Γουτσιστικός χαρακτηρισμός του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου για το μουνίδιον και δη το τρυφερόν εισέτι άτριχον μουνέττον νεαράς τινος καυλόπαιδος ήτινι ο καυλοπυρέσσων εραστής αυτής της επιδεικνύει τι εστί βερίκοκο (ινσέψιο). Το έρεισμα της ποιητικής αυτής μεταφοράς είναι ότι όταν το τοιούτον άτριχον μουνέλον προτείνεται ιδίως προς σκυλογάμευσίν τινα (κατά την ιδιόλεκτον του ποιητού) η μουνοσχισμή αυτού ομοιάζει με την ραφήν του ομωνύμου καρπού. Το μουνί- βερίκοκο διά να λάβη την ονομασίαν αύτην δέον επίσης να είναι εξαιρετικά απαλόν όπως ο ομώνυμος καρπός καθώς και το άνθος της μαγνόλιας κατά τον ποιητήν. Η δε φέρουσα το τοιούτον μουνίδιον νεαρά κορασίς ονομάζεται καϊσοµούνα. Αγγλιστί: peach-pussy.

  1. Θέλω να μοῦ ξαναδείξηις τὸ μουνάκι σου... Εἶναι ἕνα θαῦμα!... Σὰν ἕνα μεγάλο ζουμερό βερύκοκκο!...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 150).

  2. Καὶ ἡ Ἀλκμήνη, μὲ τὴν πρόφασίν τοῦ ἀθώου παιχνιδιού, ὄχι μόνον ψηλαφοῦσε ἐνδελεχῶς καὶ γαργαλοῦσε ανενδότως, μὰ ἀκόμη (ὁσάκις ἠμποροῦσε, χωρὶς νὰ προδοθῆι) ἔτριβε- ναί, ναί, ἔ τ ρ ι β ε - γλυκύτατα καὶ επιμόνως τὸ διογκούμενον πολὺ φυλετικὸν βερύκοκκόν της, ἐνίοτε ἐπάνω άπὸ τὸ σωβρακάκι, ἀλλὰ ἐνίοτε συχνά, καὶ κατ' ἀπόλυτον προτίμησιν (κάθε φορὰν ποὺ τοῦτο ἦταν δυνατόν) καὶ κάτω ἀπὸ τὸ παντελονάκι της, ἔτριβε, ἔτριβε κ α τ ά σ α ρ κ α καὶ ὅσον δυνατὸν περισσότερον αὐτὸ τούτον τὸ φουσκωτὸν καὶ ἄτριχον παιδικόν μουνὶ τῆς νεαρᾶς Μαρίας, τοὐτέστιν τὴν έμαλάκιζε, κινοῦσα ἐξαισίως τὰ ἐπιτήδεια δάκτυλά της, ανάμεσα στὰ ἁπαλὰ ἐσωτερικὰ χείλη, στὰς τρυφερὰς νύμφας τοῦ μουνέττου της, καὶ, ἀκόμη περισσότερον, εἰς τὸ μικρὸν εἰσέτι, τότε, ἀλλ' ἤδη ἰσχυρὸν καὶ ἀπαιτητικόν της κλειτορίδιον, ἕως που ἡ Μαρία, φοβούμενη ὅτι θὰ τρελλαθῆι ἀπὸ τὴν ὑπερέντασιν τῆς φαινομενικῶς νευρικῆς, ἀλλὰ κατὰ βάθος καθαρῶς λαγνικῆς διεγέρσεώς της, ἱκέτευε μὲ ἀπόγνωσιν, ἐν μέσωι τῶν γελώτων της καὶ τῶν ξεφωνητών της, τὴν ἐξαδέλφην της νὰ σταματήσηι, ἐξαπολύουσα συχνὰ ἐπὶ τῶν κινουμένων εἰς τὸ μουνέλον της ἁβρῶν δακτύλων τῆς Αλκμήνης, ὁτὲ μὲν ὀλίγας, ὁτὲ δὲ πολλὰς σταγόνας οὔρων... (Τόμος 2, σ. 26).

Ιδεώδες φυλετικόν βερύκοκκον (από Khan, 11/01/15)Η ομοιότης είναι εμφανής. (από Khan, 11/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. βλ. κουμπί και παιδί-κουμπί

  2. η κλειτορίδα (μπαμπαδισμός)

  3. το ευαίσθητο σημείο κάποιου. Έννοιες:

α. θετική (βρήκε το κουμπί μου = με κάνει ό,τι θέλει. Πιθανόν να υπονοείται μεταξύ άλλων και το 2)

β. αρνητική (μου πάτησε το κουμπί μου, όπως λέμε «μου πάτησε τον κάλο», δηλ. «με χτύπησε εκεί που πονάει» με αποτέλεσμα να με τινάξει στον αέρα λες και ήμουν μηχάνημα και μου πατήθηκε ένα κουμπί και πήρα μπρος)

  1. πατάω τα κουμπάκια μου: Βαφκαλιζόμενος /-η με κάποια πρόχειρη παραμύθα, θέτω εν ενεργεία όλο το απόθεμα της ψυχραιμίας μου ώστε, όχι μόνο να μην ανοίξω το στόμα μου σε μια δεδομένη στιγμή (κατά την οποία τα έχω πάρει στην κράνα, αλλά δεν με παίρνει ή δεν θέλω να αντιδράσω), αλλά και να δείχνω κουλ ή, ακόμα χειρότερα, χαρούμενος /-η. Έκφραση εμπνευσμένη από την ηδονή που μας προσφέρει η τεχνολογία (όχι πάντα...) όταν, με το πάτημα ενός κουμπιού, ταχτοποιούνται όλα μια χαρά και γρήγορα-γρήγορα.

  2. Τα πλήκτρα ηλεκτρονικών υπολογιστών, συσκευών, κλπ. Εξ ου και κουμπάκιας, δηλ. ο τεχνικός που τα χειρίζεται (υποτιμητικό).

  1. - Μανίτσα μου, σ' αρέσει που σου χαϊδεύω το κουμπί σου;
    - ...

3(α). - Σ' έχει καταφέρει πάντως ο Σάκης. Πώς έτσι;
- Με αγαπά.
- Άντε μωρέ, σε αγαπά και αηδίες τώρα! Έχει βρει το κουμπί σου, αυτό είναι όλο.
- Ναι, επειδή με αγαπά.

3(β). Με το που μου το είπε αυτό, λες και μου πάτησε το κουμπί μου, μαλάκα. Τρελάθηκα! Μού 'ρθε να τον σκοτώσω, τον μουνίκακα...

  1. - Και πώς κρατήθηκες και δεν τού 'κανες τη μούρη κρέας;!
    - Είχα πατήσει τα κουμπάκια μου και χαμογέλαγα. Τι νά 'κανα, πες μου συ. Άν άνοιγα τον βόθρο θα ήμασταν στα κρατητήρια τώρα.

  2. Ρε κουμπάκια, ξεκόλλα και πάμε για καναγκαφέ! Τελείωνε!

(από electron, 02/10/09)(από electron, 02/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλη μια ονομασία για το αιδοίο θηλυκού τύπου Λίλιαν.

Ετυμολογείται από το radix ('ρίζα') όπως το έλεγαν στο άξεστο Λάτιο (το agresti Latio του Οράτιου). Το λατινικό radix μας δίνει το αγγλικό radish και το γαλλικό radis, 'ραπανάκι'. Το σγουρό δίνει μια διεθνούς αναγνωρισιμότητας αίγλη (πιανίστας Δ.Σγούρος).

Η συλλογή του γνήσιου σγουρού ραδικιού απαιτεί «τράβηγμα», δηλαδή κόπο, ή τον αντίστοιχο του κόπου αντίκρυσμα, αν κάποιος μας το προσφέρει «στο πιάτο».

Συγγενή ανταγωνιστικά είδη το καυλοράπανο, το ήμερο ραδίκι, αλλά και το αντίδι (ανάλογα με το μικροκλίμα).

-Λίλιαν μ'έχεις λολάνει
και θα φάω μεγάλη φρίκη
αν δεν ξηγηθώ φιστίκι
στο σγουρό σου το ραδίκι.

(από pavleas, 12/02/09)(από pavleas, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο.

1) Επειδή ρίχνεις ψήφο. 2) Επειδή κανείς δεν ξέρει τι θα βγει από την κάλπη. Το δεύτερο παίζεται στην εποχή των έξιτ poll, αλλά και των υπερηχογραφημάτων.

Με λίγη φαντασία παραπάνω και για τον κώλο για δύο παρόμοιους λόγους.

Ρίξ' την ψήφο αγόρι μου στην κάλπη! Ριξ' τη δαγκωτή, να βγάλεις αυτοδυναμία, να ολοκληρώσεις την τετραετία.

Όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης εμπνέεται από το σλανγκρ. (από Khan, 20/05/14)Στο 0.55. (από Khan, 26/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλειτορίδα.

Κοινώς αποκαλούμενο το γυναικείο όργανο που βρίσκεται κάτω από το σημείο στο οποίο ενώνονται οι «νύμφες» (τα μικρά χείλη του αιδοίου στα αρχαία, ενώ «άμβωνες» τα μεγάλα).

Εκτός από πηγή ηδονής, ενίοτε χρησιμεύει στο να ρίχνει και κλωτσιές -έτσι τουλάχιστον νομίζουμε ως λαός κατά τα φαινόμενα (βλ. έκφραση στο παράδειγμα 1).

Συνώνυμο: η γαργαλήθρα.

Η ανατομία στα αρχαία και το συνώνυμο είναι από το blog ΖΜΠΟΥΤΣΑΜ.

  1. Η γνωστή έκφραση που πιθανότατα προέρχεται από φαλλικό αποκριάτικο τραγούδι: «του μουνιού σου το γλωσσίδι μου 'ριξε κλωτσιά στ' αρχίδι»

  2. Από παρωδία ...ομηρικού έπους (πέους):
    «Της τρίβει ασταμάτητα το μακρουλό γλωσσίδι
    και μπαίνει-βγαίνει συνεχώς, γλιστράει σαν το φίδι»

  3. «Στη συνέχεια σφυροκόπησα το μακρύ γλωσσίδι του μουνιού της και κάρφωσα την άκρη της γλώσσας μου στην σφικτή της κωλοτρυπίδα» (από εχμ.. «φόρουμ»).

Εξιδανικευμένη βερσιόν. (από Vrastaman, 19/09/08)(από Khan, 24/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο από 'rear-view' οπτική γωνία.

Για να καταλάβει κάποιος την ακριβή έννοια του όρου, θα πρέπει να το δεί στην πραγματικότητα. Ένα super επιτυχημένο 'μύδι' επιτυγχάνεται ως εξής:

  1. Η γυναίκα πρέπει να φοράει μίνι
  2. Πρέπει να σκύψει να πιάσει κάτι από το έδαφος
  3. Σκύβοντας, τα πόδια πρέπει να είναι ενωμένα και να ΜΗΝ λυγίσει τα γόνατα
  4. ΔΕΝ πρέπει να φοράει εσώρουχο.
  5. Ο αναζητητής προέλευσης του όρου (δηλαδη ΕΣΥ) πρέπει να βρίσκεται ακριβώς από πίσω της και σε κάποια σχετική απόσταση

Αν όλα τα παραπάνω γίνουν με τη σωστή σειρά, τότε ο 'αναζητητής του όρου' θα μπορέσει να απολαύσει ένα υπέροχο μύδι.

Η εικόνα του αιδοίου σε αυτή την στάση θυμίζει έντονα το δημοφιλές οστρακοειδές, εξ' ου και ο όρος. Γι' αυτό:

(α) Τα μύδια είναι τόσο δημοφιλή και νόστιμα
(β) Θεωρούνται μεγάλο αφροδισιακό

Είχα την τύχη να ακούσω για πρώτη φορά τον όρο από έναν επίστρατο Θεσσαλονικιό - τελείως λαϊκό τύπο. Η στιχομυθία είναι πραγματική:

Είμαστε στην καρότσα μιας Καναδέζας και ο τύπος φοράει γυαλί μάσκα, με φραπεδιά στο χέρι και μπεγλέρι. Χαζεύουμε στο δρόμο, ώσπου ξαφνικά βλέπουμε Ρωσίδι να κάνει την κίνηση-μύδι. Ο τύπος πετάγεται απ'το κάθισμα σαν τρελλός (γνωρίζοντας το τι θα ακολουθούσε) και γουρλώνει τα μάτια λέγοντας:

- Μαλλλάκα...Κοίτα το μωρό! Φαίνεται το 'μύδι' της!!!
- Το ποιο;;;;;
- Το μύδι ρε φιλλλαράκι, το μύδι!!!! Μωρρρροοό μου!!!!

Για του λόγου το αληθές! (από Vrastaman, 22/10/08)Όλο μέσα. (από Galadriel, 05/02/09)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified