Η λεσβία, η πλακομουνού. Από το τρίψιμο.
Αρχαία ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται σήμερα σλανγκικώ τω τρόπω.
Ρε μαλάκα, πάλι κάλεσες όλες τις τριβάδες στο πάρτυ σου; Και μεις τι θα γαμήσουμε ρε μαλάκα;
Η λεσβία, η πλακομουνού. Από το τρίψιμο.
Αρχαία ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται σήμερα σλανγκικώ τω τρόπω.
Ρε μαλάκα, πάλι κάλεσες όλες τις τριβάδες στο πάρτυ σου; Και μεις τι θα γαμήσουμε ρε μαλάκα;
Σχετικά: τριβίδι, λεσβολιδοσκοπώ, καραλέσβιο, λεσβία από κούνια, λέσβω / λεσβόγκα, αρσενικιά, τζιβιτζιλού, μπιφτεκού
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται κυρίως με δύο έννοιες:
1. Υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα, αντίστοιχο του μαλάκω.
2. Η ανδρική σούφρα, στην λουμπινίστικη υποκουλτούρα.
1η έννοια
«...στο Μοναστηράκι, την ώρα που κλείνουν οι πόρτες μια κοπέλα τρέχει και καταφέρνει να χωθεί στο φορτωμένο βαγόνι. Ένας απ’τους φύλακες του σταθμού, με στολή και γυαλί Ray-ban, που του δίνουν αέρα «είμαι ο γαμάω και δέρνω του σταθμού», λέει το ανεπίτρεπτο «θα σου γαμήσω, κωλόμουνο», στην κοπέλα, που είναι ήδη μέσα στο βαγόνι κι αυτός έχει κολλήσει έξω από την πόρτα, γρυλλίζοντας...» (από blog)
2η έννοια
«... όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου, κοιτάνε αμήχανοι τις βρομιές που έχουν παγιδευτεί στις ρυτίδες του προφυλακτικού, και εγώ τους λέω, 'γούρι, γούρι, λεφτά θα πάρεις'...» (Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, «Επώνυμη»)
- Τι σε ξενερώνει;
- Λούγκρες σαν και σένα που θέλουν διακαώς να πηδήξω το κωλόμουνο τους αλλά με κουράζουν με τις μικροαστικές αναστολές τους.
(Gay νταηλίκι του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου στον Κύπριο blogger Ππουστόπαιδο)
«...οι ροχάλες του ήταν αρκετές για να μου σαλιώσουν καλά το κωλόμουνο μου και να το μεταχειριστεί όπως γούσταρε. Ανέβαινα ξανά προς τον πούτσο του όταν η μυρωδιά του κώλου του με έβαλε σε πειρασμό να του τον γλύψω...»
(Ρομαντικό αφήγημα από Blog)
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά στην ελληνική του αγγλικού gaybourhood, δηλαδή της gay-friendly γειτονιάς (gay-friendly neighbourhood).
Στις αρχές των '70ς, ο Χάρβει Μιλκ μετακόμισε στην μεγαλύτερη γκεϊτονιά του Σαν Φρανσίσκο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μικροτσούτσουνος σύμφωνα με το σύνηθες ρατσιστικό στερεότυπο.
Στα πλαίσια σλανγκάζ, είναι το σημαίνον που απέχει περισσότερο απ' τον αράπη. Αν η ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ είναι η «μεγάλη και σίγουρη», τότε η ΙΝΤΕΡΚΙΝΕΖΙΚΑΝ είναι η «μικρή και αβέβαιη».
- Πώς πήγε η συνέντευξη της Κοντολίζα Ράις με τον Κινέζο ομόλογό της;
- Δες το μήδι για να καταλάβεις!
Got a better definition? Add it!
Ο σκάρτος ταρίφας. Αυτός που δεν σταματάει, που κλέβει με το ταξίμετρο, που δεν έχει ρέστα, που το ταξί του ζέχνει, κλπ. Όταν είναι πολλοί μαζί, λέγονται και «κίτρινη μαφία».
Η έκφραση «ταριφόσκυλο» θεωρείται άκρως προσβλητική από τον κλάδο, οπότε αν αποκαλέσετε κάποιον έτσι, καλά θα είναι να έχετε και κανένα κατσαβίδι μαζί, για να μονομαχήσετε επί ίσοις όροις.
Ουστ ρε ταριφόσκυλο! Να με πλήρωνες δεν έμπαινα μέσα στο σαπάκι σου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λεσβία, η τζιβιτζιλού, η πλακομούνα. Η γυναίκα που αντροφέρνει παραπάνω από το κανονικό, μερικές φορές όχι χωρίς αιτία.
Λέγεται και «αρσενίκω».
Πού πάς ρε μαλάκα, αυτή είναι αρσενικιά...
Σχετικά: λεσβολιδοσκοπώ, καραλέσβιο, λεσβία από κούνια, λέσβω / λεσβόγκα, τριβίδι, μπιφτεκού
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αρχιπαλιόπουστας. Ο πούστης με τριπλό λειρί. Ο αρχηγός του πουστροκοτετσιού. Το πάνθεον της πουστιάς. Ο πούστης με τα πολλά ένσημα. Ο πουστοπατέρας.
Ο άνθρωπος του οποίου ο λόγος αξίζει λιγότερο κι από το σκατό μιας κάμπιας.
Μιλάμε γιά μεγάλο πούστη. Για πούστη με λειρί. Για τριλειρόπουστα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μή λευκός. Το άτομο αραβικής, ασιατικής ή ακόμα και αφρικανικής καταγωγής. Ναυτική αργκό, αρχικά για να χαρακτηρίζει τους Φιλιπινέζους ναύτες που δεν ήταν λευκοί αλλά ούτε και μαύροι, ούτε και κίτρινοι.
Κατόπιν επεκτάθηκε η χρήση του και για Πακιστανούς, Ινδούς ακόμα και για τους Αφρικανούς οι οποίοι ανάλογα με την φυλή έχουν διάφορες αποχρώσεις δέρματος. Ειδικά αναφέρεται στους Αφρικανούς με το ανοιχτότερο δέρμα.
Υπάρχει και η λέξη σκουριά που προέρχεται από το «σκούρος» και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους πολλούς (βλ. παράδειγμα 2)
- Λοστρόμε, γιά φώναξε τους σκούρους στην κουβέρτα!
Πολλή σκουριά μαζεύτηκε σήμερα στην Νομαρχία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πολύ μελαψός. Καμμιά φορά και ο μαύρος εξ Αφρικής. Πιθανόν ναυτική αργκό.
(Από γαλονά προς απλό όργανο: )
Για τσέκαρε εκείνον τον καρβουνιάρη μήπως οπλοφορεί.
Got a better definition? Add it!
Published
Μερικοί προχωρημένοι το λένε και «βλαχομπίλι» (από το hillbilly).
Δεν το μπορώ το βλαχορόκ...
Καλά, πώς και δεν φάγανε πόρτα εδώ αυτοί οι βλαχορόκ;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified