Ξαδερφάκι του γκαζοφονιά.
Οpel manta και εξάτμιση μπουρί ο γκαζόβλαχος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται από τους επαρχιώτες για να περιγράψει μια μεγάλη παρέα Αθηναίων. Οι επαρχιώτες βέβαια δεν δυσκολεύονται να καταλάβουν την καταγωγή των πρωτευουσιάνων, καθώς έχουν μεταξύ τους σίγουρα και μερικούς emo, αν είναι νέοι, και μερικούς εκνευριστικούς σπασαρχίδηδες που σχολιάζουν την παραμικρή έλλειψη αθηναϊκης άνεσης που παρατηρούν (ούτε ένα internet cafe ρε γαμώτο δεν υπάρχει σε αυτό το σκατοχώρι;). Γενικά, αν και στα τουριστικά μέρη οι άνθρωποι ζουν από κάτι τέτοιους, δεν έχουν κατορθώσει να τους συμπαθήσουν ποτέ.
- Και εκεί που καθόμασταν ήσυχα ήσυχα στην ταβέρνα του κυρ-Λάζαρου, σκάει μύτη το νέφος και πάει όλη η ηρεμία.
Got a better definition? Add it!
Πας μη Έλλην. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αλλοδαπό, κυρίως Βαλκάνιο και Ανατολικοευρωπαίο, αλλά και Δυτικοασιάτη. Η λέξη αποτελεί εφεύρεση του Φουσέκη. Μπορεί να παραπέμψει και σε αλλοδαπές εγκληματικές μορφές. Μεγεθυντικό: ατζγκόνιαρος. Άκλιτο (πληθυντικός: οι ατζγκόνια).
- Καλά ρε μαλάκα Αλμπέρτο, γιατί λαχάνιασες;
- Ασ' τα! Μου την πέσανε κάτι ατζγκόνια για να μου κλέψουν το κινητό και τρέχω να τους ξεφύγω!
Got a better definition? Add it!
Ο Εβραίος, ο αβάπτιστος, εις την ρατσιστικήν.
- Οι αλάδωτοι κυβερνούν συνωμοτικά τον κόσμο!
- Ξεκόλλα ρε, το πολύ το raus-raus το βαριέται και ο Klaus!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που το παίζει κιμπάρης αλλά κατά βάθος είναι γύφτος.
- Ρε τον Βαλάντη χαλάει δυόμισι χιλιάρικα στα μπουζούκια και κάνει μανούρες στον σουβλατζή γιατί λέει είναι ακριβός 2 ευρώ ο γύρος!
- Μεγάλος κιμπαρόγυφτος...
Got a better definition? Add it!
Η Αγγλική γλώσσα.
Λέγεται από αυτούς που πιστεύουν στην ανωτερότητα του Ελληνικού έθνους, έναντι αυτών που έχουν καταφέρει να πρωταγωνιστούν τώρα στο διεθνές σκηνικό. Λέγοντας αυτή τη φράση, εννοούμε πως όταν εμείς μεγαλουργούσαμε οι άλλοι ήταν σκαρφαλωμένοι στα δέντρα και ζούσαν σε άγρια κατάσταση.
Δύο φίλοι μπουχτισμένοι από την ξενομανία που μας περιβάλλει, μιλούν ειρωνικά για την άσκοπη χρήση λέξεων της αγγλικής γλώσσας από τους νεοέλληνες.
- Για να γίνουμε πιο trendy πρέπει να εμπλουτίσουμε το λεξιλόγιο μας με λέξεις της βαρβαρικής.
- Really;
Got a better definition? Add it!
Κάποιος που είναι γκέι και σαδομαζοχιστής ταυτόχρονα.
- Τά 'μαθες, ο Γιώργος είναι γκεϊστάπο!!!
- Έλα ρε από πότε;
- Από τότε που τον γάμησα κανονικά και μετά τον γάμησα και στο ξύλο.
- Εμ τα ήθελε ο κώλος του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που έχει μικρή μύτη. Επίσης μπορούμε να το ακούσουμε και σαν «μισσιρή στο κάτω κεφάλι» που σημαίνει μικροτσούτσουνος.
Πάντως πρόκειται για μια λέξη που προέρχεται από την αργκό των περιστεράδων.
Βγήκε και ο άλλος ο μισσιρής στην τηλεόραση να μας πει για πλαστική στο πρόσωπο. Άντε ρε τον σαλιαμπάλια...
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ότι κάναμε κάτι ωραίο, πρωτότυπο, και οι άλλοι ζήλεψαν και μας αντέγραψαν κάνοντας το ίδιο.
- Ρε, και ο Κώστας με τον Θανάση κάνανε κοπάνα στη γυμναστική!
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.
Got a better definition? Add it!
Αν και στα αγγλικά ο όρος gift shop αναφέρεται σε μαγαζάκια που πουλάνε δωράκια, στα ελληνικά, γκιφτ σοπ είναι τα υπαίθρια (πάγκοι στο Μοναστηράκι κλπ) ή κινητά «καταστήματα» (ρολογάκια, γυαλιά ηλίου εχωωωωωωωωωώ) έγχρωμων συνήθως πωλητών που πουλάνε αφορολόγητα και λαθραία. Το «γκιφτ» σοπ βγήκε προφανώς από τη λέξη γύφτος.
- Ωραίο ρολογάκι. Πόσο πήγε;
- 10 ευρώ.
- Μόνο;
- Ε ναι ρε. Αφού από γκιφτ σοπ το πήρα.
Got a better definition? Add it!