Selected tags

Further tags

σούπω / σουπώ / σουπωγώ: Tο σούπω παίζει και ως σεξουαλικό υπονοούμενο:

Κοίταγμα με σέξι βλέμμα (ψιλοχαμηλωμένο κεφάλι, βλέμμα προς τα πάνω, μάτι μισόκλειστο και πονηρό χαμόγελο), χαρακτηριστική κίνηση «γκελ μπουρντά», κατέβασμα κάτω χείλους με νόημα και ψιθύρισμα με βαθιά φωνή «σούπω...».

Πηγή: Vrastaman, Mes, GATZMAN.

- Πστ! Κοπελιά! Σουπώ!

Δες και παράλειψη των να και θα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικά προερχέται από την χρήση (βαμβακερών κυρίως) πανιών, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες όταν είχαν περίοδο, πριν την ανακάλυψη των σύγχρονονων σερβιετών.

Τα πανιά αυτά τα τοποθετούσαν σε καζάνι με νερό που έβραζε (μετά την χρήση) και στη συνέχεια τα επαναχρησιμοποιούσαν... (μετά από 4 περίπου εβδομάδες ως γνωστόν). Αυτά ήταν τα μουνόπανα!!!

- Καλά μιλάμε οτι το πάρκινγκ είναι γεμάτο με μουνόπανα... Πάμε να βρούμε ένα πιό καθαρό μέρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το κλαπαρχίδης, είναι η -μούνα με διογκωμένα εξωτερικά χείλη αιδοίου. Θεωρείται σεξιστικώς ότι οφείλεται στην πολλή χρήση και ότι η κλαπομούνα είναι παρτόλα. Δεν έχει εξακριβωθεί σαφώς η σχέση με τα παλαμάκια. Αλλά στην εποχή του Pousti κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο!...

Μένιος: - Της αρέσει τόσο πολύ το σεξ μαζί μου, που να φανταστείς μετά χτυπάει παλαμάκια!
Γιώργος: - Απλά η Λάουρα είναι κλαπομούνα! Αχ βρε Γιώργο, το Φραπέ slangossip τό 'χει βούκινο, κι εσύ κρυφό καμάρι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπούτζα που προσφέρει μάσκα ομορφιάς.

Ιδέα Ιωνά.

Γκάτσμαν: Απ' όταν της έκανα μάσκα ομορφιάς, της άρεσε η μάπα της, βρήκε την αυτοπεποίθηση της, με έφτυσε και τα 'φτιαξε με ένα τζόβενο κι εγώ έμεινα με τον πλαστικό χειρούργο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια αγγλική λέξη, call-girl, που στα ελληνικά σλανγκίζεται με άλλη σημασία = το κορίτσι που δίνει κώλο. Πρβλ. πίναπ γκερλ, το.

- Να τηλεφωνήσουμε σε κανά call-girl;
- Ναι, αλλά να είναι κωλ-γκερλ και πίναπ γκερλ! Όχι ό,τι κι ό,τι!
- Δηλαδή, εσύ ακούς μόνο μπλακ;

(από Dirty Talking, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται ως παρεμφερής ορισμός με το δάγκωσα το καβλί μου όταν κάνει πολύ κρύο...

- Ρε συ ... πώς είναι ο καιρός έξω;
- Γάμησέ τα... δάγκωσα τα αρχίδια μου!!!!

New testicle eating champion crowned (από notheitis, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτέθηκα σε συνθήκες πολικού ψύχους. Σε τέτοιες καταστάσεις, πραγματοποιείται σύσπαση των μασητήρων μυών και σύγκλειση του οδοντικού φραγμού, κάτι που σε όλους μας αναδύει συνειρμικά τον μύχιο, αρχέτυπο φόβο του ευνουχισμού δια δαγκώματος της βαλάνου κατά τη διάρκεια της πεολειχίας.

Πάλι 2-4 με έβαλε σκοπέτο ο κοντοπούτανος και παίζανε κλακέτες τα σαγόνια μου απ΄το κρύο. Μιλάμε, δάγκωσα το καβλί μου.

(από iwn, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος, όπως προφέρονταν από τους κλεφταρματωλούς στα ηρωικά χρόνια της Ελ επανάστασης. Το λήμμα αυτό το συναντάμε πολύ συχνά στην ιστοριογραφία της εποχής και ιδίως σε αποσπάσματα ομιλιών των πρωταγωνιστών της Επανάστασης. Για παράδειγμα, ο Γ. Καραϊσκάκης, γνωστός για την αθυροστομία του, φέρεται να έχει πει «... η μάνα μου ... θα έχει φάει ίσαμε χίλιους μπούτζους.» Επίσης, στα νεώτερα χρόνια, σώζεται η αναφορά του υπαστυνόμου Κιλκίς Ι. Πετράκη με ημερομηνία 4 Απριλίου 1927:

«Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης παρά την λίμνην της Δοϊράνης, εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε προς αυτούς «Σταθείτε, ρε πούστηδες, γαμώ το κέρατό σας» και αυτών απαντησάντων «Κλάσε μας τον μπούτζον», ούτοι απέδρασαν.»

- Στρατηγέ Μακρυγιάννη, ο Κιουτάγιας έστειλε γραφή να παραδοθούμε, 'τι θα φέρει κι άλλο ασκέρι να μας πάρει την πλάτη και τότες είμαστε χαμένοι.
- Θα μας κλάσει τον μπούτζον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο πούστης. Για όσους προτιμούν να λένε: «Η ώρα πήγε ένδεκα».

Μες στης νυχτιάς τη σιγαλιά
Δεν κελαηδούνε τα πουλιά.
Μόνο μια φωνή ηκούσθη:
Βρε τον πούσθη! Βρε τον πούσθη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified