H γυναίκα η οποία χαρακτηρίζεται από άσχημη και άγρια εξωτερική εμφάνιση και συνήθως φορτώνεται τους άλλους και τους κυνηγάει, προς εύρεση ερωτικού συντρόφου.

  1. - Πού πήγε ο Νίκος; τον είδες; - Φίλε μόλις έγινε λούης, γιατί τον κυνηγούσε το τσουπακάμπρα από δίπλα...

  2. - Σε λίγο έρχεται ο Τάκης με τη Σοφία...
    - Ωχ ρε φίλε, τι το ήθελε το τσουπακάμπρα μαζί; θα μας τα κάνει ζέπελιν πάλι...

(από salina, 17/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο μικρό ώστε χωράει σε μια τσέπη. Συνήθως πρόκειται για βιβλίο (εκδόσεις τσέπης - pocket editions) ή για σκυλάκια (τσιουάουα κττ). Όμως μπορεί να είναι και οτιδήποτε ή οποιοσδήποτε που έχει μικρές διαστάσεις. Σε αυτή την περίπτωση είναι συνώνυμο με την κατηγορία πτερού ή μύγας της πυγμαχίας.

  1. Ρε συ ο Φραγκίσκος, τι καλό παιδί, ε; ... και όμορφο πρόσωπο... αλλά είναι τσέπης ρε γμτ αυτός, πού να βρει γκόμενα... Κάνε ένα ψυχικό, ρε Λίλιαν, να χαρεί και το πικραμέν' αχείλι...

  2. - Μπαμπά κοίτα τι ωραίο σκυλάκι που βρήκα!
    - Τί είναι αυτό ρε Λουκία, περίληψη σκύλου είναι αυτό!
    - Είναι καλό μωρέ μπαμπάαα, είναι τσέπης, δεν θα μας ενοχλεί, όπου πάμε θα το παίρνουμε μαζί...
    - (&#^$)@&*^)... Εντάξει γλυκιά μου, ό,τι πεις...

για τους γαλλομαθείς (από ironick, 18/02/09)Ναιμ Σουλειμανογλου  (από Vrastaman, 18/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. όρος της ξυλουργικής: τραβέρσα, δοκός, «η πελεκητή ξυλεία στέγης, κορμοί ξύλου ελαφρά πριονισμένοι ώστε να διατηρούν την κωνικότητά τους, αποτελούν την ιδανική λύση για εμφανείς κατασκευές ιδιαίτερα σε παραδοσιακά κτίσματα.»
    (από εδώ)

  2. Το τραβέλι, το (η) τραβεστί.

  1. [Στο σαλόνι], κόκκινοι καναπέδες και συνδυασμός υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικών με το νεολιθικό τζάκι και τις κλασικές νησιώτικες τράβες της οροφής.

  2. Αὐτὰ τὰ «τσόλια» καὶ οἱ «τράβες» εἶναι ὅ,τι κι ἐσύ, μὲ μιὰ πολὺ θεμελιώδη διαφορά: Ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ νὰ ζοῦν ἐλεύθερα καὶ ὑπερήφανα, καὶ ὄχι νὰ γκρινιάζουν μὲ ψευδοεπιχειρήματα ὅτι θὰ τρομάξουν τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι Ιάπωνες, οι Γιαπωνέζοι. Σε αντίθεση με άλλους χαρακτηρισμούς (π.χ. βλέπε σχιστομάτης και το σχόλιο στο κιτρινιάρης), η λέξη τζαπόνια έχει, σε γενικές γραμμές, θετικές συνδηλώσεις: ναι μεν οι Γιαπωνέζοι είναι περίεργοι (τρώνε ωμά ψάρια κλπ), στερούνται φαντασίας και αντιγράφουν τα πάντα, αλλά είναι και εργατικοί, πειθαρχημένοι και φτιάχνουν καλές μοτοσυκλέτες και εξαιρετικές οθόνες πλάσματος.

Η λέξη τζαπόνια χρησιμοποιείται κυρίως στους κύκλους του αυτοκινήτου και της μοτοσυκλέτας όπου, εκτός από τον λαό που τα κατασκεύασε, μερικές φορές υπονοεί και τα Ιαπωνικής κατασκευής μηχανήματα - βλ. παραδείγματα 4 & 5.

  1. Ένας λαός απρόβλεπτος, που λατρεύει τον πρωινό ύπνο και το αραλίκι, αλλά έρχεται δεύτερος σ' εργατικότητα στον κόσμο μετά τα τζαπόνια. (Από το ΚΛΙΚ, Τα ρεμάλια οι Έλληνες του Θάνου Καραϊσκου)

  2. Επόμενος σταθμός Ρώμη. Εκεί πετύχαμε την απόβαση των γιαπωνέζων. Ήταν να μην αποφασίσουν τα τζαπόνια να ντυθούν ευρωπαϊκά... Bογκάνε τα Gucci, τα Prada, τα Ferragamo. (Από 4Τ)

  3. Εκεί όμως που τα Τζαπόνια είναι φοβεροί είναι στην ικανότητά τους να μελετούν και να μαθαίνουν. Τελικά φτιάχνουν μηχανές χιλιάδες φορές ανώτερες από αυτό που αντέγραψαν. (Από forum www.yaris.gr)

  4. Ξέρεις, δεν είδα κανέναν να λέει ότι τα γιαπωνέζικα σκουριάζουν... Κι ας έχω δει πολλά τζαπόνια της δεκαετίας του '70 σαπισμένα, τόσα περίπου όσα και ιταλικά. (Από το forum www.alfisti.gr)

  5. Θα έχει πολύ πλάκα στα συγκριτικά την άνοιξη, εκτός από τα κλασσικά 4 τζαπόνια και την ιταλίδα, θα έχουμε και αυτό και το Buell. Επιτέλους! (Από το forum motocikleta.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες τζαπανάκια:

Σε κάθε περίπτωση, αγαπάμε τζαπανάκια.

  1. - παρε κανενα τζαπανακι να εχεις το κεφαλι σου ησυχο
    (εδώ)

- εχω τρελαθει στην αναμονη..αν και απο οτι φενεται και οτι μου ειπαν απο τη Mazda...σε 15 μερες περιπου θα το εχω στα χερια μου λογικα..αλλα αξιζει τον κοπο! Τουλαχιστον περνουμε εργαλειακι φτιαγμενο απο τους ανθρωπους-ρομποτ τους Γιαπωνεζους..και οχι ενα Μπασταρδεμενο Τζαπανακι..με ευρωπαικες ριζες!
(εκεί)

  1. - Μαμάααααααααα όλοι μου οι συμφοιτητές είναι κάτι trendy τζαπανάκια που κουβαλάνε ότι gadget έχει λανσάσει η apple τους τελευταίους μήνες, κάτι αξύριστες αριστερές γαλλίδες, κάτι hip hop αλγεριανονιγηριανοί... ένιωσα τελείως χαζή... σαν σαμπάνια σε μπιραρία αισθάνθηκα!
    (παραπέρα)

- Και όσον αφορά την προβολή γυμνού στα games, ναι, συμφωνώ πως είναι αρκετά πιο διαδεδομένη και πιο ανώριμη, αλλά περιορίζεται σε τζαπανάκια με σχολικές στολές και βυζάρες, ξωτικίνες με μικρή πανοπλία και βυζάρες ή οπλισμένες κομάντο με κοντά σορτσάκια. Και βυζάρες. Αν αυτά είναι επικίνδυνα για την ηθική της νεολαίας μας, τότε το ίδιο επικίνδυνες είναι και οι διαφημίσεις παγωτού...
(παραδίπλα)

Kawasaki Z1 900 του \'73. (από Vrastaman, 20/11/12)(από Vrastaman, 20/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρώμα, αντικείμενο ή συμπεριφορά που καταδεικνύει άμεσα τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσιες και διαθέσεις κάποιου.

- Καλά, τι είναι αυτό το μπλουζάκι ρε Μπάμπη; Και κολλητό και ροζ πουστριλέ;
- Δεν είναι ροζ πουστριλέ ρε ανώμαλε. Ζαχαρί πουστριλέ είναι. - Σωστόστ τοτε. Πάω πάσο.
- Τα ρέστα.
- Δικαίωμα.

(από GATZMAN, 21/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εϊναι τα γνωστά καλαίσθητα σαντάλια που φοράνε ανεξαιρέτως όλοι οι Ινδο-Μπαγκλαντέσο-Αφγανο-Κουρδο-Ιρακινο-Αιγυπτιο-Ιρανο-Πακιστανοί που ζουν στη χώρα μας.

Φοριέται στο φανάρι, στο μηχανάκι, στο Σούπερ Μάρκετ, στο ποδήλατο, σπρώχνοντας το καροτσάκι με τα σκουπίδια...

Ιδιαίτερα με την παραδοσιακή «κελεμπία» και το μουστάκι α λα 1970, δίνουν στη χώρα μας μια ανάλαφρη πινελιά καλαισθησίας και οριεντάλ κουλτούρας.

Από τα Ολ Τάιμ Κλάσσικ αθλητικά παπούτσα της Αντίντας, τα οποία συνήθιζαν οι νέοι να φορούν χωρίς κάλτσες.

Είκοσι μέτρα μπροστά μου δυο Πακιστανοί και επειδή δεν είχε φρένα το παπί τους, σταματάνε με τα Πακιστάν Σμιθ! Και να ακούγεται και Σκουιιιιιιιιιιιιίκ!!! Μιλάμε για γαμώ τες σόλες. Και τους έφερε 3000 χλμ περπάτημα, και κολύμπι στον Έβρο, και ακόμα κάργα η γόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χοιρινό ζαμπόν (απο το μπάτσοι-γουρούνια).

Ομοίως, μπατσότυρο = ζαμπονότυρο.

- Τι έχει το σάντουιτς;
- Μπάτσο, τυρί και ντομάτα.

Δες και φουνταριστός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δευτεράντζα, όχι και πολύ καλής ποιότητας.

Παρά την ευρέως κρατούσα άποψη ότι προέρχεται από το bus class και αναφέρεται σ' αυτούς που λόγω χαμηλού εισοδήματος πηγαίνουν με το λεωφορείο, είναι μάλλον πιθανότερο να προέρχεται από το basse classe, όπου basse σημαίνει κάτω και classe σημαίνει τάξη. ΟΚ, πάλι έχει μία ταξικότητα ως έκφραση αλλά τουλάχιστον απενεχοποιούνται έτσι οι αστικές συγκοινωνίες και είναι πλέον politically correct και για τα υψηλά εισοδήματα να τις χρησιμοποιούν. Ουφ...

Παίζει και ως μπασκλασαρία.

  1. - Για την Λίτσα τι λες;
    - Πολύ μπασκλασαρία ρε αδερφάκι μου.

  2. Είπα να χτυπήσω ένα μεταχειρισμένο παπάκι να κάνω τη δουλίτσα μου και μου την πέσανε όλοι ότι είναι λέει πολύ μπας κλας και θα ρίξω το επίπεδο μου.

  3. - Πώς ήταν χθες το πάρτι;
    - Δεύτερο μεγάλε. Πολύ μπας κλας. Το κέτερινγκ μάπα, τα ποτά μπόμπες, ο κόσμος άσ' τα να παν'. Σε μισή ώρα την έκανα και πήγα για ύπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρύζι στην αργκό, κυρίως στρατιωτική, αλλά και ευρύτερη. Επειδή το τρώνε πολύ οι Κινέζοι. Στον στρατό χρησιμοποιείται ευρέως η έκφραση «πούστης με Κινέζο», που σημαίνει κοτόπουλο με ρύζι, το συνηθισμένο φαγητό του στρατού.

Trivia: Το κλασικό ρατσιστικό ανέκδοτο ανάγει το χαρακτηριστικό των Κινέζων και γενικά των Ασιατών να είναι σχιστομάτηδες στο ότι τρώνε υπερβολικά πολύ ρύζι, έχουν γι' αυτό μονίμως δυσκοιλιότητα, κι έτσι απ' το πολύ σφίξιμο στην τουαλέτα, τσητώνουν τα μάτια τους, και με κάποιο λαμαρκιανό τρόπο αυτό το σφίξιμο λόγω δυσκοιλιότητας πέρασε και στα γονίδιά τους.

- Εξήντα εφτά Κινέζοι πούστηδες και σήμερα, στραβάδια απολύομαι!
(αναφώνηση λέουρα φαντάρου στην τραπεζαρία, που έχει όπως όλες τι μέρες κοτόπουλο με ρύζι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified