Ο μεζές του πέους / πούτσου. Η γκομενίτσα που φοράει πλατφόρμες και ψηλοτάκουνα και πάλι στο 1,60 βρίσκεται. Η πολύ κοντή γκόμενα η οποία ίσως έχει όμορφο πρόσωπο ή αδύνατο σωματάκι αλλά παρόλ' αυτά διατηρεί ψευδαισθήσεις ότι μπορεί να γίνει μοντέλο, να βρει χορηγό κούκλο και δίμετρο μόνο επειδή της είπαν κάποτε ότι είναι γλυκούλα! Όταν είναι μόνη, της βγαίνουν όλα τα κόμπλεξ γιατί πολύ απλά ένα ωραίο προσωπάκι δεν αρκεί για να σε κάνει γκομενάρα στο 1,50. Καταλήγει πουτσομεζές για τους μερακλήδες επιβήτορες.

- Συγγνώμη αλλά μου αρέσουν οι άντρες από 1,90 και πάνω!
- Χαχαχαχα δεν το περίμενα ποτέ από πουτσομεζέ αυτό ειλικρινά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά που συνδυάζει σε μια σύνθετη λέξη δύο από τα τρία συστατικά στοιχεία του απόλυτου τριπτύχου πούστης, πρεζάκι και δεξιός ή αριστερός (ανάλογα με τα γούστα), βλ. και είμαι πούστης και πρεζάκιας. Η βρισιά δεν χρειάζεται να κυριολεκτεί, σημασία έχει περισσότερο η αναφορά στην διπλή jouissance του πούστη και του πρεζάκια, και λιγότερο αν ο αντίπαλός μας πράγματι έχει ένα ή και τα δύο από τα στοιχεία αυτά.

  1. Καμαρωστε τον πρεζοπουστα..... Αυτο εδω το πραγμα οι διαιτητες ΔΕΝ το τιμωρησαν με ντισκαλιφιε..... Απιστευτο; (Εδώ).

  2. Μολόγα ρε αλήτη, μην αρχίσουν οι φάπες, ΛΕΓΕ ΡΕ ΠΡΕΖΟΠΟΥΣΤΑ ΓΙΔΙ.. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πρώτος γιος του πατέρα του, ο οποίος έχει εξόχως ομοφυλοφίλικές τάσεις.

- Τα έμαθες; Πήρε υποτροφία για την Αμερική ο γιος του Τάσου!
- Ποιος, ο μικρός;
- Όχι ρε, αυτός ο λελούδιος, ο πρωκτότοκος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άξεστος χωριάτης. Περίπου συνώνυμο των μπουρτζόβλαχος και μπαστουνόβλαχος, μόνο που το σκατίβλαχος είναι πιο υποτιμητικό ακόμη, και ενέχει και την έννοια του βρωμιάρη.

Σχόλιο 1: Αυτή η λέξη είναι αρκετά παλιά. Πιθανολογώ ότι είναι παλιότερη από τα σκατίφλωρος και σκατίπουστα, και ότι επομένως έχει αποτελέσει το πρότυπο για το σχηματισμό τους. Σ' εκείνα τα λήμματα, ιδίως στο πρώτο, θα δείτε και τον προβληματισμό περί του ετύμου και της ορθογραφίας τους.

Σχόλιο 2: Τα περί Βλάχων, και πώς η λέξη έφτασε να σημαίνει τον άξεστο, ακαλλιέργητο, χωρίς τρόπους άνθρωπο, είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Ας αναφέρουμε εν περιλήψει ότι είναι μία [φυλή; εθνότητα; ομάδα;] με δύο βασικά κοινωνικά παρακλάδια: τους νομάδες και τους εγκατεστημένους. Οι νομάδες ήταν βοσκοί. Ως μη έχοντες μόνιμη κατοικία, επέσυραν επάνω τους όλα τα στερεότυπα του ανέστιου/φερέοικου, όπως και οι Γύφτοι. Οι εγκατεστημένοι αντιθέτως αποτελούν καύχημα για την Ελλάδα, ήσαν έμποροι με αξιόλογη δράση στην Ελλάδα και τις παροικίες, φορείς επικοινωνίας της τουρκοκρατούμενης χώρας με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πολλοί (π.χ. Αβέρωφ και Τοσίτσας) υπήρξαν μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, και τα λοιπά.

Όλα αυτά (και πολύ περισσότερα) είναι γνωστά. Εκείνο που δεν ξέρω αν έχει θιγεί πουθενά στη βιβλιογραφία είναι ότι στη διαμόρφωση του στερεοτύπου για τον άξεστο Βλάχο έχει παίξει σημαντικό ρόλο το θέατρο σκιών: ο Μπαρμπαγιώργος (ρουμελιώτης τσέλιγκας, θείος του Καραγκιόζη) είναι η κατεξοχήν καρικατούρα αυτού του τύπου. Παρόλο που ο ίδιος ως χαρακτήρας δεν είναι ακριβώς άξεστος, αλλά μάλλον απλοϊκός και τραχύς -ωστόσο τίμιος, γενναίος και κιμπάρης -, ο πονηρός Καραγκιόζης έτσι τον αντιμετωπίζει.

Σημειωτέον ότι ο Μπαρμπαγιώργος δεν είναι κυριολεκτικά Βλάχος: μιλάει ελληνικά, όχι βλάχικα (που είναι λατινογενής γλώσσα). Βλάχο τον λέει ο Καραγκιόζης. Άρα το στερεότυπο υπήρχε ήδη όταν δημιουργήθηκε αυτός ο χαρακτήρας του θεάτρου σκιών.

Ίσα ρε βλαχατερό που θα μου κάνεις εμένα και μπιπ! Να πας στο χωριό σου να κορνάρεις, άει σιχτίρ να πούμε πια με τους σκατίβλαχους εδώ μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παλιαδερφή. Ο μαλάκας ομοφυλόφιλος. Ο μαλάκας, γενικώς.

Και γύρισε και μου είπε να μην τον ξαναενοχλήσω! Αν είναι δυνατόν να μου την πει κι από πάνω, η σκατίπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βρωμόπουστα, χωρίς ουσιαστικές διαφορές, αλλά σίγουρα με κάποια διαφοροποίηση.

Ουσιαστικά η σύνθετη αυτή λέξη έχει χάσει τη σημασία του δεύτερου συνθετικού (-πουστας), με μεγαλύτερη έμφαση στο πρώτο (σκατό-) και τονίζοντας εμφατικά την κακότητα του χαρακτηριζόμενου ατόμου.

Βάσει εμπειρικού ακούσματος, πιστεύω ότι η χρήση της εν λόγω λέξης καταδεικνύει τον κακόψυχο και αναξιόπιστο άνθρωπο, που δεν έχει κανέναν ενδοιασμό στο να βλάψει άλλους.

  1. Περιγραφή σε νεανικό forum:

Επειδή έτυχε να το δώ στο σταρ που έπεξε ολόκληρο το βίντεο, να σας πω τι έκανε μετά ο σκατόπουστας. Οπώς είδατε έκανε αναστροφή μπήκε στην αριστερή λωρίδα, και άρχισε να ανεβαίνει. Οι οδηγοί έντρομη και με μεγάλες ταχύτητες πεταγόντουσαν στα δεξιά τους. Ο τύπος συνεχίζει να ανεβαίνει και αφού προσπέρασε την έξοδο καμια εικοσαριά μέτρα ξανακάνει αναστροφή και βγαίνει από την έξοδο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αν είδα καλά ενώ είχε βγεί στην έξοδο έκανε και προσπέραση σε έναν που ήταν μπροστά του που ήταν ήδη μέσα στην έξοδο.

  1. Έκφραση αποτροπιασμού από blogger:

Πόσο άρρωστος, μικρόψυχος και μισαλλόδοξος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος για να μπει και να σβήσει το μπλογκ μιας κοπέλας που μάλιστα εκείνη τη μέρα συμμετέχει στην πρώτη έκθεση μπλόγκερ στην Ελλάδα;
Πόσο πουτάνα μπορεί να είναι η μάνα του και πόσο σκατόπουστας ο πατέρας του που μεγάλωσαν ένα τέτοιο διεστραμένο και κακιασμένο πλάσμα; Πόσο προβληματικές μπορεί να είναι οι σχέσεις με τους γύρω του και πόσο διεστραμένη σχέση έχει με την πραγματικότητα;

«Σκατόπουστοι», στο 2:16. (από vikar, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υποτιμητικός όρος για την γυναίκα που επιβλέπει την καθαριότητα στις τουαλέτες δημοσίων χώρων, νυχτερινών κέντρων, κλπ.

  2. Γενικά, η γυναίκα που υποτιμούμε.

  1. Ήθελα να πάω στην τουαλέτα, αλλά με σταμάτησε η σκατού λέγοντάς μου να περιμένω λίγο να τελειώσει το σφουγγάρισμα.

  2. -Είδες τι του έκανε, η σκατού, του ανθρώπου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή που δεν το κρύβει.

-Είχα καιρό να δω τον Σάκη.
-Είδες, σκέτη σφυρίχτρα έγινε ο Σάκης μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. όρος της ξυλουργικής: τραβέρσα, δοκός, «η πελεκητή ξυλεία στέγης, κορμοί ξύλου ελαφρά πριονισμένοι ώστε να διατηρούν την κωνικότητά τους, αποτελούν την ιδανική λύση για εμφανείς κατασκευές ιδιαίτερα σε παραδοσιακά κτίσματα.»
    (από εδώ)

  2. Το τραβέλι, το (η) τραβεστί.

  1. [Στο σαλόνι], κόκκινοι καναπέδες και συνδυασμός υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικών με το νεολιθικό τζάκι και τις κλασικές νησιώτικες τράβες της οροφής.

  2. Αὐτὰ τὰ «τσόλια» καὶ οἱ «τράβες» εἶναι ὅ,τι κι ἐσύ, μὲ μιὰ πολὺ θεμελιώδη διαφορά: Ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ νὰ ζοῦν ἐλεύθερα καὶ ὑπερήφανα, καὶ ὄχι νὰ γκρινιάζουν μὲ ψευδοεπιχειρήματα ὅτι θὰ τρομάξουν τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published