Further tags

Ως γνωστόν, υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ανδρών, αυτοί που συγκινούνται από τα μεγάλα βυζιά κι αυτοί που συγκινούνται από τις μεγάλες ρώγες. Για τους τελευταίους, η απόλυτη ονείρωξη είναι μια ρώγα που, όταν ερεθιστεί, σκληραίνει και μεγαλώνει τόσο ώστε με λίγη ποιητική αηδία να φαντάζεσαι ότι μπορείς να κρεμάσεις και πράγματα από αυτήν και να τα στηρίξει. Πρόκειται για τις περίφημες ρώγες- κρεμάστρα, άλλο να σου τις περιγράφουν κι άλλο να τις βλέπεις, οι οποίες έχουν απασχολήσει και το Λεξικό της Μπουρδελικής (που λεηλατώ τελευταίως).

  1. Το βυζάκι της ήταν μικρό και αθλητικό αλλά όλα τα λεφτά ήταν οι πολύ ευαίσθητες ρώγες-κρεμάστρα που είχε. (Ανασύνθεση από μνήμης από ποστ βυζολάγνου).

  2. εγω παντως κοπελια αν ειχα τις ρωγες σου θα εκανα την κρεμαστρα να κρεμαει ο κοσμος τα μπουφαν. (Από το Τουίτερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αβυσσαλέο ντεκολτέ φερόμενο προκλητικότατα από αντίστοιχα προικισμένη γυναίκα. Γνωστό και ως χαράδρα. Προκαλεί συμπτώματα ιλίγγου παραπλήσια μέθης.

- Παραλίγο να πέσω στο βυζολάκκο.
- Κώστα πρόσεχε τη χαράδρα!

(από Khan, 27/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας της οποίας οι θηλές του στήθους έχουν διαφορετική θέση από την κανονική ή κοιτάν το υπερπέραν.

- Μαλάκα, τσέκαρες το γκομενάκι;
- Ποια ρε συ, αυτή την τυφλοβύζα; Ούτε με σφαίρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρό γυναικείο στήθος. Η λέξη αποτελείται από το γάτα + βυζιά -- βυζιά μικρά σαν της γάτας.

Τι φοράει αυτή το wonderbra; Ό,τι και να κάνει, γατόβυζα θα έχει...

Γατόκωλο. (από Galadriel, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει στήθος, η πλακοβύζα.

Ο Γιώργος; Άσε, από τότε που τα 'φτιαξε μ' αυτή την απλώστρα την Κατρίνα, τον έχουμε χάσει.

Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, παντόφλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανυπέρβλητο φυσικό τοπίο που σχηματίζεται από δύο υπέροχους, φυσικούς βύζους με τη χαράδρα στη μέση.

N.B.: Τα σιχαμερά, σιλικονάτα βυζιά δεν σχηματίζουν διχαλόβυζο, αλλά αφήνουν ανάμεσά τους να διαγράφεται το οστό του στέρνου σαν ταβάς για πολίτικα κουλούρια. Γι' αυτό να προτιμάτε πάντα τα βιολογικά προϊόντα, λέμεεε!

- Τι κωλάρα είν' αυτή που έχει εκείνο το γκομενάκι στα δεξιά σου ρε;
- Καλή η κωλάρα της, αλλά και το διχαλόβυζο δεν πάει πίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέμε την πολύ χοντρή γυναίκα που, το μόνο που μπορεί να επιδείξει σαν κάτι ωραίο πάνω της, είναι το πλούσιο στήθος της, το οποίο και φροντίζει να το δείχνει συχνά.

- Καλά ρε, θυμάσαι την Ελπίδα από το δημοτικό;
- Ναι ωραίο νιμού ήταν.
- Ε τώρα έχει γίνει μπάλα με βυζιά!
- Πάχυνε και αυτή;;;

Βλ. επίσης βυζανάδειξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άβυζη γυναίκα που μοιάζει με αγόρι στην προεφηβική ηλικία. Χαρακτηρίζεται επίσης «τάβλα».

Το παίζει και σέξι, η παντόφλα!!

Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, απλώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλ.: το μέρος ανάμεσα στα στήθια μιας γυναίκας.

Έσκασε μύτη με ένα ντεκολτέ που φαινόταν όλη η μεσοβυζιά της! Όλη όμως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει βυζί μακρύ-λεπτό και μυτερό. Ο όρος προέρχεται από σχετικό χαρακτηριστικό από τις γίδες.

Εντάξει, από κορμί δε λέει και πολλά, άσε που είναι και καλαμοβύζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified