Further tags

Υβριστικός χαρακτηρισμός για σκουρόδερμο άνθρωπο, τον μαύρο.

Συχνά στα σχολεία, το χρησιμοποιούν οι μαθητές ως «ο σκυλάραψ», για να κοροϊδέψουν τους καθηγητές των αρχαίων, όταν αυτοί τους βάζουν να κλίνουν ουσιαστικά (ιδιαίτερα τριτόκλιτα).

  1. Ήρθε ένας σκυλάραπας σήμερα στην καφετέρια που καθόμουν και επέμενε να μου πουλήσει CD. Του λέω δεν θέλω άνθρωπε μου αλλά αυτός εκεί δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Τσουρέκιαμου τα κανε!!

  2. Καθηγητής: Άσκηση για το σπίτι. Να κλιθούν τα ουσιαστικά ο όνυξ, η πατρίς και ο κόραξ.
    Μαθητής: Το ουσιαστικό ο σκυλάραψ δεν θα μας το βάλετε, κύριε;

(από elias-jelay, 31/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Της παρηγοριάς. Αφού οι γκίφτεντ «μας παίρνουν τις δουλειές» και τις θέσεις στην ενδεκάδα, τώρα μας παίρνουν και τις γυναίκες. Για αυτό, για να τις κρατήσουμε δίπλα μας, το ρίχνουμε στα μυρωδικά.

- Άσε, με παράτησε. Τά' φτιαξε με τον Μπάμπα από τη Νιγηρία.
- Φίλε δεν τον είχες πασαλείψει με κόλιαντρο, να καταλάβει διαφορά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός και χλευαστικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται:

  • Στον συμπαθή αλλοδαπό της γείτονος (και όχι μόνο) ώστε να τον μειώσουμε και να του υπενθυμίσουμε την ανωτερότητα του Ελληνάρα.
  • Σε αντιπαθή ημεδαπό, ο οποίος με την αισθητική και συμπεριφορά του είναι άξιος υποψήφιος για το κλειδί της πόλης των Τιράνων.

Κοίτα ρε τον αλβανιάρη ζάντα που έβαλε στο Range...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως απαντητικό-τελεσίδικο σε επαναλαμβανόμενες αγχωτικές ερωτήσεις τύπου «τι ώρα είναι» από ιδιαίτερα ψυχαναγκαστικούς τύπους, που δε βλέπουν την ώρα...

Χρησιμοποιείται δε και ως αποτροπιασμός προς τον ερωτώντα, εάν δεν είναι ευάρεστη (προς τον ερωτώμενο), η όψη του.

— Brain, τι ώρα είναι;
— Ώρα που γαμάν οι γύφτοι, Pinky...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκαυλιάρικο κινεζάκι.

- Έχει τουριστριες;
- Ναι, έχει και τσόου μέιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά μπορεί να αναφερθεί για τους τσιγγάνους ή οσους έκαναν το πρώτο τους παιδί στα 17 και μετά αποκτούν εγγόνια στα 34.

«αυτός /-ή είναι εγγονομηχανή»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. γερμανισμός, δηλαδή χρήση μιας γερμανικής έκφρασης ή λέξης ή σύνταξης με ελληνικό τρόπο ή προφορά. Όπως λέμε αγγλιά, γαλλιά, κλπ.

  2. Η γερμανίδα, υποτιμητικά.

Ο έλλην, ως γνωστόν, σνομπάρει από αρχαιοτάτων χρόνων ό,τι δεν είναι ελληνικό (πας μη έλλην βάρβαρος, ναούμ') και σήμερα τους γερμανούς τους έχει στη μπούκα και καλούα επειδή πήγαν να τον κατακτήσουν ή επειδή δουλεύουν σαν ρομποτάκια κλπκλπ.

Ωραία, μόνο που η μισή ελλάδα στη γερμανία πήγε κι έτρεξε να μεταναστεύσει μετά τον πόλεμο (η άλλη μισή στην αμερική και στην αυστραλία. Νταξ, δεν είμαστε αντιαυστραλοί, είμαστε όμως, λέει, αντιαμερικάνοι).

Και τα καυτά ελληνικά καβλοκαιράκια, ο γκρηκ λόβερ τις έχει καλοπηδήξει ουκ ολίγες φορές τις εγγόνες των παρολίγον κατακτητών. Για να μην πούμε τι λένε ότι συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της κατοχής (της μαμάς σου το μουνί το γαμούν οι γερμανοί, που λέει κι ο λαός).

Αλλά αυτά είναι ανθρώπινα και συγχωρούνται. Και είναι στερεότυπα στα οποία δεν πρέπει να κολλάμε. Γιατί τα στερεότυπα δεν μας αφήνουν να διακρίνουμε ούτε τα καλά του «κακού», ούτε τις δικές μας αδυναμίες...

Σημ.: δεν λέμε όμως την γαλλίδα «γαλλιά», ούτε την αγγλίδα «αγγλιά», ούτε την ελβετίδα «ελβετιά» κοκ. Επίσης δεν χρησιμοποιείται κάτι αντίστοιχο για τους άντρες.

  1. Ωχ δεν τον μπορώ αυτόν τον μεταφραστή, όλο κάτι γερμανιές κοτσάρει και τα κείμενά του είναι ακατανόητα.

  2. — Το νοίκιασες το εξοχικό σου στη Μάνη;
    — Ναι, σε μία γερμανιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μπουχέσας.

Είσαι σαν κουραδομηχανή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεύεται και από το «καλώς τα ζαντολάστιχα».

Η έκφραση προέρχεται από τα αγροτικά αυτοκίνητα που συναντώνται σε διάφορα σημεία της χώρας μας, τα οποία είναι κατεβασμένα (ένα με την άσφαλτο) και φορτωμένα (ειδικά στο καντράν και εσωτερικό του παρμπρίζ) με ό,τι αξεσουάρ πωλείται, καθώς και με κάθε είδους χαϊμαλιά και μπιχλιμπίδια. Απευθύνεται σε άτομα που θέλουμε να ειρωνευτούμε για την εμφάνισή τους. Όχι την φυσική, αλλά για τα ρούχα ή τα αξεσουάρ που φέρουν, είτε επειδή αυτά είναι υπερβολικά πολλά, είτε επειδή είναι κακόγουστα.

Στο καφέ:
Κώστας: - Ρε, έρχεται ο Νίκος. Κοίτα το φοράει ο γύφτος.
Γιώργος: - Μην του πεις τίποτα ρε. Τσατίζεται.
Κώστας: - Καλά. Νίκος: - Γεια ρε. Τι κάνετε;
Κώστας: - Καλώς το Ντάτσουν, καλώς τα ζαντολάστιχα.
Γιώργος: - !!! ΑΑΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Αλβανός, υβριστικά. Θηλυκό: Σκίπισσα. Επίθετο: σκίπικος /-η /-ο. Ο όρος προέρχεται από το αλβανικό Shqip = Αλβανός, Shqiperia = Αλβανία.

- Τι μαγαζί είν' αυτό που μ' έφερες ρε; Όλο Σκίπηδες κάθονται εδώ.
- Ναι, αλλά έχει και κάτι Σκίπισσες... Τύφλα νά 'χουν οι Ελληνίδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified