Selected tags

Further tags

Έκφραση νέας εσοδείας, την οποία αλίευσα σε άρθρο της εφημερίδας Real News. Αναφέρεται σε κατάθεση νυν μοναχού, ο οποίος στο παρελθόν και σε μικρή ηλικία έπεσε θύμα των άρρωστων ορέξεων του παλαιοημερολογίτη πατέρα Νύφωνα, του πατέρα που κατηγορείται για ασέλγεια εις βάρος ανηλίκων.

Η έκφραση, σύμφωνα με κατάθεση του παθόντος, ήταν έμμεση αναφορά στη γενετήσια πράξη, η οποία καθ' ότι γλυκιά, παρομοιάζεται με το μέλι. Βλ. επίσης κεχρί.

Το λήμμα αποδεικνύει, ότι κάποιοι πατέρες είναι δραστήριοι όχι μόνο σε θέματα κτηματομεσιτικά, αλλά και σε γενετήσια, και δυστυχώς εις βάρος αφελών νέων.

  1. Απόσπασμα άρθρου της εφημερίδας Real News:

«Σύμφωνα με τον μάρτυρα, η ηγούμενος τού είπε ότι τον επισκέπτονται οι δαίμονες και τού ζήτησε να πάει στο κρεβάτι του για να προστατευτεί. Εκεί άρχισε να τον χαϊδεύει, λέγοντάς του ότι έτσι θα τού μεταδώσει την απάθεια. Για διάστημα περίπου ενός χρόνου με καλούσε τα βράδια στο κελί του για να μού δώσει το μελάκι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που γουστάρει να χουφτώνει ανδρικά κωλαράκια. (Σίγουρα έχετε έναν στην παρέα σας!)

- Ρε τον παλιο-κωλόμπο το Γιάννη, όλο τον κώλο μου πιάνει..!

(από Vrastaman, 18/03/09)Μας τον έπιασε σε βάθος χρόνου (από Vrastaman, 18/03/09)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπα, κωλομπαράς, κολομπαράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Αυτός που αυνανίζεται. Αλλιώς παιξοπούλης ή τραβομαλακίας.

Χουφτιάρης από χουφτιάρη όμως διαφέρει. Κατηγορίες:

  • Ο χουφτιάρης από ανάγκη: έχει να δει πεϊνιρλί από τότε που είχε πάει στη Δροσιά και έφαγε. Δεν του κάθεται καμία, δεν έχει καμία επιτυχία στο άλλο φύλο, γι'αυτο καταφεύγει στην παλιά αγαπημένη. Τη χούφτα.
  • Ο χουφτιάρης από επιλογή: Έχει φάει φρίκες με γκόμενες, είναι ανώμαλος, βαριέται να βγει έξω. Για κάποιον λόγο αυτός ο τύπος χουφτιάρη προτιμά την «προπόνηση», απ' τον πραγματικό αγώνα.
  • Ο χουφτιάρης από άποψη: Θεωρεί την μαλακία στάση ζωής και ξέρει όλα τα μυστικά της. Είναι μερακλής χουφτιάρης, θα βάλει το ποτάκι του, θα κάνει το τσιγαράκι του, θα βάλει τσόντα στο dvd, θα χαμηλώσει τα φώτα και θα του δώσει να καταλάβει. Αγαπάει τη μαλακία, δεν υπάρχει καν σαν ενδεχόμενο στη ζωή του το σεξ. Γράφει ερωτικά γράμματα στη χούφτα του, της παίρνει δώρα και την πάει ταξίδια. Ένας πραγματικά ερωτευμένος χουφτιάρης, ένας ορκισμένος σολίστας, ένας επαγγελματίας μαλάκας.

-Ρε συ, δεν μου κάθεται καμία... έχω καταντήσει μεγάλος χουφτιάρης!

-Ρε, σε ποιόν γράφει το ποίημα αυτός;
-Στη χούφτα του ρε. Είναι χουφτιάρης από άποψη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα ικανοποίησης κατά τη διάρκεια του πιπώματος.

Δείχνει και την προτροπή για περαιτέρω τσιμπούκι. Συμπεριλαμβάνει τις εκφράσεις «Μπράβο!'», «Καλά τα πας!», «Συνέχισε έτσι!».

Ενδείκνυται η στάση της γυναίκας να είναι βαθύ κάθισμα και ο άντρας να είναι καθισμένος σε μία καρέκλα με τα χέρια περασμένα πίσω απ' το κεφάλι (το πάνω).

Σε μία εταιρεία η γραμματέας τρώει ένα τσιμπούκ λουκούμ:
Διευθυντής: -'Εεετσι!...-'Εεετσι!... (πολλές φορές)

(από nasos, 17/03/09)(από nasos, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως αποδεκτός και χρησιμοποιούμενος χαρακτηρισμός γυναίκας, η οποία επιδεικνύει εξαιρετικά δραστήρια σεξουαλική συμπεριφορά, χωρίς φόβο και πάθος.

Μεταφορικός χαρακτηρισμός από το ρήμα «ξεσκίζω», δια του οποίου τονίζεται η μανία και η επιθετικότητα με μοναδικό στόχο την τέλεση της ερωτικής συνεύρεσης.

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως «ξεσκίστρω». Βλ. και πουτσοξέσκιστρα, ξεσκί.

  1. Η ξεσκίστρα κατά τους αρχαιολάτρεις οπαδούς:

ΞΕΣΚΙΣΤΡΑ – ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΟΣ–Η

ΕΚ ΤΟΥ «ΕΚ» ΚΑΙ «ΣΚΙΖΩ». ΞΕΣΚΙΣΤΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΔΗΛΟΙ ΤΗΝ ΑΚΟΡΕΣΤΗΝ ΣΑΡΚΙΚΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΝ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΣ ΠΡΩΤΟΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΕΞΟΡΜΑΕΙ ΕΙΣ ΑΤΟΜΟΝ ΚΑΙ ΣΚΙΖΕΙ ΤΑΣ ΣΑΡΚΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΑΠΟΤΟΠΟΘΕΤΗΣΙΝ ΑΥΤΩΝ. «ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΟΣ» ΚΑΙ «ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΗ» ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΣ ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ.

  1. Περιγραφή με έντονο λυρισμό:

Έτσι και έγινε αφού κατάπιε σημαντική ποσότητα με τράβηξε στο κρεβάτι όπου αφού τις έγλειψα δάχτυλα των ποδιών τις γάμπες και τα μπούτια μου είπε να της κάνω «πινέλο» (βλ. και πινελάκι) στην κλειτορίδα. Χωρίς να το πολυκαταλάβω σε λίγο άδειαζα το δεύτερο φορτίο μου στα αχανή έγκατα του μουνιού της!
- Γάμα με όπως την ξεσκίστρα την αδελφή μου αγόοορι μου ααααα....
Χύυυνω.
Μετά γυρίζει στα τέσσερα και μου λέει :
-Από τον κώλο δεν το κάνω... θα σου κάνω όμως κάτι καλύτερο που το έχω κάνει σε όλα τα τεκνά και έχουν ξετρελαθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη ανωμαλιάρης αποτελεί ευθεία μετάφραση του αγγλικού όρου kinky.

Παράγεται από τη λέξη ανώμαλος [στερητικό «α» και το επίθετο ομαλός] και περιγράφει το άτομο που αρέσκεται να εφαρμόζει ή να παρακολουθεί ερωτικές σκηνές, οι οποίες παρεκκλίνουν του κανονικού - φυσιολογικού.

  1. Διάλογος ανωμαλιάρηδων:

- Ξέρει κανείς που θα βρω την σκηνή από την ταινία «Μη αναστρέψιμος» που την βιάζουν;
- Το ψάχνω αλλά δεν το βρίσκω γαμώτο. Και είναι γαμάτη σκηνή, ειδικά αν είσαι ανωμαλιάρης όπως εγώ.

  1. Διαδικτυακό σχόλιο:

Ήταν όμως η πρώτη φορά που μου άρεσε κάτι που έγραψα σ' αυτό το μπλογκ (στο παλιό μπλογκ μου άρεσα πάρα πολύ και επειδή δεν άντεχα άλλη αυταρέσκεια το κατέβασα να μην το βλέπω). Αλλά θα μου πεις κ εσύ τη βρίσκεις με ακούσματα lo fi...καλός ανωμαλιάρης και του λόγου σου.

(από Khan, 28/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό μεγάλο πρόβλημα της φιλοσοφίας που απασχόλησε και τον διάλογο Πρωταγόρας του Πλάτωνος είναι: Γίνεται ο πούστης ή γεννιέται; Υπέρ του δευτέρου συνηγορεί η έκφραση άμα είναι ξεκωλιάρης ο άνθρωπος. Υπέρ του πρώτου, η περίπτωση του Πέρι στο the Slang & the Restless, ο οποίος από κει που πηδούσε το Λίλιαν, την απόλυτη ονείρωξη, για τα μάτια του Βάγγελα βρέθηκε να τον παίρνει μέχρι κι από γερομπινέδες στην μαρτυρική μεγαλόνησο.

Για χάρη συμβιβασμού, έστω ότι υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πούστηδων, αυτοί που γίνονται κι αυτοί που γεννιούνται. Ο πούστης από κούνια είναι αυτός που γεννιέται. Αυτός που από μικρό παιδί δεν τον κούναγε η παιδική κούνια, αλλά αυτός κούναγε την κούνια, όντας ο ίδιος και η πρώτη κουνίστρα, κουδουνίστρα, λαϊστέρα. Αυτός που ήταν πιπίλας απ' όταν τού 'βαλαν για πρώτη φορά πιπίλα, κι η πρώτη λέξη που είπε ήταν στα γαλλικά: σουσέλ.

Λίλιαν: Μού 'ρθε ο Πέρι και μου κλαιγόταν ότι θυμόταν τώρα την αλλοτινή ευτυχία μας κι ότι αν δεν ήταν ο Βάγγελας που τον παρέσυρε στον στραβό δρόμο, καμία από τις τραγωδίες μας δεν θα είχε συμβεί...
Λάουρα: Τον πιστεύεις καημένη; Ο Πέρι είναι πούστης από κούνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το αιδοίον του ανδρός (clopy paste του ορισμού της πόσθης από το Λεξικό Σουΐδα).

Πόθεν πούτσες;

Ο δρόμος της πούτσου είναι μακρύς, αινιγματικός και συχνά στρωμένος με αγγούρια.

Το Λεξικό Μπαμπινιώτη θεωρεί την ετυμολογία αβέβαιη και αναφέρει δύο εκδοχές: εκ του αρχαίου πόσθη (το δέρμα που περιβάλει το πέος) ή εκ του σλαβικού butsa (εξόγκωμα, προεξοχή).

Το Λεξικό Τριανταφυλλίδη αντιθέτως εικάζει ότι ετυμολογείται εκ του Τουρκικού puç (σχισμή ανάμεσα στους γλουτούς) ή εκ του Ιταλικού puzza (βρόμα).

Δέον να σημειωθεί ότι στην εβραιογερμανική διάλεκτο Yiddish, ο πούτσος αποκαλείται putz (βλ. και putzinstitut) το οποίο πιθανώς να ετυμολογείται εκ του γερμανικού ρήματος butzen(στολίζω).

Πόσθη, butsa, puç, puzzo ή putz λοιπόν;

Σύμφωνα με την επιστημονική αρχή της οικονομίας, γνωστής και ως Λεπίδα του Όκαμ, όταν δύο ή περισσότερες θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη. Ωσεκτουτού, θεωρούμε ότι ο πούτσος ετυμολογείται εκ του πόσθη (πας πόσθων δε πουτσαράς) ενώ ο μπούτσος ετυμολογείται εκ του butsa. Εάν πάλι διαφωνείτε, ζμπούτσαμ!

Εν πάση περιπτώσει, είναι ηλίου φαεινότερο ότι έχει πέσει τρελλός διαπολιτισμικός / διασυνοριακός πούτσος ανά τους αιώνες για να υφίστανται τόσες ομοιότητες.

Βλ. το πέος για μια ενδελεχή και εμπεριστατωμένη καταγραφή του πούτσου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος (μεγεθυμένο ή μη) του μαύρου.

(Από τσόντα του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου)

-Έλα μανάρα μου να σου δείξω εγώ τι θα πει φιστίκι αράπικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λίγο-πιο-σλανγκ φτωχομπινές. Ή το επίθετο που προκύπτει απ' τον φτωχομπινέ. Επίσης: Φτωχομπινεδιάρικος, φτωχομπινεδιαρισμός.

Πτωχελένη είναι στα αρχαία το φτωχομπινεδιάρικο πουταναρειό.

(Από πρόσφατο λήμμα του Vrastaman, βλ. εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified