Further tags

Τυπάκι με κοντό σορτσάκι adidas 80's και άπειρη τρίχα στο πόδι. Στην παραλία παίζει συνέχεια με ρακέτες «το αγόρι» και φορά speedo μαγιουδάκι. Το βράδυ εντοπίζεται με συκοφανέλα διχτυωτή, μπράτσα έξω, λακ, σκαρπίνι, μαύρο κολλητό παντελόνι πάνω από τον αφαλό, αλλά Βαν-Νταμ και κάλτσα στα αρχίδια...

- Τον είδες τον gogo boy;
- Για τον μπούτσο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός. Συνώνυμο του «ένα κι ένα milko», «ζουμπάς», «κοντοπίθαρος».

Η κοπέλα ήταν τραγικά κοντή. Πρέπει να βρωμάγαν ποδαρίλα τα μαλλιά της!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.

- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι κάποιος είναι πούστης. Σε αντίθεση με άλλες εκφράσεις με την ίδια σημασία (π.χ. το πνίγω το λαγουδάκι κλπ.), η έκφραση αυτή δεν είναι διακριτική ούτε ιδιαίτερα κομψή. Από την άλλη, είναι σαφής, παραστατική και δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Ωσεκτουτού, μια μικρή δόση υπερβολής που περιέχει συγχωρείται.

- Ρε συ, έχω ένα θέμα αλλά είναι λίγο λεπτό...
- Ορίστε, ακούω.
- Ρε συ, ο Σούλης... Καλό παιδί, δε λέω, μουστάκι Κολοκοτρωνέικο, αλλά κάπου έχει μπει στο μυαλό μου ότι τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ... Γιατί έχω δει κάποιες τάσεις...
- Τάσεις; Τι τάσεις, ρε μαλάκα; Αυτός τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι... Έχουν βουίξει τα Πετράλωνα και συ έχεις μείνει ακόμα στις τάσεις. Άει καλά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ρωσίδα χορεύτρια σε σκυλάδικο (και δευτερευόντως σε στριπτιζάδικο)

Μπαλαλάικα = παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο

Η λέξη επεκράτησε λόγω της μουσικής χρήσης της, της εθνικότητας του οργάνου και την κατάληξης λάικα (που σχετίζεται με τα λαϊκά μαγαζιά αλλά και με την σκυλίτσα Λάικα από την Ρωσία.

- Πως θα γίνει να γνωρίσουμε καμιά μπαλαλάικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικεία πρόκληση απευθυνόμενη σε φιλικό αντρικό πρόσωπο για πλάκα με μίμηση προφοράς ...ανατολικού μπλοκ.

- Ντιμίτρι κεράσει πουτό;

(από Khan, 29/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντομος προβληματισμός. Δηλώνει την απώλεια ικανότητας να επιτευχθεί το ζητούμενο αποτέλεσμα.

(Πιτσαδόρος) - Σας δίνουμε δώρο 1,5 λίτρο Coca Cola.
(Αλβανός) - 1,5 λίτρο; Ε ΠΟΖΕΡΕ;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή, ο πούστης, ο gay, η παλιόπουστα, η σκατολουγκρητία.

Αναφέρεται σε εκείνο το άτομο το οποίο συμπεριφέρεται ακριβώς σαν κοπέλα. Έχει επέλθει η πλήρης μετεξέλιξη και ο τύπος πλέον ταυτίζεται ψυχή τε και σώματι με το άλλο φύλο. Η κοπέλα η τελειωμένη συμπεριφέρεται με πουτανιά και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του (ναι πάλι στα πέη αναφέρομαι).

Γιαννάκης: - Μπαμπά είμαι Gay
- Τι λες παιδί μου... Έχεις εσύ φίλες μοντέλα;
- Όχι μπαμπά.
- Έχεις σπίτι στη Μύκονο;
- Ούτε.
- Δουλεύεις στην τηλεόραση; - Όχι μπαμπά.
- Τότε τι gay είσαι ρε μαλακισμένο. Παλιόπουστα του κερατά είσαι, κοπέλα τελειωμένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Σκοπιανός.

Μας ζαλίσανε τα αρχίδια οι φυροματσεντόνες.

Got a better definition? Add it!

Published

Άλλος ένας ελληνικός ορισμός για τους ομοφυλόφιλους άντρες.

- Πολύ στο σούξουμούξου την έχει την Μαρία ο Μάκης και θα μου την φάει στο τέλος.
- Ποιος μωρέ; ο τσιριμπίμ τσιριμπόμ; Σαν φιλενάδες τα λένε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified