Ο δήμαρχος Νικήτας Κακλαμάνης, κατά το «Ομέρ Βρυώνης», επειδή πριονίζει δέντρα. Βλ. για clopyright το λήμμα Νικηταράς ο Δενδροφάγος.
Ο Ομέρ Πριόνης πριόνισε και τον ελάχιστο πνεύμονα πρασίνου.
Ο δήμαρχος Νικήτας Κακλαμάνης, κατά το «Ομέρ Βρυώνης», επειδή πριονίζει δέντρα. Βλ. για clopyright το λήμμα Νικηταράς ο Δενδροφάγος.
Ο Ομέρ Πριόνης πριόνισε και τον ελάχιστο πνεύμονα πρασίνου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο Καρατζαφέρης, σημασιολογικώς αποκαλούμενος. Είναι αδιάψευστο γεγονός ότι το όνομα του ακραιφνούς Έλληνος πολιτικού μας προέρχεται από το kara = μαύρος, και cafer (αραβ. gafar) = μουσουλμάνος της αίρεσης των «τζαφέρηδων». Έτσι, πολλοί σλανγκίζοντες και πολλές σλανγκίζουσες τον αποκαλούν «Μαύρο Τζαφέρη». Το kara- εδώ είναι μάλλον επιτατικό, αλλά δεν αποκλείεται να αναφέρεται και σε χροιά δέρματος...
Παραλλαγή: Μαυροτζαφέρης
Από εδώ: «Όλα très banal… Κοντεύουμε να γίνουμε ανεπίστρεπτα χώρα βλαχογκλάμουρων. Χριστοφοράκος, Κυριάκος, πάλι Μητσοτάκης, Μαύρος Τζαφέρης, Λαζόπουλος, δικαστήρια, εισαγγελείς, μόνο στρατοδικεία λείπουν…»
Από εδώ: «Με δυο λόγια τους λέει ο Μαυροτζαφέρης… θέλετε να συνεχίσετε να τρώτε από το μέλι; Δώστε σε εμάς το βάζο· Με την ευκαιρία ας επιβάλλουμε τις απόψεις μας·»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στα καλιαρντά είναι ο πρωθυπουργός, ο πριμάτσος, ο πρωθύ, ο πρωκτυπουργός, ως πρώτος μεταξύ πολλών νταβάδων που μας βγάζουν στο κλαρί και μας εκμεταλλεύονται.
Got a better definition? Add it!
Αυτός, συνήθως αριστερός, που περιφέρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τη μελαγχολία του που ο κόσμος δεν αλλάζει ποτέ προς το καλύτερο προς την κατεύθυνση της ουτοπίας. Από το ομώνυμο τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκη.
Οι «καληνυχτοκεµαλάκηδες» δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να περιφέρουν τον αυτοθαυµασµό τους στις πλατφόρµες των social media. (Ντοκουμέντο).
Got a better definition? Add it!
Από το τουρκικό Çiftlik που σημαίνει αγρόκτημα, δηλαδή μια έκταση γης όπου λειτουργεί επιχείρηση εκμετάλλευσης γεωργικών, κτηνοτροφικών και συναφών καλλιεργειών. Πολύ γνωστό και τραγουδισμένο το Μπαξέ Τσιφλίκι (πλέον Νέοι Επιβάτες), περιοχή 25 χιλιόμετρα μακριά από την Θεσσαλονίκη. Μεταφορικά σημαίνει την πλήρη κυριότητα μεγάλης ακίνητης περιουσίας σε γη, αλλά και την αυθαιρεσία ή την έλλειψη αιτιολογίας σε απόφαση ή ενέργεια.
-τσιφλίκι μου είναι , ότι θέλω κάνω.
-τι το πέρασες εδώ? τσιφλίκι του πατέρα σου?
-ο τύπος είναι τσιφλικάς. Δεν ξέρει τι έχει.
Got a better definition? Add it!