Selected tags

Further tags

Γυναικείο στήθος. Χρησιμοποιείται συχνά για μεγάλα γυναικεία στήθη.

-Ρε 'συ, κοίτα κάτι μπουρμπούλια που έχει αυτή!
-Ναι ρε 'συ, είναι τεράστια!!!!

Κωνσταντίνα Μπουρμπούλια (από Hank, 04/03/09)Από το Mondo Topless του θρυλικού Russ Meyer (από Vrastaman, 04/03/09)

Βλ. και σχετικό λήμμα βυζόμπαλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ σπάνιο ψάρι που συναντάται πάρα πολυ σπάνια στην παραλία της περιοχής Δουνέικα στο Νομό Ηλείας.
Προσοχή: Εάν τυχόν το συναντήσετε ποτέ, υπάρχει να σας μπει στο κώλο!

Πετράν και Αλέκος είναι καθ' οδόν για Δουνέικα.

Πέτρος:- Ρε μαλάκα τι ακούγετε «μπα μπα μπαπ» κατω απο το αμάξι;
Αλέκος:- Πουτσομούρες θα είναι ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.

Πέτρος: Πω, πω Νίκο κοιτά ένα μουνί!!!
Νίκος: Τι μουνί ρε Πετράν, σαν πουτσομούρα είναι!!!
Αλέκος: Από τα Δουνέικα θα είναι ρε!!!

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από τσόντα του Μεγάλου Γκουσγκούνη. Ήταν η μοναδική τσόντα στην οποία ο Δάσκαλος δεν είχε εξασκήσει τα σεξουαλικά του καθήκοντα. Όταν, λοιπόν, ένα γκομενάκι του ζήτησε ερωτική συνεύρεση και συνουσία, ο θρυλικός Γκουσγκούνης απάντησε:

Δε γαμώ κώλο που κλάνει και μουνί που κατουρεί
τήνε παίζω με το χέρι και την έχω καθαρή.

Επίσης, ο θρύλος της ελληνικής τσόντας, σε άλλη ταινία, είχε πει πριν μπει στο κουρείο:

Με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί.

Ατάκες του μεγάλου από διάφορες αισθησιακές-διαστροφικές ταινίες (τσόντες):

Βγαίνει ο Γκουσγκούνης από τη θάλασσα με μια γκόμενα. Αυτή βγάζει τη μάσκα της. Και ο μεγάλος:
-Βάλε τη μάσκα, γιατί θα σου πετάξω τα μάτια έξω!

Ο Γκουσγκούνης είναι με μια Αγγλίδα. Και του λέει αυτή: Fuck me. Και ο μεγάλος: Σκάσε μωρή μη σε γαμήσω!

Ο Γκουσγκούνης κανονίζει μια Γαλλίδα. Αυτή πάνω στον οργασμό του λέει tres jolie. Κι ο μεγάλος; Τι ζολί μωρή, ψωλή το λένε.

Σε μια τσόντα, ο σκηνοθέτης έχει πει στον Γκουσγκούνη να πει κάτι πριν γαμήσει, έτσι για εισαγωγή.
Γκουσγκούνης: Θες τυρί;
Γκόμενα: Όχι.
Γκουαγκούνης: Ε, τότε, δε μένει τίποτα άλλο, παρά να σε γαμήσω!

Ο Γκουσγκούνης κάνει τον πατέρα. Η κόρη, έχει φέρει μια φίλη της στο σπίτι. Μετά από μισή ώρα, ο Γκουσγκούνης ρωτάει τη φίλη της κόρης:
-Τον παίρνεις απ΄ τον κώλο;
-Μπαμπά, τι είναι αυτά που λες;
-Τα λέω για να σπάσει ο πάγος...

Είναι ο Μεγάλος στην παραλία, και βλέπει κάτι γκομενάκια. Τα ρωτάει:
-Από δω είσαστε;
-'Οχι, απ΄ τη Μυτιλήνη.
-Λεσβίες δηλαδή.
-Ε όχι και λεσβίες.
-Αποδείξτε το τότε!

-Γυναίκα, μαγείρεψες;
-'Οχι.
-Ε τώρα τη γάμησες!

-Ψωμί θες;
-'Οχι.
-Ψωλή θες;
-Ναι.
(και η συνέχεια επί της οθόνης)

Και το κορυφαίο. Σε μια τσόντα, είναι μία και παίρνει πίπες από το Μεγάλο. Εκείνος την έχυνε στο στόμα, αλλά εκείνη έφτυνε τα χύσια.
Γκουσγκούνης: Τι τα φτύνεις μωρή, κουκούτσια έχουνε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αντρικός όρχις. Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, τα παπάρια.

- Κώστα, μου δίνεις το αυτοκίνητό σου για το βράδυ.
- Τι το θες;
- Να, ήρθε ένας περίεργος σήμερα στο μαγαζί, και μου ζητούσε τις πινακίδες. Ρε φίλε, έχω που έχω ένα φιατάκι σαράβαλο, να μου πάρουν και τις πινακίδες... Αφού ρε φίλε εγώ έχω τρέλα με την οδήγηση, το ξέρεις.
- Και το δικό μου τι το θες;
- Να ρε, να πάω να το παρκάρω έξω απ' το μαγαζί, κι άμα έρθει αυτός ο τυπάς, να του δείξω τις δικές σου τις πινακίδες.
-Τα παπάρια μου πάρε ρε μαλάκα. Να με μπλέξεις και μένα στις μπαγαποντιές σου θες ρε; Ουστ!

Ο Ζουράρις θεωρητικολογεί (από HODJAS, 22/06/10)(από HardcoreGR, 16/01/12)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκό σε σκληρή μορφή με μικρό χερουλάκι και πολύχρωμα σχέδια, η τρελή χαρά των οδοντιάτρων. Και στέκει σεξιστικά επίσης. Βλέπε μπανάνα και παγωτό χωνάκι.

ขนมที่ติดกับปลายไม้ - ταϊλανδέζικα
lollipop - ανγκλέζικα

  1. Εσύ όλη την ώρα με το γλειφιντζούρι πάνω-κάτω (πίπα) κι εμένα η μούρη μου χωμένη όλη την ώρα στο βαζάκι (στο γλειφομούνι)... Δε μας βλέπω καλά!!!!!! Γυναίκα...

  2. Και με ξύπνησε πάνω που ετοιμαζόμουν να γλείψω ένα γλειφιντζούρι ίσα με το...

  3. Σαν παιδάκι που κέρδισε ένα γλειφιντζούρι στο σχολείο: λες και κατάκτησε τον κόσμο.

  4. Τα παιδιά δεν τρώνε από το ίδιο πιάτο, ούτε γλείφουν το ίδιο γλειφιντζούρι.

  5. Όταν ο μικρός Τίμος άνοιξε με φούρια την πόρτα έτοιμος να κάνει πάλι τις σκανταλιές του, έμεινε με το γλειφιντζούρι στο στόμα.

  6. Ο νικητής κερδίζει ένα μαλλιαρό γλειφιντζούρι το οποίο θα παραλάβει από το τραπεζάκι της έδρας, από τον μαύρο κύριο με την κόκκινη μπλουζίτσα και το αστείο καπέλο.

  7. Οι μάνατζερ έχουν προτείνει τους ίδιους σε όλες τις ομάδες που ψάχνουν και περιμένουν ποιος θα... γλείψει πρώτος το «γλειφιντζούρι». Με άλλα λόγια: τίποτα, νούλα.

(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πάθηση αυτού που «τον παίρνει κι απ' τα αυτιά».

Κατά τον πατέρα του λήμματος, Αυτοκτονημένο, αφορά κυρίως σε παρθένες.

Τον ταλαιπωρεί μία χρόνια πουτσωτίτιδα τον Πέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμμοχάλικο: Αδρανές υλικό που χρησιμοποιείται κυρίως στην οικοδομική τέχνη. Σχετικά: χαλίκι, λατύπη, ψαμμίαση, γαρμπίλι. Το αμμοχάλικο είναι στερεό μίγμα που διακρίνεται σε χονδρόκοκκο και λεπτόκοκκο ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων από τους οποίους αποτελείται.

Σλαγκικά: Χρησιμοποιείται ως εμφατικό στην απειλητική έκφραση «θα σε γαμήσω», οπότε και η έκφραση παίρνει την μορφή «θα σε γαμήσω με αμμοχάλικο».

Βοηθητικά υλικά κατά την διείσδυση - κατάταξη:

Προς διευκόλυνση / μεγιστοποίηση της απόλαυσης: Ως γνωστόν σε περιπτώσεις διείσδυσης του πέους στο αιδοίο ή τον πρωκτό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν βοηθητικά μέσα (κρέμες, ζελέ ή η κλασική βαζελίνη) με σκοπό την ελάττωση της τριβής κατά την είσοδο, ώστε να αποφευχθούν οδυνηρά φαινόμενα που θα εμπόδιζαν τον δέκτη να συγκεντρωθεί στο απολαυστικό τμήμα της διαδικασίας. Με την βοήθεια της κρεμούλας, αυτός που τον τρώει τον ευχαριστιέται περισσότερο.

Προς πρόκληση δυσχέρειας / μεγιστοποίηση του πόνου: Αντιθέτως με τα προηγούμενα, στην περίπτωση χρήσης αμμοχάλικου, το επιδιωκόμενο είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση της τραχύτητας και της σχετικής τριβής, με συνεπακόλουθο την κορύφωση της αντίστοιχης οδύνης και την πρόκληση του μέγιστου πόνου στον αποδέκτη του καβλιού που απειλεί.

Άλλα υλικά με τα ίδια αποτελέσματα, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κυριολεκτικά ή να χρησιμοποιηθούν αντιστοίχως σε απειλή: γρέζια, σκλήθρες, γυαλόχαρτο.

Συνοψίζοντας, η προσθήκη του «με αμμοχάλικο» στην απειλή «θα σε γαμήσω» καθιστά ενήμερο τον αποδέκτη της φράσης ότι, όχι μόνο θα τον φάει, αλλά θα τον τσούξει, θα τον ματώσει, θα τον σκίσει, θα, θα, θα και γενικώς θα τον πονέσει όσο δεν παίρνει άλλο.

Και δεν το θέλουμε αυτό, δεν το θέλουμε α-α.

-Μου πήδηξες την γκόμενα ρε καριόλη; Το παραδέχεσαι έτσι ξερά; Θα σε γαμήσω, ρε σκατόπουστα, με αμμοχάλικο θα σε γαμήσω!!! Θα πεθάνεις ουρλιάζοντας και θα χέσω στον τάφο σου μετά ρε!!! (αρασέ / ζετέ / μπουκετέ / σάπισμα μέχρι να προλάβει ο ελεεινός να φύγει τρέχοντας κουτσαίνοντας για να μάθει να σέβεται)

Πού ξέρει κανείς τί κρύβεται πίσω από ένα αθώο πρόσωπο. Αυτουνού δεν του πονάει το εργαλείο ούτε με αμμοχάλικο. (από Galadriel, 28/02/09)To Λίλιαν με αμμοχάλικο (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τράβα καμιά μαλακία, όταν κάποιος σε πρήζει χωρίς λόγο. Συνώνυμο του χασίματος χρόνου.
Επίσης χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, για κάποιον που φαίνεται αγχωμένος και χρειάζεται εκτόνωση.

Πω, πω, η κατάσταση στο στρατό είναι τελείως τκμ.

Πάμε Ματσου Πίτσου (mrkr είσαι σπίτι ; Γιατί σε παίρνω και μιλας...). (από Vrastaman, 03/03/09)Ποποκατεπέτλ - ηφαίστειο καταπέλτης al dente!!! (από Vrastaman, 03/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κάπου βρίσκονται μόνο άντρες (βλέπε αρχιδαριό, σβερκαρία, καραπουτσαριό, ψωλαρία, αρχιδόκαμπος) οι οποίοι μάλιστα έχουν και άγριες διαθέσεις, όμως ελλείψει γυναικών το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να παίξουν ξιφομαχία με τους παργαλάτσους τους!

Βγήκε από γνωστό ανέκδοτο που δύο πισωγλέντηδες, μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνουν, αποφάσισαν να παίξουν ξιφομαχία με τις ψωλές τους... Τελικά ο ένας, κατάκοπος, αποφάσισε να παραδώσει τα όπλα λέγοντας: «Ουφ, κουράστηκα... Κάρφωσέ με!»

  1. - Ω ρε φίλε να είχαμε κανένα γκομενάκι τώρα να το παίρναμε και οι δύο...
    - Άσε, ξιφομαχία θα παίξουμε πάλι σήμερα!

  2. - Είχε κανένα πιπινάκι στο μαγαζί χθες, ή ξιφομαχία παίξατε πάλι;
    - Άσε φίλε, πουτσοπανήγυρος!

(από Khan, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified