο).
- Μήπως έχεις ψιλά σκατά να μου χαλάσεις δύο κουράδες, γιατί βιάζομαι και η Μαιρούλα θα μου βάλει χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό τοις πάσι ταμπόν, ήτοι το μακρόστενο εκείνο ματζαφλάρι (βαμβακερό ή από συνθετική μετάξη) που τοποθετούν τα θήλεα στον κόλπο τους κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως, της περιόδου, όταν έρχονται οι Ρώσοι, όταν κάνει ντου ο Κόκκινος Στρατός, τις «δύσκολες μέρες του μήνα» (αυτό το τελευταίο κάργα politicalljy correct). Απορροφά αίματα και λοιπά υγρά.

Τίγκα σεξιστικός και πολιτικώς μη ορθός (άρα και κάργα σλανγκιάρικος) όρος, χρησιμοποιείται mostly από λαϊκάντζες, βαρύμαγκες, φορτηγατζήδες και λοιπά μπρουτάλ αρσενικά παλαιάς κοπής, που τους τρέχει η τέστο απ' τα μπατζάκια... Οι εν λόγω αγκαούγκες αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να προφέρουν λέξεις όπως «ταμπόν», «περίοδος», «σερβιέτα» και λοιπά κλασικά γυναικεία, φοβούμενοι μήπως δώσουν την εντύπωση πως ξέρουν κάτι παραπάνω. Πιστεύουν –έστω σε ένα βαθύτερο επίπεδο συνείδησης– πως άντρες και γυναίκες είναι δυο κόσμοι χωριστοί, πως ο συγχρωτισμός των φύλων και η μεταξύ τους επικοινωνία, είναι πράγματα περιττά, αν όχι επικίνδυνα. Μια αταβιστική νοοτροπία: αρκεί να θυμηθούμε στο σχολείο τι κράξιμο έτρωγαν όσοι έκαναν πολύ παρέα με τα κορίτσια. Στο βάθος όλων των ανδρικών φόβων βρίσκεται ο ευνουχισμός, που ελλοχεύει ως κίνδυνος όταν οι επαφές με το αντίθετο φύλο δεν περιορίζονται στις απαραίτητες γενετήσιες... Για να μην ξεχνάμε και το φόβο του Αρχέγονου Μουνιού που απειλεί να επανενσωματώσει όλα τα δημιουργήματά του δια της κατάποσης, επαναφέροντάς τα στην απόλυτη ανυπαρξία... Εξ ου λοιπόν και όλα τα αρσενικής προελεύσεως σλανγκικά μειωτικά ισοδύναμα: «μουνί» αντί «αιδοίο», μουνοβούλωμα αντί ταμπόν, περιοδόβρακο ή περιοδόπανο για τη σερβιέτα κ.ο.κ. Δαιδαλώδη και άκρως ερεθιστικά θέματα, επί μακρόν αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε πολλαπλά επίπεδα: κοινωνιολογίας-ανθρωπολογίας, κοινωνιοβιολογίας, ψυχολογίας-ψυχανάλυσης, γλωσσολογίας, λογοτεχνικής θεωρίας, gender studies, cultural studies κλπ.

Να μη συγχέεται το μουνοβούλωμα με το πορδοβούλωμα.

Εξελιγμένη μορφή μουνοβουλώματος είναι η κατά poniroskylo μουνόκουπα.

Βούλωμα-ταμπόν, μπορεί να μπει και στον πρωκτό, όταν σ' έχει πιάσει κόψιμο και πας κάθε τρεις και λίγο στην τουαλέτα για γκραφίτι. Το χρησιμοποιούν καμιά φορά οι μητέρες για παιδιά μικρής ηλικίας, όχι βέβαια στο Πρωκτικό Στάδιο, συνήθως σε παιδιά του δημοτικού. Τότε δεν γίνεται προφάνουσλυ λόγος για μουνοβούλωμα, αλλά για κολοκυθοβούλωμα, κατά τον παλαιό χρήστη ronso... Οπωσδήποτε θα υπάρχουν κι άλλες ονομασίες...

(στο μπαρ, συνομιλία σερβιτόρου και σερβιτόρας)
— Κώστα, πλληζ, κάλυψε για λίγο και τα δικά μου τραπέζια... Είναι η ώρα να πάω ν' αλλάξω ταμπόν... Στο 'χα πει κι από πριν, κάθε 8 ώρες το αλλάζω...
— Τώρα βρήκες ρε ούζο να πας ν' αλλάξεις μουνοβούλωμα, τώρα που έχει πέσει τέτοιο τρελό χώσιμο; Άϊντε τράβα και σβέλτα, μην κάνεις δέκα ώρες πάνω απ' τη χέστρα, θα σε καταπιεί στο τέλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη τριπλέτα ιδιοτήτων είναι ο καταπιεσμένος πόθος πολλών ετεροφυλόφυλων, μη πρεζάκηδων αριστερών και αναρχικών, οι οποίοι, στα νεανικά και παραγωγικά τους χρόνια, χτίζουν την κοινωνική τους υπόσταση και υπόληψη (και αναπαραγωγή, βεβαίως) πατώντας, -όπως γενικά η αριστερά / αναρχία στην Ελλάδα- σε δυο βάρκες: από τη μια στην προοδευτική αριστεροσύνη και από την άλλη στις παραδοσιακές αξίες και τα συστήματα «τιμής και ντροπής» που λένε και οι ανθρωπολόγοι.

Έτσι, ο μέσος άρρην αριστερός και αναρχικός ήταν και εν πολλοίς παραμένει μάτσο -αν και δηλώνει μη ομοφοβικός, δεν γουστάρει την ξεφτίλα της πρέζας και για ιδεολογικούς λόγους (που πολλές φορές είναι κεκαλυμμένη ατολμία, βεβαίως) και όλ΄αυτά συνδέονται και με το ότι (θέλει να) θεωρεί εαυτόν και να τον θεωρούν αδιασάλευτα μάχιμο στα μετερίζια των κοινωνικών αγώνων και βαθιά καταρτισμένο θεωρητικά. Άλλωστε η επίσημη αριστερή ηθική ήθελε τους κομμουνιστές πιο «ηθικούς» και αξιακά πατροπαράδοτους κι απ΄τους δεξιούς ακόμα σε πολλά, και «ιδιωτικά», θα τα λέγαμε σήμερα, θέματα.

Το σχετικό, καταστατικό υπαρκτικά, ηθικό άγχος του Έλληνα αριστερού, σε πολλές περιπτώσεις ατονεί με την πάροδο των χρόνων, ακόμα και αν ή ειδικά αν έχει επέλθει η κινηματική καταξίωση. «Αριστερό παρελθόν = δεξιό παρόν» λένε πολλοί και, αν και η συνέπεια στις στάσεις και τις ιδέες μέχρι το γήρας αξιολογείται θετικά, ο ηλικιωμένος αριστερός που συντηρητικοποιείται, απολαμβάνει και ενός σχετικού ακαταλόγιστου.

Το ακαταλόγιστο αυτό σε υπερβολική μορφή δοκιμάζεται από την τριπλή jouissance του λήμματος: μετά από μια ηλικία ή μετά από ένα βαθμό εγνωσμένης προσφοράς δεν έχει σημασία τι λες και τι κάνεις, τα ψωμιά σου τα 'χεις φάει, κι ό,τι απαγορευμένο κι αν δοκιμάσεις ή πεις, λογικά θα αντιμετωπιστεί με αμηχανία, αλλά και επιείκεια και γενικά ζμπούτσας.

Παρατηρήσατε ότι γίνεται η παραδοχή ότι η δεξιά έχει κι αυτή τη γοητεία και ηδονή της (πρβλ: ΔΑΠΑΡΑ, ΔΑΠΑΡΑ ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΤΣΕΓΚΕΒΑΡΑ).

[κλασικοί νεανικοί προβληματισμοί / διάλογοι αριστεροαναρχοπαίδων]

  1. - Τι λέει ρε αυτός ο Ντεμπόρ, τι γράφει ο άθρωπας, πώς την είχε δει έτσι;
    - Τι διαβάζεις;
    - Τον Πανηγυρικό...
    - Α ναι, του πότε είναι αυτό;
    - 1989 λέει...
    - Ε, καλά, κι εγώ μετά τα 60 δικέ μου πούστης, πρεζάκιας και δεξιός θα γίνω... (για την ακρίβεια όταν έγραψε τον Πανηγυρικό ήταν 58 - 59 και κατά δήλωση του ισόβια αλκοολικός)...

  2. - Τί' ν' αυτά που λέει ρε συ ο παππούς σου;
    - Τι ρε μαλάκα, έχει κάνει φυλακές, εξορία ο δικός σου, μην τον βλέπεις έτσι...
    - Ε, τώρα καρατζεφερίζει, φουλ όμως...
    - Ε, καλά, μ΄αυτά που τράβηξε, κι εγώ στην ηλικία του θα το γύρναγα ανοιχτά, πούστης, πρεζάκιας και δεξιός φίλε, να ρεφάρω...

Η ορίτζιναλ βερσιόν (από Khan, 21/12/13)(από Khan, 16/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φυσιολογική ιδιότητα του σπέρματος να λειτουργεί ως αόρατο μελάνι και να εμφανίζεται πλήρως όταν ξεραθεί. Αν έχεις χέρι (λέμε τώρα...), μπορείς να ζωγραφίσεις παπάδες στα μούτρα της γκόμενας, μόνο που θα πρέπει να περιμένεις να στεγνώσει το φρέσκο για να το καμαρώσεις.

  2. Κυνικός αφορισμός του απαισιόδοξου που γνωρίζει κατά βάθος ότι τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν είναι τόσο χάλια που να μην μπορεί να γίνει χειρότερο. Εφοδιασμένος με την υπομονή και την ψυχραιμία που του σφυρηλάτησαν άπειρες μαλακίες που τις πλήρωσε ακριβά, ξέρει ότι (τη δεδομένη στιγμή που παρουσιάζεται η ανάγκη της ως άνω τοποθέτησης) είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα για το μέγεθος και τις προεκτάσεις της μαλακίας που ειπώθηκε ή προέκυψε και γιαυτό δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία άλλων. Κυρίως όμως αντιμετωπίζει τη ζωή ολιστικά και γνωρίζει ότι, σε αυτόν τον κόσμο, τίποτα δεν είναι τόσο μικρό που να μην επηρεάζει πολλά άλλα, οπότε ποιος ξέρει τι έρχεται.

  1. — Πιτσιποπάκι μουου;...
    — Μμμμ;...
    — Αγαπουλινάαακι μου;;....
    — ΜΜΜΜΜΜ;...
    — Να, τώρα που σε έχυσα στα μούτρα, βλέπω ότι έχω πολύ λίγο σπέρμα... Λες να έχω κανένα πρόβλημα;
    — (χχχχχχαααααγχτφτουουου!!!....) Μην αγχώνεσαι καρδουλίνι μου... Η μαλακία όταν ξεραίνεται φαίνεται.

  2. — ...Και αφού με χώρισε που λες, για τον άλλον, ανέβασα και εγώ στο tonbernstube ένα βιντεάκι που πηδιόμασταν για εκδίκηση.
    — Ωχ! Ωχ! Και αυτή το έμαθε;
    — Την ίδια μέρα... Με πήρε, με έβρισε αλλά στα τέτοια μου... Έληξε.
    — Αμ δε... Η μαλακία όταν ξεραίνεται φαίνεται...
    — Γιατί;
    — Γιατι, μαλάκα, έχει πατέρα εισαγγελέα, ξάδερφο αστυνόμο και θείο δεσμοφύλακα... Σε βλέπω να αρμέγεις σαύρες στον Κορυδαλλό...

με την αρμύρα! (από anchelito, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified