Η πολύ κοντή γυναίκα, τόσο κοντή, που όταν κλάνει σηκώνεται σκόνη Πηγή: ανώνυμος θεσσαλονικιός ταξιτζής.
Άιντε μωρή κλανοσκονίστρα, το μίνι σε μάρανε!
Η πολύ κοντή γυναίκα, τόσο κοντή, που όταν κλάνει σηκώνεται σκόνη Πηγή: ανώνυμος θεσσαλονικιός ταξιτζής.
Άιντε μωρή κλανοσκονίστρα, το μίνι σε μάρανε!
βλ. και σκων' σκον'
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διδακτική παροιμία που απευθύνεται βασικά στον ντροπαλό άντρα, σε αγάμητους χαρακτήρες όπως ο κόκκορας του Αρκά, που βασανίζονται συνεχώς από το παράπονο γιατί οι γκόμενες προτιμούν τους μαλάκες, ενώ τα ωραία, ευαίσθητα, σοβαρά και προβληματισμένα άτομα μένουν στην απέξω. Παρομοιάζει δε αυτόν τον ωραίο πλην άπειρο και ντροπαλό νέο με τον ψαρά, ο οποίος τη στήνει έξω απ’ το νερό, ρίχνει την πετονιά του και περιμένει τα ψαράκια να μυριστούν το δόλωμα, να ’ρθούνε μόνα τους στο αγκίστρι, να το τσιμπήσουν και να γουστάρει κι ο ψαράς. Και υπενθυμίζει σ’ αυτό το ρομαντικό αιθερογάμονα τον παραδοσιακό ρόλο του αρσενικού στο ερωτικό παιχνίδι, που είναι αυτός του κυνηγού.
Ο αρσενικός πρέπει να τα ρίξει στη γυναίκα, να εκτεθεί, να της την πέσει, να την ψήσει, να της πει πως τη γουστάρει, να την πείσει ότι είναι ωραίος και αξίζει, να την καταφέρει τέλος πάντων, κι αν φάει χυλόπιτα να μην αποκαρδιωθεί και τα παρατήσει, αλλά να συνεχίσει. Να συνεχίσει με τη φίλη της, αλλά να επιμείνει και με την καριόλα. Ο δε ναρκισσευόμενος ωραίος που στην αυνανιστική του απομόνωση αναρωτιέται αν αρέσει και κρυφοκοιτάζει τις γκόμενες για να μαντέψει στο βλέμμα τους τον πόθο προς το άτομό του, ενόσω περιμένει άτολμος να του’ρθει το μουνί στο πιάτο, θα μείνει ο δυστυχής με την ψωλή στο χέρι. Νομίζω πάντως πως μέρος του νοήματος έχει θυσιαστεί στις ανάγκες του ιαμβικού δεκαπεντασυλλάβου. Στην πραγματικότητα το μουνί θέλει και κυνήγι, και υπομονή (το ψήσιμο που λέγαμε).
- Κοίτα ρε άτομο που γουστάρουν οι γκόμενες. Το Ρούλη το μαλάκα με το αϊκιού ραδικιού. Αυτό τον ηλίθιο που δυο λέξεις να πει δεν ξέρει, άσε που είναι και σιχαμερός με το λαδωμένο το μαλλί και την τσατσάρα στην κωλοτσέπη. - Το ψάρι θέλει υπομονή και το μουνί κυνήγι δικέ μου. Μαλάκας ξεμαλάκας, ο Ρούλης είναι παίκτης και αγωνιστής, γι’ αυτό γαμάει τις ωραίες γκόμενες. Εσύ που τις αρχίζεις στη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση, όταν δηλαδή δεν καταπίνεις εντελώς τη γλώσσα σου, πώς περιμένεις να σταυρώσεις γκόμενα;
Got a better definition? Add it!
Γαμάω κώλο, σοδομίζω.
Υποβάλλω τον ύποπτο σε ενδελεχέστατη σωματική έρευνα, χωρίς ν’ αφήσω όχι σπιθαμή που λέει ο λόγος, αλλά ούτε χιλιοστό που να μην ψάξω.
Μ’ έχει αρρωστήσει η πουτάνα. Έχει την πιο πρόστυχη κωλάρα που έχω δει στη ζωή μου και δεν τη δίνει. Αν δεν της πάρω τα κωλοτρυπιδικά της αποτυπώματα να μη με λεν Βαγγέλα.
Στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης τα κάναν όλα φύλλο και φτερό, μόνο τα κωλοτρυπιδικά αποτυπώματα που δε μας πήραν.
Got a better definition? Add it!
Εμφατικώς η ιδιότητα του να είσαι ομοφυλόφιλος.
Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: ο όρος είναι σπάνιος. Τον συνέλεξα από τη νέα ταινία του Νίκου Περάκη Λούφα και Παραλλαγή. Σειρήνες στη Στεριά, ενώ δίνει και λίγα χτυπήματα στον γούγλη. Το πλεονέκτημά του είναι ότι θυμίζει δεσποσύνη, Ρωμηοσύνη και δίνει μια κάποια αίγλη, ή περισσότερο μεγέθυνση, στην ιδιότητα του πούστη προς τον οποίον αναφέρεται.
και εν πάσει περιπτώσει, μικρά και σεμνότυφά μου όντα, ο Καβάφης ήταν και ΠΟΥΣΤΗΣ και η ΠΟΥΣΤΟΣΥΝΗ του επηρέασε το ΓΡΑΨΗΜΟ ΤΟΥ. (Εδώ).
ζητω η αριστερα και η πουστοσυνη!!!! (Εδώ).
ΑΝΤΙΛΑΛΟΎΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΥΣΤΟΣΥΝΗ ΣΟΥ
..μέχρι και τα ψάρια στη λίμνη της Λωζάνης το έχουνε τούμπανο (κι εσύ κρυφό καμάρι) (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για γυναίκες οποιασδήποτε ηλικίας, αν και ταιριάζει περισσότερο στις λιιιιίγο μεγαλύτερες...
Υποδηλώνει είδος γυναίκας που της αρέσει ιδιαιτέρως το ξενύχτι, το ποτό, τα μπουζούκια, το clubbing, το χέσιμο γενικότερα και ενίοτε = συχνά, επιδίδεται ιδιαιτέρως ευχαρίστως και χωρίς δισταγμούς σε ακόλαστα one night stand.
- Έλα ρε μαλάκα, πώς πέρασες το Σάββατο;
- Πωπω μαλάκα χέσιμοοοοοοοο... Πήγα στο shark, με τραπεζάρα και βρήκα την Ζέτα και καταλήξαμε σπίτι μου!!
- Ψωλάρα;
- Ναι ρε μαλάκα και την επόμενη μέρα μ' έλεγε αγάπη μου η βρωμο-κοπράνα!!
Got a better definition? Add it!
Η μυρουδιά που βγαίνει απ' το μουνί τις μέρες τις περιόδου. Πρόκειται για οξεία και διαπεραστική μυρουδιά που αποτυπώνεται σε ό,τι έρθει σε επαφή με το μουνί (παλιές σερβιέτες, κωλόχαρτα) και το γύρω χώρο (μπάνιο, κρεβατοκάμαρα κτλ.).
Προέρχεται απ' την αίσθηση που σου δημιουργείται ότι η γκόμενα έχει χώσει μέσα στο βρακί της παστό ψάρι που το χάλασε ο ήλιος και η πολυκαιρία.
Ρε Μαρία μάζεψε τα περιοδόβρακα σου γαμώ! Μας πέθανε η μπακαλιαρίλα σου!
Πω ρε πούστη! Τι ήθελα να μπω στο μπάνιο για χέσιμο; Με τέτοια μπακαλιαρίλα ποιο πιθανό είναι να ξεράσω...
βλ. και καμένο ντουί
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει δύσκολη κατάσταση την οποία καλείται κάποιος να αντιμετωπίσει ή εξευτελιστική ήττα/ταπείνωση από άλλον (σύνταξη: συνήθως με το ρήμα «πάω»).
Συναντάται και ως εξής για να τονιστεί το υπερθετικό της δυσκολίας:
1. πούτσα σούβλα και ξύλο
2. πούτσα σούβλα και ανηφόρα
3. πούτσα σούβλα και εμπλοκή
Είδες πόσα γκολ έβαλε ο θρύλος στην κούλα; Πούτσα σούβλα την πήγε.
Αύριο έχουμε διαγώνισμα στην ιστορία. Πούτσα σούβλα πάλι.
Τράκαρα το αμάξι και το μαστόρι μου ζητά δύο χιλιάρικα. Πούτσα σούβλα και ξύλο μαλάκα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σχήμα του σπέρματος πάνω στην πλάτη του θηλυκού μέρους στο πισωκολλητό ή παρά φύσιν έρωτα το οποίο λόγω της ερωτικής έξαψης και της άρνησης της κοπέλας να τελειώσει ο αρσενικός μέσα της τον παρακαλεί να τελειώσει με αυτό τον τρόπο. Πρόκειται για ευθεία (ή ευθείες, αναλόγως της έντασης) μικρού μήκους (5-15 εκατοστά) που αποτίθενται από το κάτω μέρος του γλουτού ή του ιερού οστού και φτάνουν μέχρι τον άνω γλουτό ή μέχρι και τους μεσαίους σπονδύλους. Συνήθως είναι ζεστές, λόγω της θερμαντικής - συντηρητικής λειτουργίας του οσχέου.
Εναλλακτικά: Ή λωρίδα, λουριδιά και λουρίδι (σπν).
- Καλά, φίλε, τέτοιο σεξ δεν έχω ξανακάνει στη ζωή μου. Αφού ξεκινήσαμε έτσι, φαινόταν ότι δεν θα τελείωνε με αγκαλίτσες το σκηνικό. Και όντως, την κέρασα καυτές λουρίδες στην πλάτη της...
- Μην κωλώνεις ρε μαλάκα, κέρασε την καυτές λωρίδες. Αυτές τις πρέπουν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τυπάκι που έχει μεταναστέψει σε ξένη χώρα, όχι αναζητώντας καλύτερη εργασία, αλλά επειδή γουστάρει να καμακώνει αλλοδαπές και να κάνει μεγάλη ζωή.
Κατ' επέκταση χαρακτηρίζει και κάποιον που πάει διακοπές σε πολυσύχναστα μέρη (Μύκονος, Πάρος κτλ.) προκειμένου να πηδήξει τουρίστριες (ο λεγόμενος πορνοτουρίστας).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
ή φλυγάρι. Το άκρο μέρος του πέους, το οποίο είναι το δέρμα που λειτουργεί ως κάλυμμα για τον φαλλό, η λεγόμενη πέτσα. Το μέρος αυτό αποτελεί το αντικείμενο που αφαιρείται κατά την περιτομή της Εβραϊκής θρησκείας. Η λέξη προέρχεται από ντόπιους πληθυσμούς της Στερεάς Ελλάδος και της Ευβοίας.
Όταν δεν έχω όρεξη, μου κρέμεται το πουτσοφλύγαρο σα μύξα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified